Κι αν τελικά δεν μας εκδικηθεί η φύση;

Ποιος θα αναλάβει τις ευθύνες και το κόστος για όλες αυτές τις ανεξέλεγκτες παραβιάσεις που συντελούνται εις βάρος της κυπριακής φύσης; 

 


Article featured image
Article featured image

Μια φωτογραφία που κυκλοφορεί στα social media εδώ και μερικές ημέρες στάθηκε η αφορμή για να ανοίξει ξανά ένας νέος κύκλος συζητήσεων για το τι εστί παράνομο και τι ηθικό σε σχέση με θέματα περιβάλλοντος και παραβίασης του φυσικού πλούτου της Κύπρου.

«Να είσαστε σίγουροι ότι θα μας εκδικηθεί η φύση», λέει ένα σχόλιο κάτω από τη φωτογραφία κι εμείς σκεφτόμαστε αν αυτό που πρέπει να κάνουμε τελικά είναι να περιμένουμε με σταυρωμένα χέρια για να δούμε κατά πόσο θα εκπληρωθούν τυχόν προφητείες...

Συγκεκριμένα, αυτή τη φορά τα βλέμματα στράφηκαν στην ανέγερση έξι πολυτελών κατοικιών (με πισίνα έκαστη), οι οποίες βρίσκονται στην περιοχή των Θαλασσινών Σπηλιών στην Πέγεια και συγκεκριμένα στην τοποθεσία «Σπήλιος της Φώκαινας». 

Πρόκειται για επαύλεις εκατομμυρίων ευρώ, αν λάβουμε υπόψη ότι η αξία της γης εκεί, σήμερα, εκτιμάται στα €2,1 εκατ. στη βάση των επίσημων εκτιμήσεων του Τμήματος Κτηματολογίου. Η εν λόγω ανάπτυξη θα καταλαμβάνει συνολικό εμβαδό 2.023 τ.μ., περίπου (701 τ.μ. το ισόγειο, 754 τ.μ. ο όροφος και 568 τ.μ. το υπόγειο), ενώ το προτεινόμενο τεμάχιο είναι έκτασης 10.253 τ.μ. Από τα 10.253 τ.μ. έκτασης γης, στην παραθεριστική ζώνη εμπίπτουν 4.080 τ.μ., τα δε υπόλοιπα εμπίπτουν εντός της ζώνης προστασίας της παραλίας. Δηλαδή, το 40% του τεμαχίου γης εμπίπτει εντός της Ζώνης Προστασίας της Παραλίας! Η κάθε κατοικία θα αποτελείται από 3 επίπεδα/ορόφους (υπόγειο, ισόγειο και όροφο).

 



Αρχικά, να διευκρινίσουμε πως το τεμάχιο στο οποίο ανεγείρονται οι επαύλεις είναι χαρακτηρισμένο ως Ζώνη Παραθεριστικής Κατοικίας (Π1), γεγονός που καθιστά εν μέρει νόμιμη μια κάποια οικιστική ανάπτυξη, ωστόσο η γειτνίαση με την περιοχή Natura 2000 και το γεγονός ότι σε μεγάλο μέρος του τεμαχίου η απόσταση από τον αιγιαλό δεν ξεπερνά τις 100 υάρδες ή τα 92,3 μέτρα, απόσταση που καθορίζεται από τον περί Προστασίας της Παραλίας Νόμο, δημιουργεί διάφορα ερωτήματα για το κατά πόσο η απόφαση του Τμήματος Περιβάλλοντος να αδειοδοτήσει τη συγκεκριμένη ανάπτυξη ήταν ορθή.

Όπως ανέφεραν στη CITY μέλη της Πρωτοβουλίας για την Προστασία των Φυσικών Ακτών, το Τμήμα Περιβάλλοντος στη συγκεκριμένη περίπτωση έδρασε αυτοβούλως παρακάμπτοντας τις προκαθορισμένες διαδικασίες οι οποίες έπρεπε να ακολουθηθούν πριν δοθεί άδεια. «Όταν ένα έργο γειτνιάζει με περιοχή Natura 2000 και ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στα αντικείμενα προστασίας, κάθε προτεινόμενη ανάπτυξη πρέπει να υποβάλλεται σε δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεων στους οικοτόπους, τη χλωρίδα και την πανίδα. Ως εκ τούτου η διαδικασία που ακολουθείται χωρίζεται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο είναι το περιβαλλοντικό και το δεύτερο το πολεοδομικό».

