The Interview Project: Πόλυς Πεσλίκας

Καλλιτέχνης με ευαίσθητες προσλαμβάνουσες, άνθρωπος με καθαρότητα σκέψης και πνεύμα ευγενές. Με τον Πόλυ συναντηθήκαμε ένα απόγευμα στην Λεμεσό με αφορμή το «Studies for a Painting», τη νέα του δουλειά που πήρε παράταση και συνεχίζεται μέχρι τις 20 του μήνα στον χώρο VOLKS.

 


Article featured image
Article featured image

«Πρέπει να ήμουν γύρω στα 14-15 μου όταν ξύπνησα ένα πρωί και πήρα το ταξί της γραμμής από τη Λεμεσό γιατί αποφάσισα να ανακαλύψω τη Λευκωσία. Με γοήτευε κιόλας πολύ η διαδρομή με το ταξί της γραμμής, το να συνταξιδεύω με αγνώστους ήταν κάθε φορά μια εμπειρία, ειδικά αν ήμουν ο πρώτος στο ταξί και καθόμουν μπροστά ως συνοδηγός -ίσως αυτό να εξηγεί και γιατί δεν έβγαλα δίπλωμα οδήγησης πριν τα 35 μου! Ο πρώτος μου σταθμός στην Λευκωσία ήταν το Αρχαιολογικό Μουσείο. Πέρασα σχεδόν όλη τη μέρα εκεί, αγόρασα οδηγό, είδα τα πάντα, μετά συνέχισα στο Βυζαντινό Μουσείο στην Αρχιεπισκοπή και στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης. Το θυμάμαι τόσο έντονα γιατί με στιγμάτισε, ήταν ουσιαστικά η πρώτη μου επαφή με αυτό που λέμε χώρος της τέχνης στην Κύπρο».

 

Η πρώτη επαφή με την τέχνη προέκυψε δηλαδή σαν ανάγκη;

Ναι ήταν μια ανάγκη, γιατί η μέχρι τότε επαφή μου με την δυτική τέχνη ήταν μέσα από τα βιβλία και ήθελα να δω αν υπάρχουν κι εδώ αυτά τα έργα - φυσικά δεν υπάρχουν. Ξέρεις, το να δουλεύεις στην Κύπρο έχοντας πάρει όλες σου τις αισθητικές αναφορές από τη δυτική ζωγραφική δημιουργεί μια σχέση σχεδόν ελλειπή με το αντικείμενο σου. Η αρχική μου επαφή με την δυτική τέχνη επηρεάστηκε όχι εμπειρικά ή ενεργά παρά μόνο μέσα από αυτές τις αισθητικές αναφορές γιατί έτσι μαθαίνεται η τέχνη, δεν υπάρχει κάποιος άλλος σύνδεσμος για να ταυτιστείς μαζί της.  Η απουσία της δυτικής ζωγραφικής στο δικό μας πλαίσιο με κάνουν να νιώθω ότι στην Κύπρο έχουμε μια οιδιπόδεια σχέση με αυτή.  Ναι, υπάρχει η λαϊκή παράδοση και η Βυζαντινή τέχνη, μια κάποια επαφή με ελληνικότητα και αυτό που λέμε γενιά του 30’ αλλά και μερικοί ακόμα αιώνες νεκρής δημιουργίας. Είναι περίεργο να έχεις όλες τις αναφορές σου ριζωμένες στην δυτική παράδοση στην ζωγραφική αλλά αυτή η παράδοση να μην είναι υπαρκτή η ορατή στην Κύπρο για να μπορέσεις να της προσδώσεις μια ταυτότητα.

Ενώ ας πούμε στην Ελλάδα υπάρχει τουλάχιστον συνειδησιακά μια ταυτότητα.

Εμείς μου φαίνεται πώς δεν είχαμε και ποτέ αληθινή πρόθεση να βρούμε συλλογική ταυτότητα, δεν έγινε ποτέ και δεν το προσπαθήσαμε κιόλας. Όλες μας οι αναφορές είναι σε κάποια «ευρωπαϊκότητα», ή «ελληνικότητα» ή τα τελευταία χρόνια σε μια «κυπριακότητα», αλλά τί είναι η ταυτότητα για να την ψωνίσεις απ’ το σουπερμαρκετ; Ίσως αν είχε υπάρξει κάποιο κύμα διανόησης στην Κύπρο να ήταν αλλιώς τα πράγματα.

