Πόσο ασφαλής πρέπει να νιώθει η Κύπρος;

Αφορμή για αυτό το άρθρο αποτέλεσε η -επί μέρες- «ανάλυση» ενός όχι και τόσο σοβαρού θέματος που «αναστάτωσε» την κυπριακή κοινωνία -των social media και όχι μόνο.

 


Article featured image
Article featured image

Χωρίς περιπαικτική διάθεση αναρωτηθήκαμε τι θα γινόταν αν… αναλύαμε τόσο πολύ κάτι άλλο, ενδεχομένως πιο «σοβαρό»; Αυτή η ατάκα-ψευδαίσθηση ειπώθηκε σε μια συζήτηση στο γραφείο, για να την ακολουθήσει η ερώτηση-πρόκληση «σαν τι;».

Δεδομένο 1: Η παγκόσμια πολιτική σκηνή είναι αυτή τη στιγμή ένα μπάχαλο, ακόμη κι αν κανείς επιλέξει συνειδητά να παραμείνει ενεργός και να μην ακολουθήσει το κυριάρχο ρεύμα της αποχής και της απαξίωσης (αυτό καταγράφεται πια σχεδόν σε κάθε εκλογική αναμέτρηση), δυσκολεύεται όχι απλά να αποκρυπτογραφήσει τον διπλωματικό λόγο και τις πολιτικές πράξεις αλλά και τον ακολουθήσει.

Δεδομένο 2: Ως χώρα, ας είμαστε ειλικρινείς, έχουμε κοντή μνήμη. Αυτό δεν μπορεί να θεωρείται αποκλειστικά και μόνο δικό μας κουσούρι, ανταγωνιζόμαστε με όλους, έχω ακούσει ιστορικούς κατά καιρούς να λένε πως, κάθε γενιά μπορεί να αφομοιώσει ως γεγονότα, μόνο την ιστορία 100 ετών, πάνω-κάτω, αυτήν δηλαδή που ακούει από σόι, διηγήσεις από πρώτο χέρι γονιών και παππούδων. Όλα τα άλλα φαντάζουν και λίγο ως μύθος και αυτό είναι καθ’ όλα λογικό. Όμως, ένας λαός -κάθε λαός-, οφείλει, να παραμένει ενημερωμένος, να αναγνωρίζει ιστορικές ομοιότητες παρελθόντος-παρόντος (και όχι αποκλειστικά της δικής του ιστορίας), τόσο για να μην πέσει στις ίδιες παγίδες αλλά και για να μην πιαστεί ‘στον ύπνο’ και τον προλάβουν οι εξελίξεις, όταν μάλιστα οι ενδείξεις είναι όλες εκεί. Και ειδικά όταν μία και μόνο γενιά του έχει ζήσει ανεξάρτητη, ή τουλάχιστον κατά το ήμισυ αφού και αυτή της η ελευθερία είναι κουτσουρεμένη, μισή.

 



 

Αν δεις αποσπασματικά όλα όσα γίνονται στην παγκόσμια σκηνή, τότε σχεδόν τίποτα απ’ όλα αυτά, με εξαίρεση τα της περιοχής μας, δεν μας αφορούν, άμεσα και βραχυπρόθεσμα. Να τα πάρουμε ένα-ένα;

-Την εσωστρέφεια και αναζήτηση συμμάχων από πλευράς Βρετανίας, στην μετά Brexit δημοψηφίσματος εποχή.

-Την εκλογή Τραμπ, την όποια νέα εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α και την όποια διπλωματική κατεύθυνση της Αμερικής σήμερα.

-Την κατάσταση στην Ευρώπη τώρα, με την άνοδο του ευρωπαϊκού σκεπτικισμού, τις επερχόμενες εκλογές σε Γαλλία και Γερμανία και την άνοδο της ακροδεξιάς.

-Τι γίνεται όμως όταν σε όλα αυτά, προσθέσεις, αυτό μόνο. Την οικονομικά γονατισμένη Ελλάδα και τα επεκτατικά οράματα και τις προκλήσεις Ερντογάν, που είναι πια έκδηλα.