 



Σε σχέση με το περιβαλλοντικό στάδιο, όπως σημειώνουν, έγιναν κάποιες παρατυπίες στις διαδικασίες όσον αφορά την εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον. «Πριν προχωρήσουν οι διαδικασίες χορήγησης πολεοδομικής και οικοδομικής άδειας, το προτεινόμενο έργο έπρεπε να υποβληθεί σε Δέουσα Μελέτη Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον (ΔΜΕΕΠ) και Μελέτη Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον (ΜΕΕΠ). Όπως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε το Τμήμα Περιβάλλοντος αξιολόγησε μόνο μία Προκαταρκτική Εκτίμηση Επιπτώσεων στο Περιβάλλον (ΠΕΕΠ), δηλαδή έκανε το μίνιμουμ που θα μπορούσε να κάνει. Επιπλέον, η αξιολόγηση της ΠΕΕΠ έγινε από το ίδιο το Τμήμα Περιβάλλοντος και όχι από την Επιτροπή Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον, η οποία είναι καθ’ ύλην αρμόδια για την εξέταση τέτοιων ζητημάτων».

Αυτό ήταν και το δεύτερο λάθος του Τμήματος, αναφέρουν, αφού εκ πρώτης αξιολόγησαν ΔΜΕΕΠ για να εξετάσουν όλες τις πιθανές επιπτώσεις στα αντικέιμενα προστασίας των περιοχών Natura 2000 από μία τέτοια ανάπτυξη, ενώ στη συνέχεια αποφάσισαν αυτοβούλως για την αδειοδότηση του έργου αγνοώντας την αρμόδια Επιτροπή. «Το Τμήμα Περιβάλλοντος έβγαλε τη σχετική γνωμάτευση τον Μάρτιο του 2017, στη συνέχεια δόθηκαν και όλες οι υπόλοιπες άδειες από το κράτος και τις τοπικές αρχές και το καλοκαίρι του ίδιου έτους ξεκίνησαν οι εργασίες, οι οποίες έχουν φτάσει στο σημείο που φαίνεται στη φωτογραφία».

 



Η εκτίμηση του Τμήματος Περιβάλλοντος

Σύμφωνα με την Προκαταρκτική Έκθεση Επιπτώσεων που κατέθεσε το Τμήμα Περιβάλλοντος, και αφορά μόνο το στάδιο της κατασκευής των κατοικιών, ως πιο σημαντικές πηγές περιβαλλοντικής επιβάρυνσης αναφέρονται

1. Ο όγκος των αδρανών υλικών που θα προκύψουν από τις εργασίες ανέγερσης του έργου, ο οποίος εκτιμάται περίπου στο 260 κ.μ και μέρος του θα επαναχρησιμοποιηθεί για επιχωματώσεις και τοπιοτέχνηση του έργο, ενώ η περίσσεια θα παραληφθεί από αδειοδοτημένους φορείς συλλογής και μεταφοράς αποβλήτων.

2. Τα αυξημένα επίπεδα θορύβου κυρίως από την λειτουργία των βαρέων μηχανημάτων.

3. Η εκπομπή αέριων ρύπων/σκόνης θα είναι μικρές

4. Η αφαίρεση αριθμού χαμηλών θάμνων







Θέση Περιβαλλοντικής Αρχής

Η Περιβαλλοντική Αρχή, αφού έλαβε υπόψη την Προκαταρκτική Έκθεση Επιπτώσεων στο Περιβάλλον και τις Θέσεις των μελών της Επιτροπής και των διαφόρων Τμημάτων και Υπηρεσιών, εισηγείται όπως το προτεινόμενο έργο αδειοδοτηθεί με προϋπόθεση την ενσωμάτωση των όρων που επισυνάπτονται στο Παράρτημα.   

Η Πρωτοβουλία για την Διάσωση των Φυσικών Ακτών αξιολογεί τόσο την ΠΕΕΠ που υπέβαλε η αιτήτρια εταιρεία όσο και την Γνωμάτευση που εξέδωσε το Τμήμα Περιβάλλοντος ως ιδιαίτερα προβληματικές, καθώς παρουσιάζουν σοβαρά κενά και ανεπάρκειες.

Ο Κλείτος Παπαστυλιανού, περιβαλλοντικός ακτιβιστής και Εκπρόσωπος της Πρωτοβουλίας για την Προστασία των Φυσικών Ακτών, αναφέρει στη CITY: «Η περιβαλλοντική χορήγηση του έργου, αποτελεί σαφή παραβίαση των προνοιών των οδηγιών ης ΕΕ για τη διατήρηση της φύσης». Οι επιπτώσεις που θα επέλθουν στην περιοχή προστασίας της φύσης, το περιβάλλον και το τοπίο, συνεχίζει, είναι πασιφανείς. Οι Θαλασσινές Σπηλιές όπως διευκρινίζει, που βρίσκονται στο κάτω μέρος του τεμαχίου είναι χαρακτηρισμένες ως κρατική δασική γη, η οποία εμπίπτει εντός του Κρατικού Δάσους Αγίου Γεωργίου και του Εθνικού Δασικού Πάρκου Ακάμα, επειδή φιλοξενούν είδη του Κόκκινου Βιβλίου της Χλωρίδας της Κύπρου.

Παράλληλα, οι Θαλασσινές Σπηλιές εμπίπτουν εντός της Ζώνης Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) και του Τόπου Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ) της Χερσονήσου του Ακάμα γιατί φιλοξενούν, σχεδόν απειλούμενα ή ακόμη και κρισίμως κινδυνεύοντα είδη άγριας πανίδας.

Τέλος, οι Θαλασσινές Σπηλιές εμπίπτουν σε πολεοδομική Ζώνη Προστασίας της Φύσης (Ζ1). «Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, οι επαύλεις χωροθετούνται στο τεμάχιο αρ.12, το οποίο εμπίπτει σε Ζώνη Παραθεριστικής Κατοικίας (Π1) και το τεμάχιο αρ.146, όπου βρίσκεται ο γκρεμός και οι σπηλιές, χωροθετούνται σε Ζώνη Προστασίας της Φύσης (Ζ1). Το γεγονός αυτό είναι παράλογο, όπως παράλογο είναι το γεγονός ότι ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση οι επαύλεις και οι πισίνες ανεγείρονται εντός της Ζώνης Προστασίας της Παραλίας, η οποία εμπίπτει εντός του τεμαχίου αρ.12. 

Εξού και λέμε ότι λανθασμένα αδειοδοτήθηκε μια τέτοια ανάπτυξη, αφού δεν ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία και δεν λήφθηκαν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής».

 



Παρόλα αυτά, όπως μαθαίνουμε, εκτός από τη συγκεκριμένη ανάπτυξη εκκρεμούν αιτήσεις για αδειοδότηση στην περιοχή και άλλων μεγαλύτερων αναπτύξεων όπως ενός ξενοδοχείου 8 ορόφων αλλά και ακόμη 44 πολυτελών κατοικιών με πισίνες και όλα τα συναφή.   

Πέραν όμως από τις ενδεχόμενες περιβαλλοντικές επιπτώσεις που μπορεί να προκληθούν από την ασύδοτη οικιστική ανάπτυξη στην περιοχή, οι οποίες εκτός από την υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος περιλαμβάνουν και ζητήματα αισθητικής, δημιουργούνται και διάφορα ερωτήματα σε σχέση με το κατά πόσο είναι ασφαλές να ανεγείρονται οικίες σε σημεία τα οποία υπόκεινται σε διάβρωση και είναι αμφιβόλου στερεότητας, όπως το σημείο που φαίνεται στη φωτογραφία. Προσπαθήσαμε να επικοινωνήσουμε με το αρμόδιο τμήμα για να μάθουμε αν έχουν εξετάσει το πιο πάνω δεδομένο, χωρίς όμως επιτυχία. Εντούτοις θα επικοινωνήσουμε ξανά και θα επανέλθουμε με περεταίρω πληροφορίες.

Πάντως, βάσει νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και εκ των υστέρων, δύναται να αξιολογηθεί ΔΜΕΕΠ που να εξετάζει τις επιπτώσεις στα αντικείμενα προστασίας των περιοχών Natura 2000 και οι εμπλεκόμενοι οφείλουν να ακολουθήσουν τα συμπεράσματα και τα μέτρα που θα προκύψουν από τα αποτελέσματα της μελέτης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το οικονομικόκόστος.

Ακόμη και αν αυτό σημαίνει κατεδάφιση των κτηρίων ή περιορισμό της ανάπτυξης. Και όπως ανέφερε στην CITY ο εκπρόσωπος της Πρωτοβουλίας για την Διάσωση των Φυσικών Ακτών, η Κυπριακή Δημοκρατία αντιμετωπίζει ήδη ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα λόγω της συστημικής ανεπαρκούς εφαρμογής των οδηγιών της ΕΕ για τη διατήρηση της φύσης. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «ήρθε η ώρα οι αρμόδιες αρχές να τεθούν προ των ευθυνών τους και να αντιληφθούν ότι οι παράτυπες αποφάσεις τους δεν θα γίνουν ανεκτές».

 

Πιο κάτω μια σχετική με την κεντρική φωτογραφία ανάρτηση του Επαρχιακού Γραμματέα των Οικολόγων Πάφου, Ανδρέα Ευλαβή:


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