Ο Μιχάλης Μιχαηλίδης συνομιλεί με τη Νατάσσα Μποφίλιου. Αφορμή για τη συνέντευξη η καινούργια της δουλειά «Άνω Τελεία», η οποία προκύπτει μέσω μιας ενδιαφέρουσας συνάντησης των Στάμου Σέμση και Θέμη Καραμουρατίδη.
Πώς συναντήθηκαν οι δρόμοι σας με τον Στάμο Σέμση;
Μας έφερε σε επαφή ο Νίκος Μωραΐτης, πριν από μια διετία. Αρχικά, περισσότερο κάναμε παρέα, παίζαμε λίγο μουσική, δοκιμάζαμε διάφορα πράγματα, αλλά χωρίς να υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος στόχος ότι, για παράδειγμα, θα κάνουμε κάποιο άλμπουμ. Εξάλλου, εγώ ήμουν ήδη στη διαδικασία της δημιουργίας του άλμπουμ «Μέρες του Φωτός» μαζί με τα παιδιά (σ.σ. Καραμουρατίδης, Ευαγγελάτος). Γνώρισα στη συνέχεια στον Στάμο τον Γεράσιμο και όντας δυο άτομα με την ίδια κουλτούρα, άρχισαν αμέσως να κάνουν παρέα και να ανταλλάζουν ήχους και μουσικές. Κάποια στιγμή φτάσαμε στο σημείο να έχουμε έξι πολύ ενδιαφέροντα τραγούδια με μια σαφή ταυτότητα. Και κάπως έτσι αποφασίσαμε τελικά να εκδώσουμε το δίσκο.
Γιατί μόνο έξι τραγούδια;
Γιατί νιώθαμε ότι αυτό το πράγμα είναι πλήρες και ότι έχει μια πάρα πολύ σαφή ταυτότητα. Τρία αγγλόφωνα, τρία ελληνόφωνα, με μελωδίες που αναπνέουν και με στίχο που δημιουργεί εικόνες. Θεωρώ ότι η ερμηνεία μου είναι ίσως η καλύτερη σε σχέση με ό,τι έχω κάνει, αφού αρχίζω κι εγώ πλέον να αφομοιώνω τη διαδικασία του στούντιο… Είμαι μια τραγουδίστρια live που δυσκολευόμουν πολύ να μπω στο στούντιο για να γράψω και θεωρώ πως σε αυτή τη δουλειά είναι η πρώτη φορά που ουσιαστικά το ξεπέρασα.
Έχω την εντύπωση ότι ο Σέμσης είναι πιο προοδευτικός σε σχέση με τον πιο λυρικό Θέμη Καραμουρατίδη. Δεν φοβηθήκατε καθόλου μήπως το αποτέλεσμα θα ξάφνιαζε το κοινό σου;
Κατά τη δική μου γνώμη και το δικό μου αισθητικό κριτήριο, ο Σέμσης είναι πιο λυρικός από τον Καραμουρατίδη, ο οποίος είναι πιο σκληρός στις μελωδίες του, πιο επιθετικός με την καλή έννοια και πιο δυναμικός. Οι μελωδίες του Στάμου έχουν μεγαλύτερη ευγένεια και αυτό φυσικά έχει να κάνει με την καταγωγή του, αφού πρόκειται για έναν κλασικό μουσικό, αλλά και με την αγάπη του για τα έγχορδα… Αυτό που περισσότερο κάνει τη διαφορά στο CD είναι η διαφορετική αντίληψή του, από αυτήν που έχει ο Καραμουρατίδης, σε σχέση με τον ήχο και τις ενορχηστρώσεις. Ο δεύτερος χρησιμοποιεί σχεδόν αποκλειστικά μουσικά όργανα, ενώ ο Στάμος «παντρεύει» τα φυσικά όργανα με έναν ηλεκτρονικό ήχο. Εξ ου και θεωρείται πιο πειραματικός και ενορχηστρωτικά πιο προοδευτικός, πάντοτε με τη συμβολή του Ορέστη Πλακίδη, ο οποίος ήταν ο ηχητικός παραγωγός του άλμπουμ. Οι μελωδίες, όμως, είναι απολύτως λυρικές κι αυτό το διαπιστώνει κανείς στο live μας, όπου δεν έχουμε ηλεκτρονικά όργανα αλλά το αντιμετωπίζουμε με έναν ακουστικό τρόπο, χωρίς κανένα ηλεκτρονικό ή ηλεκτρικό όργανο.