Αν κάνεις ένα βήμα πίσω και τα ερμηνεύσεις όλα αυτά, στο σύνολό τους, αναζητώντας μελλοντικές συνέπειές τους, τότε πολύ πιθανόν να τρομάξεις. Δεν βγάζουμε συμπεράσματα, ζητήσαμε όμως την άποψη των ειδικών, 3 πολιτικών αναλυτών για την ακρίβεια, ρωτώντας τους ευθέως:

Με βάση τα πιο πάνω πολιτικά γεγονότα, πόσο ασφαλής μπορεί να νιώθει σήμερα η Κύπρος;

Y.Γ. Ναι, μας βγήκε λίγο μεγάλο το κείμενο. Αν αξίζει όμως σήμερα να διαβάσεις κάτι, ενδεχομένως αυτό να είναι το πιο κάτω κείμενο-ανάλυση.

 

Επιμέλεια: Γιάννης Πέτεβης

 

Δρ. Ζήνωνας Τζιάρρας, Λέκτορας Σπουδών Ασφάλειας & Διπλωματίας,, Πανεπιστήμιο UCLan Cyprus

H χρονική περίοδος που διανύουμε βρίσκει το διεθνές σύστημα σε μια ιδιαίτερα ασταθή γεωπολιτική και οικονομική συγκυρία. Αυτό οφείλεται αφενός σε παλιά προβλήματα που επιδεινώνονται όπως η οικονομική κρίση και οι συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή με όλες τους τις επιπτώσεις. Αφετέρου οφείλεται σε διάφορα είδη αλλαγών ή ανακατατάξεων οι οποίες παράγουν αβεβαιότητα και ενίοτε δημιουργούν νέα προβλήματα. Η εκλογή του Ντόλαντ Τράμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών, η εν εξελίξει διαδικασία του λεγόμενου «BREXIT», οι συνομιλίες για την επίλυση του Κυπριακού και η έκρυθμη κατάσταση στην ευρύτερη μας γειτονία είναι μερικά από τα πολυάριθμα παραδείγματα.

Παρά τα διάφορα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Κύπρος στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της περιβάλλον, με προεξέχον το Κυπριακό, αποτελεί ακόμα θα έλεγε κανείς μια νησίδα σταθερότητας και σχετικής ειρήνης. Ωστόσο οι εξελίξεις σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο δεν την αφήνουν ανεπηρέαστη ενώ είναι γενικά γεγονός πως καθίσταται βαθμιαία δυσκολότερο για τα κράτη, πόσω μάλλον για τα μικρά κράτη, να διαχειριστούν τους ραγδαίους ρυθμούς με τους οποίους κινείται πλέον η παγκόσμια πολιτική και οικονομική σκηνή. Τούτων λεχθέντων, θα μπορούσαμε να ιεραρχήσουμε δύο βασικές προκλήσεις ως τις σημαντικότερες που θα δοκιμάσουν την ευρύτερη ασφάλεια της Κύπρου: α) το Κυπριακό και οι διάφορές του διαστάσεις και β) η οικονομία.


Θα πρέπει να παραδεχτεί κανείς ότι η οικονομική κρίση στην Κύπρο δεν έχει περάσει.


Ενώ εδώ επικεντρωνόμαστε στην πρώτη, θα πρέπει να παραδεχτεί κανείς ότι η οικονομική κρίση στην Κύπρο δεν έχει περάσει. Εδώ και αρκετό καιρό η αγορά και οι περισσότεροι τομείς της πραγματικής κυπριακής οικονομίας δεν ευημερούν ενώ, με άνοδο της γενικής ανεργίας στο 14,3% και της ανεργίας ανάμεσα στους νέους (κάτω των 25 ετών) στο 32,8%, θα λέγαμε ότι δεν «ευημερούν» ούτε τα νούμερα. Δεδομένου ότι η Κύπρος επηρεάζεται από τις αλληλένδετες δυναμικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, θα προσθέταμε ότι τόσο το «BREXIT» και η ελληνική οικονομική κρίση όσο και η ευρύτερη κρίση της Ευρωζώνης έχουν αρνητικό αντίκτυπο και στην Κύπρο. Η οικονομική ανασφάλεια έχει αλυσιδωτές και πολυεπίπεδες επιπτώσεις σε μια χώρα –πολιτικές, κοινωνικές, ψυχολογικές και άλλες.

