Περιδιάβαση στα κόκκινα φανάρια της Λευκωσίας

Το φως της λάμπας είναι κόκκινο, η μούρη των λιγοστών νυχτόβιων αξύριστη, τα αυτοκίνητα περνούν ξώφαλτσα του σκοτεινού σοκακιού και η πατρόνα κάθεται δίπλα από το νεαρό κορίτσι με το μαύρο μπέιμπι-ντολ που ποζάρει οκλαδόν στο ψηλό, λακαρισμένο στουλ της.

 


Article featured image
Article featured image

Σούρουπο στην παλιά πόλη. Εκεί, πίσω από το παλιό Δημαρχείο, στους τρεις «φημισμένους»/«κακόφημους» δρόμους καταγράφουμε εικόνες.



Γράφει η Ευτυχία Σαμψών

 

Στην οδό Σούτσου

Τη λένε Χαρά, ψευδώνυμο της πιάτσας. Έτσι ονομάστηκε η ίδια, γιατί… «δίνει χαρά» στους πελάτες! Ήρθε από την Ελλάδα, πριν από 3 χρόνια. Δεν είναι μικρή. Η Χαρά σαραντάρισε! Πίσω στην πατρίδα της, άφησε έναν γιο, που σπουδάζει. «Να μπω μέσα;» τη ρωτώ. «Μπες, αλλά, εμένα φώτο μην με βγάλεις». Η καρέκλα με την βαμβακερή πετσέτα μοστράρει στο κεντρικό σημείο του προχώλ. Δεξιά, βρίσκεται το δωμάτιο της συνεύρεσης. Χαμηλός φωτισμός, αναμμένα κεριά και στρωμένο κρεβάτι με δυο μαξιλάρια. «Πόσα χρεώνεις;». «50 ευρώ» μού απαντά χωρίς κομπασμό. «Και δουλεύεις…», «Από τις 10 το πρωί μέχρι τις 11 το βράδι, εκτός Κυριακής», συμπληρώνει. «Δεν έχω κανέναν πάνω από το κεφάλι μου», μας είπε, «και η ταρίφα, ισχύει για όλους το ίδιο». «Κι αν ένας πελάτης χρειαστεί… περισσότερη ώρα;». «Παρέχω υπηρεσίες, μέχρι τελικής εκτόνωσης», μού απαντά, αποστομωτικά!

 

Στην οδό Επτανήσου

Μια ξανθή, -είναι δεν είναι 22 χρονών-, κάθεται στο ψηλό σκαμπό, μπρος στην είσοδο του σκοτεινού δωματίου, που διαθέτει ξύλινη εξώπορτα και γυάλινη είσοδο. Μια κόκκινη λάμπα ανάβει έξω. «Roxanne», μου ’ρχεται να σιγοτραγουδήσω… εκείνο το φοβερό κομμάτι των Police. Η ξανθιά δεν ταράζεται σαν μπαίνουμε μέσα. Έχει δίπλα της την «πατρόνα» που κάθεται στην άκρη του δωματίου. Ελέγχει την περαντζάδα του δρόμου από την οθόνη που βρίσκεται μπροστά της. Υπάρχει κάμερα απ’ έξω και τα καταγράφει όλα! Η ξανθιά παίζει με το κινητό της. Κάθε τόσο, όποτε περνά αυτοκίνητο και υποψήφιος πελάτης, αλλάζει πόζα και τον κοιτάει με ύφος μπλαζέ. Μόλις το αυτοκίνητο φύγει, βυθίζεται και πάλι στην οθόνη του σμαρτ κινητού της.

 

 

Στην οδό Τεμπών

Το όνομα «Λούση» και ένας αριθμός κινητού «διακοσμεί» -επανειλημμένα- τους τοίχους των δύο σπιτιών που βρίσκονται επί της οδού Τεμπών. Στο ξωπόρτι του υπερυψωμένου, γραφικού σπιτιού, ξεπροβάλει ένα ζεύγος ωραίες γάμπες! Κοντοστέκομαι και πιάνω κουβέντα τη γυναικάρα που της ανήκουν. Κάθεται πάνω σ’ ένα κόκκινο λακαριστό σκαμπό. Τη λένε Σοφία. Ωραίο κορίτσι, με προκλητικό κομπινεζόν και μαύρα, θεόρατα ψηλοτάκουνα. Ήρθε από την Πολωνία, και σκοπεύει να κάτσει 2-3 βδομάδες. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και συμφώνησε να δουλέψει για κανένα μήνα (ωράριο 13.00-01.00). «Μην τους λαλείς άλλα…», φωνάζει από μέσα η Τζεμιλέ. Η Τζεμιλέ, γνωστή φυσιογνωμία της γύρω περιοχής, είναι Τουρκοκύπρια, και ζει από το 1963 σε τούτες τις γειτονιές της πόλης. Από την παλιά της πολυθρόνα, στο βάθος του δωματίου, κάνει κουμάντο. Αυτή η γυναίκα θα πρέπει να ήταν όμορφη στους τζιαιρούς της! Τώρα, γέρικη και ατημέλητη, χωρίς δόντια αλλά με δυο πανέξυπνα καταγάλανα μάτια, στήνει αυτί και ακούει τη συζήτηση που κάνουμε με το κορίτσι από την Πολωνία. «Να σε βγάλουμε φωτογραφία, Τζεμιλέ;». «Όι… να με αφήσετε ήσυχη», γυρνάει και μου λέει. «Τι γυρεύεις εσύ, εδώ;», την ρωτώ. «Εν το σπίτι μου», απαντά με στόμφο. «Αλλά, εν τζιαι να με θωρείς για πολλά ακόμα…Φεύκω σύντομα. Πάω στο γιο μου τζιαι στα εγγόνια μου, ποτζεί στον Βορρά». Ρίχνω μια ματιά μέσα στο δωμάτιο. Η Τζεμιλέ μάς αφήνει να το φωτογραφήσουμε. Μια Μπέτι Μπουμπ στο βάθος, κόκκινες φράουλες στο print των μαξιλαριών μιας άλλης πολυθρόνας, κόκκινες πεταλούδες και καρδούλες πάνω στους τοίχους και η πράσινη ξύλινη εξώπορτα, σφηνωμένη στο πλάι. Η μέρα τώρα ξεκίνησε για την Σοφία και την Τζεμιλέ. Είναι έξι και μισή, απόγευμα Σαββάτου…


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