Αισθάνεσαι ότι είναι αργά για να ξεπηδήσει από κάπου η διανόηση;

Από την ανεξαρτησία της Κύπρου κι έπειτα, ό,τι πρόοδος έχει γίνει σε επίπεδο διανόησης ήταν ατομικές προσπάθειες, και σήμερα αν θέλεις περισυλλέγουμε αυτές τις ατομικές προσπάθειες, ψάχνοντας τα κίνητρα τους λίγο περισσότερο, κάνοντας έρευνες. Από τον Νεοπτόλεμο Μιχαηλίδη μέχρι τον Διαμαντή, μας ενδιαφέρει τουλάχιστον να καταλάβουμε το έργο τους. Ίσως αυτή να είναι μια καλή αρχή για να πάμε και παρακάτω. Έχουμε ως λαός αρκετές εμμονές, είτε πας πίσω στο 1974, είτε στο κούρεμα του 2013, αντι να επουλώνουμε πληγές μας επιμένουμε να τις ξύνουμε. Έγινε ξαφνικά το 2013 και θυμηθήκαμε να νιώσουμε ότι υπάρχουμε. Μπορείς όμως να υπάρξεις ως λαός και με πιο όμορφο τρόπο, δημιουργώντας, προσέχοντας το παρελθον και χτίζοντας για το μέλλον.

Ίσως η μόνη μας διάθεση για εξωστρέφεια να εξαντλείται τελικά στην αντιγραφή;

Αισθάνομαι πως συγχύζουμε τον ενθουσιασμό με την γνώση. Ταξιδεύουμε, επιμορφωνόμαστε και γυρνάμε πίσω -και δεν μιλάω μόνο για τους καλλιτέχνες- με μοντέλα που δεν μπορούν να δουλέψουν εδώ. Πρόκειται για ένα μιμητισμό που οδηγεί συνήθως σε τερατουργήματα. Από την άλλη ίσως αυτή να είναι και μια αναγκαία αρχή. Αντέγραψε κάτι μέχρι να γίνει δικό σου. Εμείς μένουμε στα μισά λόγω τεμπελιάς.  Χρειάζεται όμως κι ένα εσωτερικό ψάξιμο, δεν αρκεί η αντιγραφή. Αλλιώς είναι να δουλεύω ένα έργο εδώ που βρίσκομαι στο studio μου, από ’κει που το πρωτοείδα σε μια gallery. Δηλαδή αν θέλω να φωτογραφίσω σαν τη Cindy Sherman ή να κάνω τέχνη σαν τον Jeff Koons και προσπαθώ να κάνω κάτι που μοιάζει με τη δουλειά τους, οφείλω να καταλάβω πως λειτουργεί στο δικό μου πλαίσιο.

Γιατί «Studies for a Painting»;

Η δημιουργία είναι μια συνεχής εξελικτική διαδικασία, τα έργα τέχνης δεν έχουν τέλος, ένα έργο βρίσκεται σε αέναο process. Με αυτό το πρίσμα τα έργα για μένα δεν χωρίζονται χρονολογικά ως παλιά ή νεότερα.  Για την συγκεκριμένη δουλειά κι επειδή οι πίνακες έχουν μια αυτοαναφορά στην ιστορία της τέχνης,  η ημιτελής αυτή κατάσταση αφαιρεί ένα τρομερό βάρος πάνω από τη λέξη ιστορία. Αυτή η διαδικασία ‘μελέτης’ ήταν μια καλή αρχή για να δουλέψω αλλά και για να δω τα έργα σαν θεατής.

Πώς βλέπεις τον τρόπο που έχει διαμορφωθεί ο κόσμος της τέχνης σήμερα;

Θεωρώ ότι  ακολουθεί κατ’ εξοχήν την αγορά της τέχνης. Πλέον ακόμα και οι πιο εννοιολογικοί ή ανατρεπτικοί καλλιτέχνες εξυπηρετούν ιδρύματα, μουσεία και galleries. Υπάρχει η αγορά ακόμη και για τα πιο κουφά έργα  και το σύστημα δημιουργεί και τους καλλιτέχνες αφού υπάρχουν εκθέσεις, φεστιβάλ, αγοραστές και συλλέκτες για τα πάντα.

