8 μαγαζιά της παλιάς πόλης που… είναι ακόμα εδώ

Article featured image
Article featured image

Κάποτε έσφυζαν από ζωή, το καμπανάκι της εισόδου δεν σταματούσε να χτυπά. Κόσμος μπαινόβγαινε, αγόραζε, μύριζε, διάλεγε, παραπονιόταν, συζητούσε.

Το ιστορικό κέντρο της Λεμεσού ήταν τότε ένα ανοιχτό εμπορικό κέντρο. Όλη η αγορά και οι υπηρεσίες της πόλης ήταν μαζεμένες εκεί. Είχε ζωή, όπως χαρακτηριστικά λένε οι παλιοί. Αυτοί που γνώρισαν μια άλλη Λεμεσό. Αυτοί που ήταν εκεί όταν τα πράγματα ήταν πιο απλά, πιο ανθρώπινα.



Γράφει ο Αχιλλέας Ρότας.



Η CITY Free Press κάνει μια βόλτα στο ιστορικό κέντρο της πόλης και ανακαλύπτει συνοικιακά καταστήματα που άντεξαν στο χρόνο.

Ανθρώπους που ανοίγουν τη πόρτα του μαγαζιού τους την ίδια ώρα, εδώ και 40, 50 ή 60 χρόνια, άσχετα αν πλέον οι πελάτες είναι ελάχιστοι ή και καθόλου.

 


«Ο μόνος λόγος που μεινίσκω είναι γιατί ποσκολιούμαι. Διά μου ζωή να έρκουμαι το πρωί να αννοίω το μαγαζί».

 




Κυνηγετικά είδη ΜΗΛΗΣ

Ένα μικρό δωματιάκι πάνω στο δρόμο, φάτσα να φαίνεται. Ο κύριος Μηλής, καθισμένος σε μια καρέκλα να διαβάζει εφημερίδα. «Πόσα χρόνια είστε εδώ;». «Σε αυτό το μαγαζί είμαι περίπου 40 χρόνια, πριν είχαμε ένα άλλο, μεγαλύτερο, πίσω στην Αγ. Ανδρέου. Δουλεύαμε μαζί με τη γυναίκα μου». Τη δουλειά την ξεκίνησε ο πατέρας του που ήταν κυνηγός και την συνέχισε ο ίδιος. «Τότε είχε πολλή δουλειά, ο κόσμος έρκετουν τζιαι εγόραζε πράματα. Τώρα τίποτε, κανένας πελάτης αραία τζιαι που. Ο μόνος λόγος που μεινίσκω είναι γιατί ποσκολιούμαι. Διά μου ζωή να έρκουμαι το πρωί να αννοίω το μαγαζί. Δεν μπορώ να σταματήσω. Δαμέ εγεννήθηκα, δαμέ θέλω να πεθάνω. Τώρα αλλάξαν πολλά τα πράματα. Δεν υπάρχει η δουλειά που υπήρχε πριν. Εμείς εξεκινήσαμε τούτην τη δουλειά, εκάμαμεν τη ζωή μας. Τώρα τι να κάμεις, πώς να αρκέψεις, πρέπει να έσιεις θκιο-τρεις δουλειές».





 

Φυτοφάρμακα-Λιπάσματα Αντώνης Κωνσταντίνου

Ο κ. Αντώνης μαζί με τη γυναίκα του Χρυσούλα, είναι μαζί για περισσότερο από μισό αιώνα. Το μαγαζί το άνοιξαν πριν 35 χρόνια όταν ήρθαν από τη Ν. Αφρική. Ιδιαίτεροι άνθρωποι, μόλις άκουσαν πώς είμαι δημοσιογράφος άρχισαν να μου κάνουν παράπονα για τους κυβερνόντες, για την πολιτεία, για την αδιαφορία που επιδεικνύουν στα προβλήματα τους. Η κ. Χρυσούλα δηλαδή, γιατί ο κύριος Κωνσταντίνος ήταν πιο ήρεμος, πιο πράος. Ήθελε να ακούσει πρώτα τι θέλω και μετά να δει αν θα μιλήσει. Το μαγαζί, αφημένο στο χρόνο. Λίγα φυτά, κάποιες σακούλες από λιπάσματα και πολλά κλουβιά με καναρίνια, αηδόνια και άλλα πτηνά. «Εγώ ήρθα από την Αφρική και είχα 3 μαγαζιά και 10 αυτοκίνητα που έκαναν τις μεταφορές. Για πολλά χρόνια η δουλειά επέταν, μετά εκουράστηκα και ήθελα την ησυχία μου. Άφησα μόνον ένα μαγαζί για να περνώ την ώρα μου και γιατί θέλω να ελπίζω σε καλύτερες ημέρες». Όπως μου είπαν, τα τελευταία 2-3 χρόνια οι πελάτες που μπαίνουν μέσα για να αγοράσουν κάτι είναι μετρημένοι. Δεν βγάζουν ούτε καν το ενοίκιο και τα πάγια έξοδα του μαγαζιού. «Με τις αλλαγές και την ανάπλαση, εδώκαν μας τη χαριστική βολή. Τζιαι να θέλει ο κόσμος να κατεβεί, δεν μπορεί. Που να παρκάρει; Παλιά ήταν δαμέ το κτηματολόγιο, το ταχυδρομείο, διάφορες υπηρεσίες. Εσχολάναν τζιαι έρκουνταν να αγοράσουν ότι ηθέλαν. Με το πανεπιστήμιο εσταματήσαν όλα τούτα. Τι να μας κάμει εμάς ο φοιτητής; Η αγορά της παλιάς Λεμεσού, που ήταν το καμάρι της πόλης, εκαταστράφηκε». Όταν ρώτησα αν τους ζητήθηκε η γνώμη τους, τότε που σχεδίαζαν τις αλλαγές και την ανάπλαση, χαμογέλασαν με πικρία. «Είμαστε τόσα χρόνια εδώ, είμαστε κομμάτι αυτής της περιοχής. Δυστυχώς μας ψάχνουν μόνο για φόρους και τέλη».