Αναφορικά με το Κυπριακό, τα ανά χείρας δεδομένα και οι εξελίξεις δεν επιτρέπουν ιδιαίτερη αισιοδοξία. To υπεραισιόδοξο όραμα του Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, για περιφερειακή ηγεμονία και οι διεργασίες εντός Τουρκίας για το συνταγματικό δημοψήφισμα του Απριλίου, του αφήνουν λίγα έως και καθόλου περιθώρια για ελιγμούς ή υποχωρήσεις στο θέμα του Κυπριακού. Το δε σενάριο συνεργασίας του τουρκικού κυβερνώντος κόμματος (ΑΚΡ) με το εθνικιστικό κόμμα (ΜΗΡ) μετά το δημοψήφισμα μειώνει ακόμα περισσότερο τις ελπίδες για μια εποικοδομητική διαπραγματευτική διαδικασία και μια θετική έκβαση. Εξάλλου, στο εσωτερικό κυπριακό μέτωπο φαίνεται ότι η έναρξη της προεκλογικής διαδικασίας για τις προεδρικές του 2018 έχουν θέσει σε κίνηση διάφορες δυναμικές που σχετίζονται με μικροπολιτικά και μικροκομματικά συμφέροντα τα οποία δύνανται να δυναμιτίσουν τη διαπραγματευτική διαδικασία. Αντίστοιχες δυναμικές υπάρχουν βεβαίως και στις κατεχόμενες περιοχές.

Σε ό,τι αφορά τη διεθνή διάσταση του Κυπριακού προβλήματος, η εκλογή Τράμπ στις ΗΠΑ θα μπορούσε θεωρητικά να λειτουργήσει υπέρ της Κυπριακής Δημοκρατίας δεδομένου ότι ο νέος Αμερικανός πρόεδρος θα ήταν διατεθειμένος να διατηρήσει σκληρότερη στάση απέναντι στην Τουρκία και να την πιέσει για υποχωρήσεις. Σε αυτή τη θεώρηση προστίθεται το γεγονός ότι ο πρόεδρος Τράμπ πλαισιώνεται από άτομα όπως ο Στιβ Μπάνον και ο Ρεξ Τίλερσον (Διευθύνων Σύμβουλος της ExxonMobil, εταιρίας που εμπλέκεται στις έρευνες υδρογονανθράκων στην κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη). Η πραγματικότητα είναι ότι η διπλωματική κατεύθυνση της προεδρίας Τράμπ δεν έχει ακόμα ξεκαθαρίσει πλήρως. Πάντως οι πρώτες κινήσεις δείχνουν ότι οι ΗΠΑ έχουν ακόμα ανάγκη την Τουρκία στο θέμα της Συρίας και της καταπολέμησης του λεγόμενου Ισλαμικού Κράτους γι’ αυτό και την στηρίζουν, τουλάχιστον σε επίπεδο ρητορικής. Παρόμοια στήριξη λαμβάνει και από τη Βρετανία, τη Γερμανία και όχι μόνο χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχει άλλες διαφορές μαζί τους –κάθε άλλο. Σε κάθε περίπτωση, η «μεταβλητή Τράμπ» δεν θεωρείται επαρκώς σημαντική για μια θετική κατάληξη στο Κυπριακό, ιδιαίτερα όσο η εξωτερική πολιτική του νέου πλανητάρχη υπολείπεται συνοχής και αποφασιστικής κατεύθυνσης.

Συνοψίζοντας, η Κύπρος θα παραμείνει εν πολλοίς ασφαλής στο εγγύς και μεσοπρόθεσμο μέλλον με τους σχετικούς όρους που υφίσταντο μέχρι στιγμής. Ωστόσο, η οικονομία, ελλείψει σωστής διαχείρισης, μπορεί σύντομα να επιδεινωθεί ενώ μακροπρόθεσμα η μη-λύση του Κυπριακού μπορεί να δημιουργήσει καινούργιες απειλές ασφάλειας: γεωπολιτικές, πολιτισμικές, δημογραφικές κ.α. Τέλος, μολονότι η Κύπρος αντιμετωπίζει σχετικά χαμηλή επικινδυνότητα από απειλές που είναι υψηλού ρίσκου στην Ευρώπη, όπως η τρομοκρατία και οι μεγάλες προσφυγικές ροές, θα πρέπει –τουλάχιστον λόγω γεωγραφικής θέσης– να υπάρχει επαρκής προετοιμασία για την πρόληψη και αντιμετώπιση των συναφών κινδύνων.

