Ήμουν όρθιος και κοιτούσα έξω απ’ το τεράστιο παράθυρο του θαλάμου. Τρία μικρά καταστήματα κολλητά στη σειρά, μου απορρόφησαν το βλέμμα. Περίπτερο, φαρμακείο, ανθοπωλείο. Πίσω από την πλάτη μου, η μάνα μου ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Δυσκολευόταν, μα προσπαθούσε να μιλήσει. Βασικά, πάλευε να μου πει τα νέα της προηγούμενης ημέρας της. «Όσα νέα μπορεί να έχει, δηλαδή, κάποιος που βρίσκεται καθηλωμένος σε ένα νοσοκομειακό κρεβάτι συνδεδεμένος με ορούς, καλώδια και τέτοια».
Ε, η μάνα μου τα κατάφερε μέσα σ’ όλα αυτά να φλυαρεί. Δεν σχολίαζα τίποτα, ούτε την διέκοψα καθόλου. Την άφησα να λέει τα δικά της μέχρι που την άκουσα να πνίγεται με τον βήχα της. Γύρισα και την είδα να πιάνει το κουτί με τα χαρτομάντηλά της.
«Ρε μάνα, δεν πρέπει να μιλάς», πήγα κοντά της. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που υπέδειξα σε άνθρωπο να μην μιλά. Η ώρα δεν είχε πάει εννιά, το πρωί. Πλησίασα και πάλι στο παράθυρο. Μέσα από τα γυαλιά του ήλιου παρατηρούσα ξανά απέναντι. Περίπτερο, φαρμακείο, ανθοπωλείο. Χαιρέτισα τη μάνα μου και έφυγα. Δεν κάθισα πολύ για να είμαι ειλικρινής. Κατέβηκα, καβάλησα τη μηχανή και έβαλα μπρος.
Μπροστά από την είσοδο της κλινικής, ένα φορτηγό κλειστού τύπου, ήταν παρκαρισμένο στη μέση του δρόμου. Έκοψα ταχύτητα. Θα το προσπερνούσα με έναν ελιγμό μα τα διπλοπαρκαρισμένα αμάξια είχαν κάνει κάθε δίοδο απροσπέλαστη. Φρέναρα και σταμάτησα ακριβώς πίσω από τις ορθάνοιχτες πόρτες του φορτηγού. Τα φλάς του αναβόσβηναν.
Ήταν φορτωμένο άνθη και λουλούδια. Μερικές γλάστρες και ένα-δυο σάκους λίπασμα. Μια κυρία καθόταν στα γόνατά της, μύριζε και διάλεγε. Πρέπει να ήταν γύρω στα 45. Φορούσε τζην και σνήκερς. Ήταν όμορφη και περιποιημένη. «Η ανθοπώλενα», σκέφτηκα.
Γύρισε και με τον δείκτη της μου έκανε νόημα, «ένα λεπτό». Ήταν πράγματι όμορφη. Της χαμογέλασα μέσα από το ανοιχτό μου κράνος. Χαμογέλασε πίσω.
Ένα mini ξεπάρκαρε ανοίγοντας δίοδο για να φύγω. Έβαλα πρώτη και πέρασα.
Τα χαμόγελα της Παρασκευής δεν μοιάζουν με καμιάς άλλης μέρας.