Ο πολιτισμός, σου εκτονώνει και σου τιθασεύει τα πάθη. Είναι απολύτως θεραπευτικός
Άρα, ο ήχος του δίσκου διαφέρει από αυτόν του live;
Ναι, διαφέρει. Επειδή όμως έχω παραδοσιακή αντίληψη σε σχέση με το τραγούδι, η οποία αντίληψη αφορά στο αίσθημα, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι το αίσθημα που βγάζει ο δίσκος είναι πάρα πολύ κοντά σ' αυτό που βγάζει το live. Η άποψή μου είναι ότι τα θέματα της παραγωγής και της ηχητικής, είναι πολύ δευτερεύοντα. Μπορεί ένα τραγούδι να γίνει εντυπωσιακότερο ή να σου φτιάξει ένα άλλο αίσθημα όταν «ντυθεί» με την κατάλληλη ενορχήστρωση, αλλά αν είναι καλό, και θεωρώ πως αυτός ο δίσκος έχει καλά τραγούδια, φαίνεται ακόμα κι αν το παίξεις με μόνο ένα πιάνο ή μια κιθάρα. Επομένως, στην περίπτωσή μας, όπου δεν έχουμε απλώς ένα πιάνο ή μια κιθάρα αλλά μια ολόκληρη (ακουστική) μπάντα, θα έλεγα ότι τα τραγούδια αναπνέουν απολύτως, ενώ απόλυτα βγαίνει και η συγκίνησή τους.
Στην πρόσφατη παρουσίαση του δίσκου σου, είχες πει κατά λέξη: «Μετά από δέκα χρόνια συνεχόμενης δισκογραφικής παρουσίας και live, κατορθώνω να συνυπάρχω με την καλλιτεχνικότητά μου και με το επάγγελμά μου».
Αυτό που με χαροποιεί στα φετινά live, τα οποία θεωρούμε πως είναι ό,τι καλύτερο έχουμε φτιάξει ποτέ λόγω του ότι αναπνέουμε πάρα πολύ μέσα σε αυτό -αναπνέει η ρίζα μας, αλλά και το παρόν μας-, είναι πως καταφέρνουμε να συνυπάρχουμε. Ειδικά όσοι είναι στο επάγγελμα, καταλαβαίνουν πόσο δύσκολο είναι να συνυπάρχουν ένας συνθέτης όπως ο Σέμσης με ένα συνθέτη όπως ο Καραμουρατίδης, να αφήνει ο ένας τον άλλο να ενορχηστρώσει για το live τα δικά του τραγούδια. Και όλο αυτό το πράγμα να έχει μια συγγένεια και μια αγάπη η οποία δεν προέρχεται από τα χρόνια, αλλά από το γεγονός ότι υπάρχει η τρυφερότητα, ο σεβασμός και η αγάπη για την τέχνη και αυτό θα το εντοπίσει όποιος άνθρωπος το δει live. Αυτό είναι το κυριότερο πράγμα που έχουμε να παρουσιάσουμε στους εαυτούς μας φέτος. Ότι καταφέρνουμε να συνυπάρχουμε. Μετά από δέκα χρόνια εξακολουθώ να αγαπώ την τέχνη το ίδιο, να της είμαι απολύτως αφοσιωμένη, να νιώθω πολύ μικρή μπροστά της και να αισθάνομαι υπερβολικά τυχερή και που κάνω αυτό που αγαπώ.
Υπάρχουν συνθέτες των οποίων τα τραγούδια θα ήθελες διακαώς να ερμηνεύσεις;
Ευτυχώς, σε κάθε live έχω τη δυνατότητα να ερμηνεύω τραγούδια που αγαπώ, συνθέτες και στιχουργούς που αγαπώ, να τους προσεγγίζω και να δοκιμάζω να αποδώσω τα τραγούδια τους. Και αυτό το πράγμα συμβαίνει πάντα διακαώς. Τώρα, οι δισκογραφικές συνεργασίες σε πρωτότυπο υλικό πιστεύω πως προκύπτουν μέσα από τις σχέσεις των ανθρώπων, των καλλιτεχνών μεταξύ τους. Σ' το λέω με πολύ μεγάλη ειλικρίνεια, προς το παρόν δεν έχω καταφέρει να αποκόψω το έργο από την προσωπικότητα. Αν ένας άνθρωπος δεν θέλει να γίνει φίλος μου και να νιώσει ότι πραγματικά έχουμε κάτι κοινό, δεν ξέρω αν θα μπορούσα ποτέ να μπω στη διαδικασία να δισκογραφήσω πρωτότυπο υλικό. Θεωρώ ότι πρέπει να υπάρχει ένα αποτέλεσμα μιας παρέας, μιας σχέσης. Όπως γινόταν κάποτε και τα αποτελέσματα του κάποτε, χωρίς να θέλω να παρελθοντολογώ, ήταν και πιο πιστά.
Όταν ξέρεις τι μπορείς να κάνεις στη ζωή σου, καταλαβαίνεις ότι αυτό που μπορείς να κάνεις, όσο μεγάλο κι αν είναι, δεν είναι τίποτα σπουδαίο
Ποιο είναι το πιο μεγάλο απωθημένο σου σε σχέση με την τέχνη σου;
Θα ήθελα λίγο περισσότερο χρόνο. Είναι τόσα πολλά αυτά που θέλω να κάνω. Δεν θέλω, επίσης, να πεθάνω γρήγορα, γιατί θέλω να δοκιμάσω διάφορα πράγματα.