 

 

Άννα Κουκκίδης-Προκοπίου, Διεθνολόγος, μέλος του Συμβουλευτικού Σώματος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας

Το 2016 ήταν η χρονιά των μεγάλων ανατροπών και η Κύπρος δεν θα μπορούσε να παραμείνει ανεπηρέαστη από τα παγκόσμια γεγονότα. Σφράγισε αμετάκλητα την επιστροφή της Ρωσίας ως υπερδύναμης, με την παράλληλη ενδυνάμωση ακόμα δύο σημαντικών παικτών στο διεθνές γίγνεσθαι- της Κίνας και του Ιράν. Και οι τρεις αυτές χώρες (το Ιράν σε πολύ μικρότερο βεβαίως βαθμό) αμφισβητούν την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, με αφορμή πρωτίστως την άρνηση της Ουάσινγκτον να κάνει παιγνίδι στη Μέση Ανατολή και εν μέρει στον Ειρηνικό και δευτερευόντως, με εφαλτήριο τη δίψα και της Μόσχας και του Πεκίνο για ανοίγματα πέρα των παραδοσιακών σφαιρών επιρροής τους, ειδικότερα με την ενίσχυση της στρατιωτικής και ναυτικής τους παρουσίας σε προηγουμένως «δύσβατες» προς αυτούς γεωγραφικές ζώνες, συμπεριλαμβανομένης και της Ανατολικής Μεσογείου.

Το γεγονός αυτό έχει επιφέρει αλλαγές στο προηγούμενο ισοζύγιο δυνάμεων, κάτι που αναμφισβήτητα θα συνεχιστεί, εάν η διακυβέρνηση Τραμπ προχωρήσει στους ίδιους με τον Ομπάμα ρυθμούς, ενισχύοντας τον Αμερικανικό απομονωτισμό στα πλαίσια του συνθήματος «America First». Θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε πρώτα αν οι διακηρύξεις Τραμπ μετουσιωθούν σε πράξεις, αλλά η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να προσαρμόσει τον πολιτικό της προσανατολισμό στα νέα αυτά δεδομένα, δίνοντας την απαιτούμενη σημασία πλέον στα δύο μέλη του Συμβούλιου Ασφαλείας τα οποία και ουσιαστικά απουσίαζαν μέχρι πρότινος από τη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού- την Κίνα και ειδικότερα, τη Ρωσία. Μια μονοδιάστατη πολιτική προσανατολισμένη μόνο στα περιφερόμενα υπό το καμουφλάζ των Ηνωμένων Εθνών Αμερικάνικα και Βρετανικά συμφέροντα στην περιοχή, υποβασταζόμενη από δυσανάλογες προσδοκίες από την αποδυναμωμένη πλέον ΕΕ, θα αποτελέσει πηγή ρίσκου για την ασφάλεια των συμφερόντων του Κυπριακού κράτους.


Το 2017 θα είναι μια χρονιά ακόμα μεγαλύτερων ανατροπών από ότι το 2016, αν λάβουμε υπόψη και τις επικείμενες εκλογές σε Γαλλία και Γερμανία, όπως επίσης και την έναρξη της διαδικασίας του Brexit, μέσα στους κόλπους της κλυδωνιζόμενης Ευρώπης.


Καλό θα ήταν επίσης να αντιληφθούμε πως οι θαλάσσιες οδοί και οι φυσικοί πόροι της περιοχής μας, αποτελούν το μήλο της Έριδος για μικρούς και μεγάλους παίκτες, των οποίων τα θαλάσσια αντανακλαστικά έχουν αρχίσει να αντιδρούν και γρήγορα και πολλαπλασιαστικά. Η Ρωσία έχει ήδη προχωρήσει σε μια παγκόσμια θαλάσσια αναδίπλωση (επαναδραστηριοποιώντας, τη βάση Γέλτσιν στην Αρκτική και τις εγκαταστάσεις της στις Κουρίλες Νήσους - κάτι που τη φέρνει σε ανοικτή αντιπαράθεση με την Ιαπωνία, παραδοσιακό σύμμαχο των ΗΠΑ και ενισχύοντας τη βάση του Καλίνινγκραντ στη Βαλτική).

