«Όμορφες κοπέλες από τη Ρουμανία, δεν είναι ακριβές»

«Βρέθηκα μια νύχτα μ’ ένα φίλο σ’ ένα από τα μπαρ της παλιάς Λευκωσίας, που μετά τα μεσάνυχτα μετατρέπονται σε ανοιχτές πιάτσες με πόρνες και νταβαντζίδες».

 


Article featured image
Article featured image

Φωτογραφία: Cyprus Mail

 

Συνήθως περνάς από το σημείο με το αμάξι σου και κοιτάς διακριτικά, από φόβο ίσως και από συστολή. Δεν θες να σε πάρουν χαμπάρι ότι τις περιεργάζεσαι. Και νιώθεις κάτι περίεργο, μια λύπη, ίσως, μπορεί να νιώθεις και ηδονή και περιέργεια να μάθεις τι κάνουν, πώς το κάνουν.

Γυναίκες με τσιγάρο στο χέρι, ψηλές μπότες και στενά, μικροκαμωμένα ρούχα, που περιμένουν τον επόμενο. Αυτόν που θα τους κεράσει ποτό στο μπαρ και λίγο αργότερα θα πληρώσει να τις πάει στο σπίτι για να κάνουν σεξ. Δεν νιώθουν; Δεν νιώθουν πλέον.

Ο δημοσιογράφος Anthony Patch, όταν βρέθηκε στην Κύπρο πριν μερικούς μήνες είχε ακούσει για τα διάφορα «μπαράκια» στην παλιά Λευκωσία που εκτός από ποτό προσφέρουν κι άλλες υπηρεσίες. Αυτό ήταν αρκετό για να επισκεφθεί ένα απ’ αυτό κάποιο βράδι και να καταγράψει τα όσα έζησε εκεί.

 



Το αρχικό κείμενο γράφτηκε και δημοσιεύθηκε στα αγγλικά, πρώτη φορά στη Cyprus Mail.

Μπορείτε να το διαβάσετε πατώντας εδώ.



 

Γράφει ο Anthony Patch 

Μπαρ που πάνε άντρες για να συναντήσουν γυναίκες που προσφέρουν σεξουαλικές υπηρεσίες μπορείς να βρεις εύκολα στη Λευκωσία, ιδίως σε συγκεκριμένα σημεία της παλιάς πόλης. Το απόγευμα, η περιοχή είναι γεμάτη με ζευγάρια και οικογένειες, αλλά λίγο αργότερα, όταν οι πρώτοι πάνε στο σπίτι τους και  έρχονται τα μεσάνυχτα –γύρω στις 2 με 3 τα ξημερώματα- τα μπαρ μετατρέπονται σε πιάτσες για εργάτριες του σεξ, νταβαντζίδες και μεθυσμένους γέρους.

Την περασμένη Κυριακή, γύρω στις 2:30 τα ξημερώματα, ήθελα να πιώ μια μπίρα και φυσικά ήθελα να την πιώ σε ένα απ’ αυτά τα μπαρ. Επέλεξα ένα που βρισκόταν στα δεξιά, στον κύριο δρόμο. Από τα παράθυρα δεν μπορούσες να διακρίνεις και πολύ ξεκάθαρα τι γινόταν μέσα, αλλά μόλις εγώ και ο φίλος μου ανοίξαμε την κεντρική, ξύλινη πόρτα της εισόδου, πέσαμε πάνω στην πατρόνα η οποία σίγουρα ήταν πάνω από 50.  

Το μπαρ μύριζε ιδρώτα, τσιγάρα και μπίρα. Ο αέρας ήταν βαρύς και όλες οι μυρωδιές έντονες. Στην πίστα, μια γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας πετούσε χαρτοπετσέτες στον αέρα καθώς περνούσαμε μέσα από τον κόσμο. Φτάνοντας στο μπαρ, βρέθηκα ανάμεσα σε δύο άντρες που με κοιτούσαν περίεργα. Η barwoman –ντυμένη με ένα μαύρο κολάν- μας πρόσεξε αμέσως και μας έκανε νεύμα να φύγουμε από εκεί  Καταλήξαμε στην άκρη του μπαρ, σε απόσταση ασφαλείας από όλους, αλλά σε εξαιρετικό σημείο για να παρακολουθούμε την ιστορία τρόμου που διαδραματιζόταν μπροστά μας.

