«Η μόνη μου ‘φιλοδοξία’ είναι να εκφράσω το συναίσθημά μου»

Η Κύπρια Μαρία Πανοσιάν, η οποία ζει στην Αθήνα εδώ και μια 20ετία, επιστρέφει στην παλιά Λευκωσία για να παρουσιάσει τη νέα της δουλειά με τίτλο «Red Soul», την πιο δυνατή μουσική στιγμή της, όπως η ίδια τη χαρακτηρίζει.

 


Article featured image
Article featured image

Φωτογραφίες: Christia Geo Photography

 

Τι φιλοδοξείς να πετύχεις μέσω του δίσκου «Red Soul»; Μέχρι πού πιστεύεις πως μπορούν να φτάσουν οι μουσικές σου;

Όταν κάθομαι μπροστά στο πιάνο μου προκειμένου να συνθέσω, η μόνη μου «φιλοδοξία» είναι να εκφράσω το συναίσθημά μου. Όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία της δημιουργίας ενός κομματιού, εκεί που «φιλοδοξώ» να φτάσει είναι να μπορέσει ο ακροατής να εκφράσει και το δικό του προσωπικό συναίσθημα. Πιστεύω ότι η φιλοδοξία, με την ευρεία έννοιά της, σε ανθρώπους που ασχολούνται με την τέχνη είναι κάτι οξύμωρο.


Επιτυχία είναι όσο γίνεται περισσότεροι άνθρωποι να ταυτιστούν με την τέχνη σου και καταξίωση αυτό να έχει διάρκεια.


Γιατί «Red Soul» και γιατί αγγλικές ονομασίες στα τραγούδια;

Το «Red Soul» είναι ένα άλμπουμ γραμμένο για την εξέλιξη της ψυχής, για την εξέλιξη του ανθρώπου, έτσι όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι. Το κόκκινο συμβολίζει την αγάπη, το θυμό, τον πόνο, τη δύναμη, την επανάσταση και την ένταση. Περνώντας από αυτή τη διαδρομή τα τελευταία τρεισήμισι χρόνια, συνειδητοποιούσα όλο και περισσότερο πως όλα τα πράγματα, σε όλα τα επίπεδα της ζωής πρέπει να τα κοιτάμε στο βάθος και στη ρίζα τους. Όσον αφορά στους τίτλους των κομματιών και με γνώμονα ότι η μουσική πλέον διαδίδεται μέσω διαδικτύου, δηλαδή παγκόσμια, θεωρώ σωστό κάποιοι τίτλοι να είναι στα αγγλικά.

 



Τι έχει η ορχηστρική μουσική που ενδεχομένως δεν έχουν τα τραγούδια που συνδυάζουν μουσική και στίχο; Ποια τα υπέρ και ποια τα κατά;

Αυτό το άλμπουμ αποτελείται από εννέα ορχηστρικά κομμάτια, ένα τραγούδι και ένα μελοποιημένο ποίημα σε μορφή απαγγελίας. Πιστεύω ότι η ορχηστρική μουσική έχει το πλεονέκτημα να δίνει στον ακροατή  την ελευθερία να πλάσει τις δικές του εικόνες και να εκφράσει όπως είπαμε και προηγουμένως τα δικά του συναισθήματα. Τα τραγούδια έχουν μια εντελώς διαφορετική δυναμική εξαιτίας των στίχων. Έχουν συγκεκριμένες εικόνες που δίνουν τη δυνατότητα στον ακροατή να ταυτιστεί. Επιλέγω κυρίως να γράφω ορχηστρική μουσική γιατί με αυτό τον τρόπο απολαμβάνω περισσότερο τη συνδημιουργία των ακροατών.


Δεν θα έλεγα ότι έχω προσφέρει κάτι καινούργιο στο «Αυτή η νύχτα μένει» του Κραουνάκη αλλά κάτι διαφορετικό. Σκοπός, όταν διασκευάζεις ένα τραγούδι, είναι να το χρωματίσεις και να το φέρεις πιο κοντά στο δικό σου ύφος.




