Πλατεία Κάνιγγος. Χτυπάει ένεση σε μια άκρη. Στέκομαι από πάνω του.
- Τι λες, θα τα καταφέρεις να ζήσεις;
- (Σηκώνει αργά το κεφάλι του). Προσπαθώ ρε φίλε, προσπαθώ… (αργή είναι και η ομιλία του).
- Εγώ λέω ότι θα πεθάνεις. Και σύντομα μάλιστα.
- Το ξέρω ρε φίλε, αλλά τι να κάνω… δεν έχω που να πάω… τι να κάνω… καταστράφηκα.
- Πώς σε λένε;
- Παύλο.
- Σκύψε το κεφάλι σου Παύλο να μην φαίνεσαι, να σε πάρω μια φωτογραφία, να δουν την κατάντια σου μπας και σώσουμε κανά παιδάκι.
- Πάρε με ρε φίλε, πάρε με… μακάρι να σωθούν τα παιδάκια, μακάρι μακάρι μακάρι…
Μακάρι.
Εικόνες καθημερινές, που τις έχουμε ξαναδεί δω και κει. Δεν συγκινούν πια κανέναν. Αν δεν δεις την εικόνα μπροστά στα μάτια σου, αν δεν μιλήσεις με αυτά τα ναυάγια της ζωής, αν δεν αντικρίσεις στα μάτια τους το θάνατο που ζυγώνει, δεν θα καταλάβεις τίποτα.
Αγκαλιάστε τα παιδιά σας. Το έχουν ανάγκη. Το φέισμπουκ, η καφετέρια και η καριέρα, μπορούν να περιμένουν. Αυτά όχι.
Μου ζήτησε χρήματα (γιατί «πεινάω μετά τη δόση ρε φίλε»). Του έδωσα. Ναι ξέρω, θα πάει να αγοράσει την επόμενη πρέζα. Μπορεί ναι, μπορεί όχι. Πόνταρα στο ναι της πείνας.
Κάπου εκεί ένας μαγαζάτορας απ’ απέναντι με είδε με τη μηχανή και άρχισε να βρίζει «αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι φωτορεπόρτερ… εκμεταλλεύεστε τον ανθρώπινο πόνο» και τα γνωστά. Δεν έδωσα σημασία στον «αλληλέγγυο».
- Τον ξέρεις Παύλο;
- Πώς δεν τον ξέρω… αφού εδώ είμαι κάθε μέρα.
- Ένα πιάτο φαΐ σού έχει δώσει ποτέ να φας;
- Έξυπνος φαίνεσαι… μη μου λες μαλακίες