Ένας φαλακρός τύπος, λίγες σειρές μπροστά μας, έπαιζε με τα μαλλιά μίας νεαρής γυναίκας την ώρα που τα χέρια της ήταν τυλιγμένα στο λαιμό του. Ένας άλλος άντρας, γκριζομάλλης, προσπαθούσε να φιλήσει στο λαιμό ένα άλλο μελαμψό κορίτσι.

Μία άλλη bar woman εμφανίστηκε σε λίγο μπροστά μας με απορημένο ύφος. Έφερε δύο μπίρες, τις οποίες ήπιαμε σχεδόν αμέσως. Μόλις πρόσεξε ότι τις είχαμε πιει, έφερε ακόμη δύο λέγοντάς μας ότι ήταν κερασμένες. Σύντομα επέστρεψε με ένα μπολ φιστίκια, μήλο κομμένο σε φέτες, πατατάκια, ελιές και χούμους.  

 




Το μπαρ μύριζε ιδρώτα, τσιγάρα και μπίρα. Ο αέρας ήταν βαρύς και όλες οι μυρωδιές έντονες. Στην πίστα, μια γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας πετούσε χαρτοπετσέτες στον αέρα καθώς περνούσαμε μέσα από τον κόσμο.






Συνεχίζαμε να πίνουμε μπίρες με μεγάλη ταχύτητα, και αυτή συνέχιζε να μας ανανεώνει τα άδεια ποτήρια με γεμάτα. Αυτό συνεχίστηκε για ώρα, και θυμάμαι να αναρωτιέμαι γιατί το έκανε αυτό. Στην πορεία κατάλαβα ότι ήταν μία μέθοδος για να «μεθούν» τους άντρες και να δείχνουν ενδιαφέρον στις κοπέλες του μπαρ.

Η περιέργια καθάρισε το μυαλό μου και αποφάσισα να κάνω μια βόλτα στο χώρο. Λίγο πιο πίσω, σε μία γωνιά του μπαρ, τρεις κοπέλες κάθονταν στα πόδια τριών αντρών –έμοιαζαν συνταξιούχοι- και έπαιζαν μαζί τους. Ένας κύριος μεγάλης ηλικίας που βρισκόταν δίπλα μου, με είδε που τους κοίταζα, γυρίζει επάνω μου και μου λέει «αυτά είναι όμορφα κορίτσια από τη Ρουμανία –δεν είναι ακριβά».

Είχε πάει ήδη 4 το πρωί και το μαγαζί ήταν γεμάτο. Η πίστα ήταν λερωμένη και κολλούσε. Το κατάλαβα καθώς τη διέσχιζα για να πλησιάσω δύο κοπέλες που κάθονταν μόνες τους κοντά στην πόρτα. Με προσκάλεσαν να καθίσω μαζί τους. Η μία από Ουκρανία και η άλλη από Μολδαβία.

Η Μολδαβή με ρώτησε αν ήθελα να καθίσουμε μόνοι μας σε ένα τραπέζι και συμφώνησα. Όταν πήγε να αγγίξει το χέρι μου, μπόρεσα να διακρίνω ένα μειδίαμα στο πρόσωπό της, μία προσπάθεια να δείξει ότι νιώθει ηδονή. Η προσπάθεια για οικειότητα ήταν τόσο εκβιαστική και το άγγιγμα έγινε τόσο μηχανικά που σκέφτηκα πως πλέον πρέπει να έχει ξεχάσει πώς είναι να νιώθεις πραγματικά.  