Αυτό δεν κάνει κακό;

Πιστεύω πως ναι γιατί μια τέτοια υπερέκθεση των έργων τέχνης, δεν αφήνει στο τέλος τίποτα που να σε ιντριγκάρει στ’ αλήθεια.  Ένας Rothko που πουλιέται 50 εκατομμύρια ή ένας Picasso στα 157 εκατομμύρια, ξαφνικά απομακρύνει τον θεατή και από το έργο επικεντρώνοντας τον μόνο στην αξία του.

Και ο ρόλος του καλλιτέχνη;

Ένας καλλιτέχνης πρέπει να θυμίζει την καθημερινότητα μας. Να σε επαναπροσδιορίζει στα καθημερινά. Τελικά αυτή είναι και η ουσία, η καθημερινή πράξη. Το να αποδίδεται στον καλλιτέχνη ο ρόλος του υπερήρωα ή αυτού που υπάρχει για να ανατρέπει πράγματα, δεν ισχύει και δεν υπήρξε και ποτέ. Ιστορικά έγινε πολύ αργότερα όταν έπρεπε να συσχετίσουμε την ιστορία των πολέμων με την ιστορία της τέχνης.

Είναι η tribal φύση του ανθρώπου τέτοια.

Αν και δεν μου αρέσει να γίνομαι περιγραφικός, στην έκθεση θα δεις τρία έργα με τίτλους Observation I, II και III. Και οι τρείς πίνακες απεικονίζουν ένα αετό με δεμένα πόδια που παρακολουθεί το θήραμα του.  Με μια πρώτη ματιά δεν πρόκειται για  κάτι φρικαλέο, είναι άλλη μια απεικόνιση των νόμων της φύσης. Αυτό που με ενδιέφερε κυρίως ήταν να αναιρέσω την ιδέα του κυνηγιού (με τα δεμένα πόδια του αετού), εισάγοντας ένα τρίτο ανθρώπινο στοιχείο που σκηνοθετεί και παρακολουθεί την πράξη. Η φρικαλεότητα έγκειται ακριβώς σε αυτό το τρίτο στοιχείο, και είναι κάτι που κάνουμε καθημερινά στις πράξεις μας.

 



Observation III  2014-2015

Oil on canvas mounted on board

200x140 cm

 

#theinterviewproject

Αγαπημένο χρώμα;

Μάλλον το μπλε σκούρο.

Πολιούς καλλιτέχνες θαυμάζεις απεριόριστα;

Πάρα πολλούς για να τους αναφέρω, αν όμως μιλάμε γι’ αυτούς που μου έδωσαν περισσότερο κίνητρο να δουλέψω, θα σου πω Fra Angelico.

Ποιες ταινίες αγαπάς;

Tarkovsky, Pasolini, Visconti.

Ποιο ταλέντο θα ήθελες να έχεις;

Να παίζω πιάνο ή να έχω την πειθαρχία ενός αθλητή.

Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι όταν ξυπνάς;

Σκέφτομαι ότι έχω άλλο ένα κύκλο να διανύσω. Όταν κάνω ένα κύκλο, ενώνω σημεία για να δημιουργηθεί μια συνοχή και να αντιληφθώ τι έκανα μέσα στην ημέρα. Δεν πετυχαίνει πάντα αλλά αυτός είναι ο στόχος.



Η έκθεση του Πόλυ Πεσλίκα «Studies for a Painting» συνεχίζεται μέχρι το Σάββατο 20 Ιουνίου στο VOLKS, Warehouse 5.101 (οδός Χαράλαμπου Μιχαήλ, Στρόβολος, έναντι Σχολής Μελκονιάν).

Ώρες λειτουργίας: Τετάρτη-Παρασκευή: 17.00-20.00, Σάββατο:11.00-14.00.

 

Φωτογραφίες: Χρήστος Χατζηχρήστου


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