Απολαμβάνεις και αν ναι, πόσο, όλο αυτό το «σούσουρο» που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια γύρω από το όνομά σου;
Είμαι ένας άνθρωπος, κατ' αρχάς, που ξέρω τι θέλω να κάνω στη ζωή μου. Οι άνθρωποι που ξέρουν τι θέλουν να κάνουν στη ζωή, που το κάνουν συνειδητά, είναι άνθρωποι οι οποίοι συνήθως, οι γύρω τους, αυτή την αυτοπεποίθηση, την εκλαμβάνουν ως έπαρση. Πολλές φορές με έχουν χαρακτηρίσει «επηρμένη». Δεν πιστεύω ότι οτιδήποτε κάνω είναι τόσο πολύ σημαντικό, απλώς πιστεύω ότι έχω το δικαίωμα να το κάνω με πάθος κι αυτό είναι κάτι που αφορά εμένα και τη δική μου προσωπική ικανοποίηση και ελευθερία. Και όταν ξέρεις τι μπορείς να κάνεις στη ζωή σου, καταλαβαίνεις ότι αυτό που μπορείς να κάνεις, όσο μεγάλο κι αν είναι, δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Απ' τη στιγμή λοιπόν που αυτά που κάνω αφορούν εμένα και την προσωπική μου τέρψη, ενώ παράλληλα προσπαθώ να μην ενοχλώ κανένα γύρω μου, να μην είμαι δυσάρεστη, τότε ναι, απολαμβάνω τη χαρά που μου δίνουν αυτά που έχω επιλέξει να κάνω. Το «σούσουρο» γίνεται επειδή κάνω πράγματα (προφανώς) ενδιαφέροντα για κάποιους. Άρα, λοιπόν, επικεντρώνομαι στο πώς θα κάνω όλο και πιο ενδιαφέροντα πράγματα, για να μπορώ να κάνω αυτό που αγαπώ. Υπάρχει όμως και ένα πολύ σημαντικό μυστικό. Για να κάνεις κάποιον να ενδιαφερθεί για σένα, πρέπει πρώτα εσύ να ενδιαφέρεσαι για τον εαυτό σου.
Πόσο σε θυμώνει η έλλειψη αισθητικής και το γεγονός ότι έχουμε χάσει τον πολιτισμό μας;
Θεωρώ τον πολιτισμό ως βασικό στοιχείο στη ζωή ενός ανθρώπου, εξίσου με το νερό και το φαγητό. Ο πολιτισμός, σου εκτονώνει και σου τιθασεύει τα πάθη. Είναι απολύτως θεραπευτικός. Αν οι άνθρωποι ήταν περισσότερο καλλιεργημένοι, τίποτα από όλα αυτά τα άσχημα δεν θα είχε συμβεί. Αυτό που μας λείπει είναι η καλλιέργεια και η παιδεία.
Πόση καλλιτεχνική ελευθερία είχες από τους γονείς σου σαν παιδί;
Απεριόριστη. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι με καλλιτεχνικές τάσεις. Είχα απεριόριστο χώρο, απεριόριστο χρόνο αλλά και πίεση προς αυτό, με την καλή έννοια. Η μητέρα μου και ο πατέρας μου ήθελαν πιο πολύ να είμαστε καλλιεργημένοι καλλιτεχνικά, παρά μαθησιακά. Γι' αυτό και στο σπίτι ακουγόταν πάντα μουσική, πηγαίναμε στο θέατρο, δεν βλέπαμε τηλεόραση, μας υποχρέωναν πολλές φορές να διαβάζουμε σχολικά βιβλία. Δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσουνε τον αδερφό μου να κοιμηθεί αν δεν διάβαζε έστω δέκα σελίδες. Εμένα, πάλι, μου άρεσαν πολύ και διάβαζα τρομερά. Ακόμα και το βράδυ, έκλεινε κάποια στιγμή η μαμά μου τα φώτα για να κοιμηθούμε κι εγώ πήγαινα και άναβα το φως του μπάνιου λέγοντας ψέματα ότι δεν μπορώ να κοιμηθώ, έτσι για να μπορώ να διαβάζω βιβλία. Ήμουν μανιακή βιβλιοφάγος.
Ποιο ήταν το πιο λυτρωτικό πράγμα που διάβασες/άκουσες πρόσφατα;
Αυτό το διάστημα, απολύτως λυτρωτικό για μένα είναι ένα τραγούδι του Θεοδωράκη που ερμηνεύουμε στο live με μια ακουστική κιθάρα, το 'Μαργαρίτα Μαγιοπούλα'. Εκείνη τη στιγμή είναι λες και από τα άκρα μου φεύγει όλη η ένταση και μένει μόνο η ζέστη της μουσικής και η απόλαυση της συνομιλίας με τον κόσμο μέσα από τη μουσική.