Γιατί προτιμάς να παίζεις κυρίως με ηλεκτρονικούς και υπόγειους ήχους και όχι με περισσότερη οργανική μουσική, με περισσότερα φυσικά όργανα;

Έχω μεγάλη εκτίμηση στα φυσικά όργανα αλλά έχω και μια αδυναμία στους ηλεκτρονικούς ήχους. Δεν θα έλεγα ότι τη μουσική μου τη χαρακτηρίζει το ηλεκτρονικό κομμάτι της ενορχήστρωσης. Κάποιες φορές οι ηλεκτρονικοί ήχοι και οι λούπες γίνονται η βάση για να «πατήσουν» τα φυσικά όργανα επάνω τους και άλλες φορές για να «αγκαλιάσουν» τη μελωδία και τη σύνθεση των κομματιών. Ο πρωταγωνιστής στα κομμάτια μου είναι το πιάνο και σε αυτό το άλμπουμ πολύ βασικό ρόλο έπαιξαν το βιολί και η βιόλα του Δημήτρη Κουζή και το τσέλο της Ιλιάνας Κορέτση, δύο εξαιρετικών μουσικών και αγαπημένων μου συνεργατών. Επίσης, στο άλμπουμ έπαιξε ηλεκτρικό μπάσο στα περισσότερα κομμάτια και ηλεκτρική κιθάρα ο σπουδαίος μουσικός Γιώτης Παρασκευαΐδης που έχουμε ξανασυνεργαστεί στο παρελθόν. Πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε ο φίλος μου Μιχάλης Σκαράκης που έκανε τη μίξη και το μάστερινγκ του άλμπουμ. Ανάμεσα στους συντελεστές είναι και η Λένα Σταματοπούλου στην οποία ανήκει το εικαστικό σχέδιο του εξωφύλλου, ενώ τη γραφιστική επιμέλεια έκανε η Κύπρια Άννι Δαμιανού.

Λες, επίσης, στο δελτίο «11 κομμάτια που θα μπορούσαν να αποτελέσουν το soundtrack μιας ταινίας». Για κάθε κομμάτι του δίσκου, έχεις στο μυαλό σου μια αντίστοιχη εικόνα να φανταστούμε; Και πώς γίνεται με τη δημιουργία εκ μέρους του συνθέτη; Πρώτα προκύπτει η εικόνα και μετά η μουσική ή το αντίστροφο;

Πίσω από το κάθε κομμάτι κρύβεται και μια ιστορία, ένα βίωμα. Ζούμε σε μια εποχή εντάσεων και αβεβαιότητας και υπάρχουν πολλά ερεθίσματα στην καθημερινότητά μας που επηρεάζουν τον εσωτερικό και το συναισθηματικό μας κόσμο. Όταν γράφω μουσική προσπαθώ να περιγράψω το βίωμα και την εικόνα που έχω στο μυαλό μου. Μου είναι πιο εύκολο και μου βγαίνει αυθόρμητα να ντύνω με μουσική μια εικόνα, ένα σενάριο, μια ταινία, ή ένα στίχο. Το κομμάτι μου για παράδειγμα «Η μελωδία της αυτογνωσίας» είναι εμπνευσμένο από την απολογία του Σωκράτη (Πλάτωνα) -ένα έργο το οποίο θεωρώ πολύ επίκαιρο- και περιγράφω μέσα σε 6 λεπτά όλη τη δίκη του Σωκράτη, χωρίζοντάς το σε 4 διαφορετικά μέρη.

 



Τι καινούργιο θα έλεγες πως προσφέρεις στο κλασικό τραγούδι του Κραουνάκη, «Αυτή η νύχτα μένει», διασκευάζοντάς το;

Δεν θα έλεγα ότι έχω προσφέρει κάτι καινούργιο αλλά κάτι διαφορετικό. Νομίζω πως αυτός είναι και ο σκοπός όταν διασκευάζεις ένα τραγούδι, να το χρωματίσεις και να το φέρεις πιο κοντά στο δικό σου ύφος.


Η φιλοδοξία, με την ευρεία έννοιά της, σε ανθρώπους που ασχολούνται με την τέχνη είναι κάτι οξύμωρο.


Ποια η σχέση σου με τον Κραουνάκη; Έχετε συνεργαστεί ξανά, σωστά;

Τον Σταμάτη Κραουνάκη τον γνώρισα περίπου πριν από τρία χρόνια στο ραδιοφωνικό σταθμό «Στο Κόκκινο» όπου εργάζομαι. Αποκτήσαμε μια πολύ καλή σχέση και στην πορεία προέκυψε η συνεργασία μας με αφορμή την επέτειο της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα όπου ο Σταμάτης έγραψε στίχους στη μνήμη του κι εγώ τους μελοποίησα και τους τραγούδησα.

 



Φωτογραφία: Σκεύη Ερωτοκρίτου



Τα τελευταία 20 χρόνια είσαι στην Αθήνα. Τι ακριβώς κάνεις εκεί;

Ήρθα στην Αθήνα για να σπουδάσω ηχοληψία. Παράλληλα άρχισα να ασχολούμαι με τη σύνθεση και το τραγούδι. Συνεργάστηκα με αρκετούς καλλιτέχνες μέχρι το 2005 οπότε γνώρισα το Βαγγέλη Βέκιο και συμμετείχα στο συγκρότημα Ελελεύ ως η βασική τραγουδίστρια. Το 2007 το συγκρότημά μας κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Ελελευ». Από το 2005 εργάζομαι στο ραδιοφωνικό σταθμό ‘Στο Κόκκινο’ ως ηχολήπτρια και μουσική παραγωγός. Κατά περιόδους παίζω μουσική και ως DJ σε γνωστά στέκια της Αθήνας. Το 2011 κυκλοφόρησε ο πρώτος προσωπικός μου δίσκος «Πατώματα Βρεγμένα», ακολούθησαν τρία EPs «Xray», «Prophecy» και «Woodream» τα οποία κυκλοφόρησαν σε ψηφιακή μορφή σε συνεργασία με τη βρετανική δισκογραφική εταιρεία Passive Front Records. Τα τελευταία χρόνια έχω ντύσει μουσικά κάποιες ταινίες μικρού μήκους και αυτή την περίοδο γράφω μουσική για μία θεατρική παράσταση, για ένα ντοκιμαντέρ και για ένα πρότζεκτ που αφορά τη μελοποίηση ποιημάτων.

Ποια είναι η μέχρι στιγμής πιο δυνατή μουσική στιγμή σου;

Η ολοκλήρωση του «Red Soul».

 



Τι είναι επιτυχία και τι καταξίωση; Πώς ορίζεις εσύ το καθένα από αυτά;

Επιτυχία είναι όσο γίνεται περισσότεροι άνθρωποι να ταυτιστούν με την τέχνη σου και καταξίωση αυτό να έχει διάρκεια.

Εμφανίζεσαι κάπου τακτικά ή περιστασιακά αυτό τον καιρό;

Ετοιμαζόμαστε για πρόβες σύντομα με τους μουσικούς που συμμετείχαν στο «Red Soul» για μια σειρά συναυλιών.


Η ορχηστρική μουσική έχει το πλεονέκτημα να δίνει στον ακροατή  την ελευθερία να πλάσει τις δικές του εικόνες και να εκφράσει τα δικά του συναισθήματα.




Πώς ακριβώς θα είναι η βραδιά της παρουσίασης στη Λευκωσία τον Φεβρουάριο;

Στην παρουσίαση του άλμπουμ που θα γίνει το Σάββατο 27 Φεβρουαρίου, στις 19.00, στην Παλιά Hλεκτρική στη Λευκωσία θα μιλήσουν δύο πολύ αγαπημένοι μου άνθρωποι που τους εκτιμώ ιδιαίτερα. Η συγγραφέας Ελένη Ξένου και ο αρθρογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός Γιώργος Πίττας. Θα ακολουθήσει πάρτι με δικές μου μουσικές επιλογές καθώς θα αναλάβω καθήκοντα DJ.

Πού βρίσκουμε το νέο δίσκο σου στην Κύπρο αλλά και διαδικτυακά, και πού τις παλαιότερες δουλειές σου;

Μπορεί κάποιος να απευθυνθεί στο Musical Paradise που είναι ο διανομέας στην Κύπρο για να το παραγγείλει αλλά και σε άλλα δισκοπωλεία κατόπιν παραγγελίας. Διαδικτυακά στα iTunes, στο www.reloadstores.gr και μέσω της ιστοσελίδας μου www.mariapanosian.com. Αν θέλει κάποιος να ακούσει τη μουσική μου μπορεί να το κάνει μέσω της σελίδας μου, www.soundcloud.com/mariapanosian.

 

 

 

* Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε αρχικά στο περιοδικό Time Out Cyprus, τεύχος Φεβρουαρίου.


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