Η Κίνα εξοπλίζει το ίδιο γοργά στον στόλο της, του οποίου την ισχύ δεν διστάζει κατά διαστήματα να επιδείξει, ενώ ελέγχει προ πολλού και κατά πολύ τον ενεργειακό πλούτο της Αφρικανικής ηπείρου. Το Ιράν έχει προβεί σε ανάλογες προς το παρόν εξαγγελίες, σκοπεύοντας να χτίσει ναυτική βάση κοντά στον Κόλπο του Άδεν, προφανώς για να υποβοηθήσει και την εισροή πολεμικού εξοπλισμού στις σιιτικές στρατιωτικές οργανώσεις που χρηματοδοτεί και στηρίζει και δρουν στην περιοχή, αλλά και βεβαίως, για να βρίσκεται κοντά στη Διώρυγα του Σουέζ, με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται. Ας μην ξεχνούμε και τη σημερινή ενισχυμένη παρουσία της σιιτικής Χεζμπολλάχ στα παράλια της Συρίας και του Λιβάνου. Ταυτόχρονα, το ασταθές, ημι-δικτατορικό καθεστώς Έρντογαν στην Τουρκία, όπως και το φίλια προσκείμενο προς τον Ελληνισμό Ισραήλ, έχουν επίσης, δώσει αυξημένη έμφαση τα τελευταία χρόνια στο στόλο που κτίζουν και εξοπλίζουν συνεχώς, με την Τουρκία να διεκδικεί ανοικτά πλέον το Αιγαίο και το Ισραήλ να επεκτείνει το στρατηγικό του βάθος προς τα έξω, αφού είναι αδύνατον να το πράξει αυτό στη ξηρά.

Τα πιο πάνω δεδομένα θα πρέπει να αποτελέσουν πηγή προβληματισμού για την ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία βρίσκεται στο κέντρο μιας θαλάσσιας περιοχής, η οποία αποτελεί σημερινή αρένα διεκδικήσεων και πιθανότατα μελλοντική πηγή ανάφλεξης. Επιπρόσθετα, οι ασύμμετρες τρομοκρατικές απειλές που θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε, ειδικά σε περίπτωση περαιτέρω εκμετάλλευσης του υποθαλάσσιου φυσικού πλούτου του νησιού, πολλαπλασιάζονται κι αυτές από την ανυπαρξία ή/και αδυναμία ελέγχου των χωρικών υδάτων του νησιού από την Κυπριακή Δημοκρατία.

Καταληκτικά, το 2017 θα είναι μια χρονιά ακόμα μεγαλύτερων ανατροπών από ότι το 2016, αν λάβουμε υπόψη και τις επικείμενες εκλογές σε Γαλλία και Γερμανία, όπως επίσης και την έναρξη της διαδικασίας του Brexit, μέσα στους κόλπους της κλυδωνιζόμενης Ευρώπης, η οποία οπωσδήποτε δεν αποτελεί πόλο σταθερότητας όπως παλαιότερα.

 

 

Δρ. Μιχάλης Κοντός, Λέκτορας Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας

Ο Τούρκος Πρόεδρος αναμένεται εκτός συγκλονιστικού απροόπτου να πετύχει την αναθεώρηση του συντάγματος που, ως αποτέλεσμα, θα έχει την υπερσυγκέντρωση εξουσιών στο πρόσωπό του. Κατά συνέπεια, μπορούμε να αναμένουμε ότι η τρέχουσα κατεύθυνση, θα συνεχίσουν και θα εδραιωθούν. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να αναμένουμε τη συνέχιση της νέο-οθωμανικής προσέγγισης και της συνεπαγόμενης προσπάθειας εδραίωσης της τουρκικής επιρροής ή ακόμη και ανάπτυξης τουρκικής ηγεμονίας στην ευρύτερη περιοχή. Δεδομένων όμως των δυσκολιών που αντιμετωπίζει αυτός ο σχεδιασμός εξ αιτίας της ύπαρξης ανταγωνιστικών παιχτών ισοδύναμου ή παρόμοιου εκτοπίσματος (π.χ. Ιράν, Σαουδική Αραβία, Ισραήλ, Αίγυπτος), αλλά και του ενδιαφέροντος των μεγάλων δυνάμεων (ΗΠΑ, Ρωσία, ίσως και Κίνα), το ηγεμονικό όραμα της Άγκυρας περιορίζεται στην προσπάθεια εδραίωσης της τουρκικής υπεροχής εντός ενός στενού γεωγραφικού τόξου, το οποίο όμως περιλαμβάνει την Κύπρο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ακόμη και αν η Τουρκία εκδηλώσει στο άμεσο μέλλον βούληση μεταστροφής προς την κατεύθυνση της λύσης του Κυπριακού, ο στρατηγικός στόχος της εδραίωσης της τουρκικής ηγεμονίας επί της Κύπρου θα παραμένει αταλάντευτος και η όποια διευθέτηση θα γίνει αποδεχτή από την Άγκυρα στο βαθμό που θα εξυπηρετεί αυτό τον στόχο. Υπό αυτή την έννοια, οι παρούσες συνθήκες δεν φαίνεται να ευνοούν την οριστική επίλυση του Κυπριακού με τρόπο που να διασφαλίζεται η ενότητα, η κυριαρχία και η λειτουργικότητα του κράτους.