 


«Ξέρεις πόσο τζιαιρό ψάχνω κάποιον υπεύθυνο για να του μιλήσω, να του πω τα προβλήματα μας και είναι όλοι άφαντοι».




Μπακάλικο Τάκης Μιχαήλ

Ο κύριος Τάκης είναι στην περιοχή από το 1980. Πρόσφυγας από την Αμμόχωστο, την επιχείρηση την άνοιξε ο πατέρας του αρχικά, όταν πρωτοήρθαν ως πρόσφυγες και την συνέχισε εκείνος. «Τότε η περιοχή ήταν γεμάτη από παραδοσιακά καταστήματα, μπακάλικα, τσανγκάρηδες, τζιεροπούληες, ράφτες. Έβρισκες ότι ήθελες. Τωρά εμείναμεν ελάχιστοι που μετά βίας τα βγάζουμε πέρα». Μπακάλικα μείνανε μόνο 2 στην περιοχή και όπως μου λέει και ο ίδιος, δεν βλέπει να αντέχει για πολύ καιρό ακόμα, αφού βάζει από τη τσέπη. «Τα έξοδα είναι τεράστια και τα έσοδα ελάχιστα. Με την πεζοδρόμηση και τη μεταφορά των υπηρεσιών σε άλλες περιοχές, μας διέλυσαν. Μόνο παλιοί κάτοικοι της περιοχής και κάποιοι φοιτητές είναι οι πελάτες μας πλέον». Από αυτή την επιχείρηση ζουν στην ουσία τρεις οικογένειες ή τουλάχιστον προσπαθούν να ζήσουν. «Έχουμε μεγάλο παράπονο από τις Δημοτικές Αρχές, πραγματικά σου λέω δεν ξέρουμε που είναι όλα αυτά τα χρόνια. Ξέρεις πόσο τζιαιρό ψάχνω κάποιον υπεύθυνο για να του μιλήσω, να του πω τα προβλήματα μας και είναι όλοι άφαντοι». Σέσουλες, σακούλες από καραβόπανο, «αρμαρόλλες» με λουκάνικα και λούντζες. Μυρωδιές μιας άλλης εποχής, μιας Κύπρου αθώας, αγνής. «Δεν σκεφτήκατε να φύγετε, ή έστω να αλλάξετε το χώρο;». «Να ανακαινίσω τον χώρο, όχι. Θέλω να κρατήσω αυτή τη γραμμή. Να φύγω το σκέφτηκα και το σκέφτομαι, αλλά είναι πολλά τα λεφτά για μια τέτοια κίνηση, δεν είναι εύκολο. Ο ίδιος δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξος για το μέλλον, ούτε το δικό του ούτε της περιοχής, αφού όπως χαρακτηριστικά λέει «Η δική μου άποψη είναι πώς, η περιοχή δαμέ, σε λλία χρόνια θα γίνει γουμάς για πεζούνια».





 

Υαλοπωλείο Θέμης Κωνσταντίνου (Παιχνίδια - Κουζινικά - Souvenir)

Το κατάστημα άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες του πριν από 58 χρόνια. Ο πατέρας του κ. Κωνσταντίνου, ήταν ο μοναδικός τότε που εμπορευόταν τέτοια προϊόντα. Μπαίνοντας μέσα, αντικρίζεις κάθε λογής πράγματα, από παραδοσιακές λάμπες πετρελαίου, μέχρι κούκλες και βαλίτσες αεροπορικής εταιρείας. «Όταν ανέλαβα εγώ, μετά τον πατέρα μου, οι ανάγκες ήταν διαφορετικές, ο κόσμος άρχισε να ζητάει κι άλλα πράγματα και εμείς οφείλαμε να προσαρμοστούμε. Τώρα πάει κι αυτό. Πλέον τα μόνα είδη που πουλάμε, είναι τα παραδοσιακά που δεν τα βρίσκεις σε πολλά μέρη». Μου δείχνει με περηφάνια έναν οδηγό επιχειρήσεων του ‘60, με την επιχείρηση του πατέρα του καταχωρημένη μέσα και άλλες πολλές που έκλεισαν ή που υπάρχουν ακόμα. «Οι πελάτες μας ήταν η αφρόκρεμα της Λεμεσού, έρχονταν οι μάνες με τις κόρες τους και τους έφτιαχναν τη προίκα. Ύστερα άνοιξαν οι υπεραγορές και τα πολυκαταστήματα και εμείς μείναμε πίσω». Ο κ. Κωνσταντίνος, μου αναφέρει και αυτός το πρόβλημα των υπηρεσιών που μετακινήθηκαν και της πεζοδρόμησης. «Ήταν μεγάλο το πλήγμα για μας αυτή η κίνηση, φωνάζαμε τότε αλλά ποιος μας άκουγε». Για το μέλλον δε βλέπει κάποια ιδιαίτερη αλλαγή, άλλωστε κι ο ίδιος δεν συμπαθεί τις αλλαγές. «Θα το παραδώσω όπως το βρήκα και μετά ας το κάνουν ότι θέλουν».

 



 

Κουρείο Κυριάκος

13/09/1968, τότε ήταν που ο κ. Κυριάκος, λειτούργησε για πρώτη φορά το κουρείο του, απέναντι από την εκκλησία της Καθολικής. «Διατηρούσα κουρείο πριν πάω στρατό και μόλις απολύθηκα, άνοιξα το τούτο που βλέπεις και δεν έφυγα ποτέ, κάθε μέρα, την ίδιαν ώρα, ε να με έβρεις δαμέ να κάθομαι». Μικρό, απέχει πολύ από τα σύγχρονα κομμωτήρια της εποχής μας. Λεπίδες ακονισμένες, το δοχείο με την κολόνια για μετά το ξύρισμα, ο αφρός. Όλα βγάζουν μια νοσταλγία, αυθεντική σαν αυτό το vintage ή το retro, που πολλοί προσπαθούν να πετύχουν σήμερα στους χώρους τους. «Πώς ήταν η Λεμεσός τότε;». Ένα χωρκό, μόνο δαμέ καταλάβαινες ότι ήσουν σε πόλη. Ήταν ένα μεγάλο παζάρι. Εμπορεύματα, κόσμος, πλανοδιοπώλες, φωνές, ζωή. Είσιεν ζωή τότε. Τωρά, αν έρτεις μερά, εν νέκρα και αν έρτεις νύχτα, φοάσε να κυκλοφορήσεις. «Εδουλεύκαμε πολλά τότε, εν επρολάβαινα να πιω ούτε νερό για να καταλάβεις. Την τελευταία δεκαετία όμως, εσταματήσαν ούλλα. Αφού εφύαν τα ούλλα που δαμέ, εν έσιει λόγο κάποιος να κατεβεί κάτω τωρά. Παλιά έρκουνταν να κάμουν τις δουλειές τους, επερνούσαν τζιαι για ένα κούρεμα. Έχω βέβαια ακόμα πελάτες που τα πρώτα χρόνια που έρκουνται, αλλά μιλούμε για πολλά λίους». Ο κύριος Κυριάκος σταμάτησε να ζει από αυτό εδώ και πολλά χρόνια, το κάνει από συνήθεια, από αγάπη και μόνο. Διαφορετικά θα το έκλεινε και θα καθόταν σπίτι να ξεκουραστεί.



 


Όσοι μπαίνουν στο ‘Μπακάλικο Αντώνης’ παίρνουν μια χούφτα ξηρούς καρπούς, από τους χύμα, τους καλούς, και κάνουν τα ψώνια τους.


 

Μπακάλικο Αντώνης Ονησιφόρου

Περίμενα αρκετή ώρα μέχρι να καταφέρω τελικά μιλήσω με τον κ. Αντώνη. Είχε πελάτες και δεν μπορούσε να τους αφήσει να περιμένουν. «Είμαι στη περιοχή από το ‘90, το κατάστημα υπήρχε και το αγοράσαμε εμείς από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες. Τότε ήταν μεγάλη ευκαιρία, γωνιακό, μεγάλο. Ήμασταν ίσως από τους μοναδικούς που εξάγαμε προϊόντα. Ακόμα το κάνουμε. Δόξα τω Θεό, καλά είμαστε. Σίγουρα δεν είναι όπως πριν, ο κόσμος, σκέφτεται πριν αγοράσει κάτι, όσο χαμηλά και αν κρατούμε τις τιμές, αλλά οι γειτονιά έρχεται». Όσοι μπαίνουν μέσα, τον φωνάζουν με το μικρό του, παίρνουν μια χούφτα ξηρούς καρπούς, από τους χύμα, τους καλούς, και κάνουν τα ψώνια τους. Σαν σε παλιά ταινία, ελληνική. Ο χώρος είναι ο ίδιος εδώ και 40 χρόνια, με ελάχιστες αλλαγές. «Επίτηδες δεν άλλαξα τίποτα, ήθελα να διατηρήσω αυτή τη μορφή. Αυτή είναι η ταυτότητα του μαγαζιού». Αργότερα θα το πάρουν τα παιδιά του, λέει. Δεν ξέρει αν θα το διατηρήσουν ως μπακάλικο ή αν θα το αλλάξουν, αυτός πάντως θα τους παραδώσει ότι έχτισε. «Ερκούμαστεν γιατί διά μας ζωή, έσσο τι ε να κάμνουμε, να τσκωνούμαστην με τις γεναιτζες μας;»





 

Ραφείο Αγγελής - Νίκος

Από το ’71 έχουν ντύσει πολύ κόσμο. Από το μαγαζί τους πέρασαν εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής αλλά και όλη η Λεμεσός. «Έτσι περίοδο, κοντά στις γιορτές, έκλειεν ο δρόμος έξω που το μαγαζί που τον κόσμο. Εμπαίναν μέσα τζιαι εράφκαν για ούλλην την οικογένεια. Στο μαγαζί εδουλεύκαμεν 6 άτομα και εν επρολαβαίναμεν να κάμνουμεν τις παραγγελίες». Τώρα πλέον είναι συνταξιούχοι, αλλά παρόλο που η δουλειά έχει πέσει αυτοί συνεχίζουν να ανοίγουν το μαγαζί κάθε πρωί για να δουλέψουν. «Ερκούμαστε γιατί διά μας ζωή, έσσο τι ε να κάμνουμε, να τσκωνούμαστην με τις γεναιτζες μας;». Ύστερα που θα φύγετε εσείς, τι θα γίνουν όλα αυτά, το μαγαζί, οι μηχανές, τα πατρόν; «Θα τα φάσιν τα σκουπίθκια, τι να γίνουν; Ώσπου αντέχουμεν εμείς να δουλεύκουμεν, έσιει καλώς, άμαν το κλείσουμε ε να γεριμώσουν ούλλα. Εν εσιει ράφτες πλέον, εν τις κάμνουν τούτες τις δουλειές».





 

Υφάσματα Παφίτης 1918

Περιποιημένο και κομψό κατάστημα, όπως αρμόζει σε ένα χώρο που πουλά ακριβά υφάσματα για φορέματα και κουστούμια. Η πρώτη εικόνα που αντικρίζεις μπαίνοντας είναι ο κ. Ζώης Παφίτης, 90χρονών, άρχοντας με το κουστούμι και το χαμόγελό του, να επιβλέπει το καθετί και μαζί του η κ. Γιωργούλα, πιστή του υπάλληλος για 40 χρόνια τώρα. Με καταγωγή από την Πάφο, ήρθαν Λεμεσό όταν ο πατέρας του αποφάσισε να ανοίξει την επιχείρηση εδώ, στην Αγ. Ανδρέου, κομβικό σημείο για την εποχή. Από τα μαθητικά του χρόνια ο κ. Παφίτης, δούλευε στο μαγαζί. Αγάπησε αυτή τη δουλειά. Όταν τον ρωτάω να μου πει λίγο για τα χρόνια που πέρασαν, μου αναφέρει τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια, λες και έγιναν χθες. «Τότε ο κόσμος έμπαινε μέσα τζιαι έπιανε θκιο-θκιο τα ττόπια. Εράφκαν νυφικά, φουστάνια, κουστούμια. Είχαμεν που τις καλύττερες ποιότητες, εφέρναμεν που ούλλην την Ευρώπη». «Μετά που άλλαξαν τα πράγματα, τι κάνατε;». «Δόξα τω Θεώ, εν χρωστώ πουθενά, τόσα χρόνια έκαμα λεφτά, εν έχω ανάγκη. Εγώ τέλος του χρόνου σταματώ». Το μαγαζί, όπως μου είπε, θα το αφήσει στην κ. Γιωργούλλα, που είναι σαν την κόρη του. Αυτή ξέρει καλύτερα απ’ όλους τη δουλειά, μπήκε ως υπάλληλος στα 20 της. «Μεγάλωσε μέσα στα υφάσματα και τις μουσελίνες. Δεν θα μπορούσε να πέσει σε καλύτερα χέρια».

 


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