Εκείνη τη στιγμή ένιωσα ότι ήταν η κατάλληλη για να κάνω τις ερωτήσεις που ήθελα. Ήθελα να μάθω πολλά, και κυρίως πώς κανονίζει κάποιος σεξ μαζί τους. Ένιωθα ντροπή που την εξαπατούσα. Με προσκάλεσε να πάω στο μπαρ μαζί της και να της αγοράσω ποτά, εξηγώντας μου ότι αυτά τα ποτά θα ήταν πολύ πιο ακριβά από τα κανονικά, αφού έτσι θα έβγαινε το νυχτοκάματό της.

Μάλλον θα είχε προσέξει στα μάτια μου ότι δίσταζα. Της εξήγησα ότι δεν ήθελα να το κάνω και της ζήτησα το τηλέφωνό της. Πίστευα ότι θα ήταν καλύτερα να της μιλήσω σ' ένα πιο ασφαλές περιβάλλον. Αρνήθηκε και τότε τη ρώτησα τι θα γινόταν μετά. Με είχε καταλάβει. Αφού αρνήθηκα να πληρώσω γι’ αυτήν, ήταν ξεκάθαρο ότι δεν ήμουν αληθινός πελάτης. Το φτηνό μου παιχνίδι είχε τελειώσει. «Τίποτα δεν θα γίνει. Αν θες να πάμε για ένα καφέ ή ψώνια αύριο και αυτό είναι όλο». Έκλεισα τη συζήτηση και έφυγα από το τραπέζι.


Ένιωθα ντροπή που την εξαπατούσα.


Πίσω στο μπαρ, οι κοπέλες συνέχιζαν να φέρνουν μπίρες ασταμάτητα κι εγώ προσπάθησα να πιάσω κουβέντα με τους άλλους άντρες γύρω μου. Έμοιαζαν μπερδεμένοι από την παρουσία μου εκεί, αλλά τους πίεσα θέλοντας να αποσπάσω μερικές πληροφορίες.

Μου εξήγησαν ότι οι περισσότερες γυναίκες εκεί μέσα ήταν από την ανατολική Ευρώπη. Τους ρώτησα εάν παρέχονται υπηρεσίες εντός του μπαρ, για να μου εξηγήσουν ότι αυτό ήταν παράνομο και παρακινδυνευμένο. Έπρεπε να πληρώσουν και να τις πάρουν στο σπίτι μαζί τους. Κάπου εκεί είχε τελειώσει η περίοδος χάριτός μου. Ένας νεαρός φουσκωτός άντρας με πλησίασε από πίσω ρωτώντας με επίμονα ποιος ήμουν. Μάταια προσπαθούσα να τον πείσω ότι ήμουν ένας μεθυσμένος τουρίστας. Συνέχιζε να με πιέζει. Όσο προσπαθούσα να βρω μια καλή δικαιολογία, ακόμη ένας άντρας παρόμοιας διάπλασης με πλησίασε. Ξαφνικά βρέθηκα περικυκλωμένος από δύο άγνωστους άντρες και πίσω μου τοίχος. Με κοίταξαν από την κορυφή μέχρι τα νύχια και μου ζήτησαν να φύγω. Έψαξα να βρω το φίλο μου, αλλά μάταια. Θα φύγω χωρίς αυτόν», τους λέω, αλλά πρώτα πρέπει να πληρώσω το λογαριασμό μου. Αυτές οι μικρές μπουκάλες μπίρας που ήταν δωρεάν, ξαφνικά έγιναν 5 ευρώ η μία. Δεν αντέδρασα, πλήρωσα και πήγα προς την πόρτα.

Καθώς έφευγα, κοίταξα τη γυναίκα για τελευταία φορά. Κρατούσε ένα τσιγάρο στο χέρι και πάνω από το κεφάλι της υπήρχαν κύκλοι καπνού. Το πρόσωπο και τα μάτια της ήταν άχρωμα, σκοτεινά. Κοίταξε το τασάκι, μετά εμένα και τέλος το μπαρ.

 

*Το κείμενο έχει αποδοθεί σε ελεύθερη μετάφραση.


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