Επιπλέον, τα όσα τεκταίνονται διεθνώς, με κυριότερα το Brexit, την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού στην Ευρώπη και την εκλογή Τραμπ, διαμορφώνουν ένα πολύπλοκο διεθνές σκηνικό, αλλά και προοιωνίζονται μια νέα -υπό διαμόρφωση- τάξη πραγμάτων με τα εξής χαρακτηριστικά: ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα με πολλαπλά περιφερειακά κέντρα ισχύος, μερική αναστροφή της φιλελεύθερης οικονομικής θεώρησης της μεταψυχροπολεμικής εποχής, ένταση στις δια-πολιτισμικές σχέσεις και, κατά συνέπεια, συνέχιση του φαινομένου του ισλαμικού ριζοσπαστισμού και της τρομοκρατίας. Ο ρόλος του κράτους θα ενισχυθεί έναντι των αγορών, όχι μόνο εξ αιτίας των τάσεων οικονομικού προστατευτισμού που αναφύονται, αλλά και λόγω του ρόλου που οι κοινωνίες απαιτούν πλέον να επιτελέσει στον τομέα της εσωτερικής ασφάλειας, ελέω τρομοκρατίας.


Οι παρούσες συνθήκες δεν φαίνεται να ευνοούν την οριστική επίλυση του Κυπριακού με τρόπο που να διασφαλίζεται η ενότητα, η κυριαρχία και η λειτουργικότητα του κράτους.


Κατά συνέπεια, διαμορφώνονται κάποιες αντίρροπες τάσεις που ίσως επηρεάσουν την Κύπρο με διάφορους τρόπους. Π.χ. ποιος θα είναι ο ρόλος της Τουρκίας στην υπό διαμόρφωση νέα ισορροπία δυνάμεων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και πόσο σημαντικός θα κριθεί για τις μεγάλες δυνάμεις; Τελευταία αυτός φαίνεται να ενισχύεται σημαντικά λόγω της διαδικασίας της Αστάνα για το συριακό, ενώ και η διοίκηση Τραμπ φαίνεται να υπολογίζει στην Άγκυρα για την αντιμετώπιση του «Ισλαμικού Κράτους». Από την άλλη, η ολοένα και απομακρυνόμενη προοπτική της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, δημιουργεί την ανάγκη για νέες στρατηγικές προσεγγίσεις σε σχέση με τους μοχλούς πίεσης που η πλευρά μας διαθέτει έναντι της τουρκικής στάσης στο κυπριακό. Παρομοίως, η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση αναδιατάσσει το ισοζύγιο δυνάμεων στην Ευρώπη, ενώ δημιουργούνται νέα πεδία συναντίληψης με την Άγκυρα, ίσως όμως και με την Κυπριακή Δημοκρατία, όπως μαρτυρεί η έναρξη διαλόγου για αμυντικά θέματα μεταξύ των δύο πλευρών. Τέλος, η ανάπτυξη των εξωτερικών σχέσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας με περιφερειακούς δρώντες, στη βάση κοινών ενεργειακών σχεδιασμών και υπολογισμών ασφαλείας, αναμένεται να συνεχιστεί και να αποτελέσει το σημαντικότερο στρατηγικό πλεονέκτημά της εν όψει των σημαντικών ανακατατάξεων που λαμβάνουν (και θα συνεχίσουν να λαμβάνουν) χώρα στην περιοχή. Η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να αναβαθμίσει ακόμη περισσότερο τον περιφερειακό της ρόλο, συνάρτηση της χρησιμότητάς της ως παράγοντας σταθερότητας και κόμβος διεθνών και περιφερειακών συνεργασιών, ο οποίος θα πρέπει να παραμείνει εκτός του ασφυκτικού εναγκαλισμού ιδιοτελών συμφερόντων τρίτων κρατών.


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