Το μπητς μπαρ

Ήταν Σάββατο κι είχε πάει σχεδόν έντεκα. Στην παραλία μαζέυτηκε κόσμος. Τις καθημερινές όταν σταματώ σ’ αυτή την παραλία για να βουτήξω, το μπήτς μπαρ είναι θεόκλειστο. Κανένα μπήτς μπαρ δεν ανοίγει απ’ τις εφτά το πρωί.

 


Article featured image
Article featured image

Στο πρώτο άδειο κρεβατάκι που βρήκα πέταξα την πετσέτα μου, έβγαλα το πουκάμισο και την άραξα.

Στ’ αυτιά μου έφτανε το κλάμα από ένα πιτσιρίκι. Έκλαιγε ασταμάτητα, σαν δαιμονισμένο. Δίπλα μια μητέρα άλειφε έμπειρα, αντηλιακή κρέμα στην πλάτη του αγοριού της. Το αγοράκι θα ήταν γύρω στα τρία μα δεν παίρνω και όρκο.  Δεν τα πάω καλά με τις ηλικίες των μικρών. Των μεγάλων μου είναι αδιάφορες.

Καφέ δεν είχα πάρει. Ήμουν με τις δυο τρείς γουλιές απ’το ποτήρι που βρήκα στην κουζίνα –ό,τι ξέμεινε απ΄τον καφέ του προηγούμενου απογεύματος. Το πιτσιρίκι δεν είχε σταματήσει. Έκλεισα τα μάτια και προσπαθούσα να ηχομονώσω το κεφάλι μου. Ήθελα να ακούω μόνο τις ηλιαχτίδες που βαρούσαν το σώμα μου. Δεν τα κατάφερα. Άνοιξα τα μάτια και μέσα απ΄τα μαύρα γυαλιά, έριξα μια ματιά τριγύρω. Δίχως να το πάρω είδηση βρέθηκα περικυκλωμένος από παιδικά καρότσια, κουβαδάκια και μανάδες με ροδάκινα. Δεν γινόταν αλλιώς, έπρεπε να ξεκινήσω τις μαργαρίτες.

Μετακινήθηκα στην κεντρική μπάρα. Τελικά δεν παρήγγειλα μαργαρίτα. Καθώς περίμενα τον μπαρμαν να γεμίσει το μεγάλο ποτήρι μου με μπίρα, συνειδητοποίησα πως το μέρος ήταν χωρισμένο σε δυο τομείς. Μα πως δεν το είχα προσέξει νωρίτερα; Δυτικά της μπάρας ήταν οι δίχως παιδικά καρότσια, δίχως κουβαδάκια. Στον δυτικό τομέα που αποκαλυπτόταν μπροστά μου, ξάπλωναν μπρούμυτα τα μπραζίλιαν και ανάσκελα οι λαδωμένοι κοιλιακοί. Ανατολικά της μπάρας ήταν το κρεβατάκι που μόλις είχα αφήσει.

Φυσικά δεν μου ήταν δύσκολο να ψηφίσω. Ψήφισα μπάρα.


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