Η φίλη μου ρωτάει την γιαγιά της αν θυμάται την τάδε οικογένεια που την είχε φιλοξενήσει κατά την περίοδο της εισβολής στο σπίτι της. «Βεβαίως και τους θυμάμαι», απαντάει αυτή χαρούμενη και συνεχίζει: «Ήσαν καλοί άνθρωποι, αλλά ήσαν κομμουνισταί».
Με απόλυτο σεβασμό στη γιαγιά, δεν μπορούσαμε παρά να διπλωθούμε στα γέλια συζητώντας το. Αλήθεια, εν έτει 2014 ποιος θα μπορούσε να σκέφτεται έτσι. Με το που κόπασαν τα γέλια και ηρεμήσαμε, σκεφτήκαμε πως όλοι κάπως έτσι σκέφτονται. Μια μεταμοντέρνα εκδοχή του πράματος, κάπως έτσι.
«Ήσαν καλοί άνθρωποι, αλλά ήσαν κομμουνισταί». Αν είναι ένα πράμα που έμαθα μεγαλώνοντας, είναι πως ότι προηγείται του «αλλά», δεν πολυμετράει. Τι να απέγινε όλη αυτή η γενιά του αντικομμουνισμού και του ψυχρού πολέμου δεν ξέρω. «Θα στέκεστε στα συσσίτια για να τρώτε» και «Θα σας πάρουν το σπίτι αν γίνεται κομμουνισταί», ήταν οι φοβέρες του τότε. Αυτές ξέρω τι απέγιναν. Ζω σ’ ένα δημοκρατικό σύστημα και ξέρω. Τις ζω. Βλέπω και τα συσσίτια, βλέπω και τις ανάγκες των φιλανθρωπικών, τις ουρές στο ανεργιακό, βλέπω και τον κόσμο που αγχώνεται μην του πάρει το σπίτι η τράπεζα. Απ’ την άλλη κομμουνισμό δεν βλέπω πουθενά. Ούτε και ο εθνικισμός ξέρω πως προέκυψε σ’ εκείνη τη γενιά. Γιατί αυτό που βλέπω σήμερα, είναι ένα κράτος που ‘ναι έτοιμο να ξεπουλήσει και το τελευταίο του ασημικό και ν’ αντικαταστήσει την ταμπέλα «Welcome to Cyprus» με την «Εντός πωλούνται πάσης φύσεως υλικά».
Δεν ξέρω πως θα το εξηγούσε η γιαγιά όλο αυτό το μπουρδούκλωμα, δεν την ρωτήσαμε ποτέ. Οι δύο επικρατέστερες χθεσινές σχολές σκέψεις της Κύπρου έκαναν την δουλειά τους πάντως. Και τα αποτελέσματα, στις οθόνες μας. Ένα ανώριμο πολιτικό παιγνίδι που θυμίζει το παλιό αγαπημένο Twister, όπου ο ένας μπουρδουκλώνεται στα πόδια του άλλου.
Βιαστήκαμε να γελάσουμε και να πιστέψουμε πως η ανοησία έχει τελειώσει. Κι έχει ήδη αρχίσει να φυσάει ξανά ένας κρύος αέρας ανά το παγκόσμιο. Διαφορετικός, αλλά κρύος. Κι όλοι σκεπαζόμαστε ήσυχα τα βράδια, κάτω από την ζεστή κουβέρτα της δημοκρατίας και της ασφάλειας, μόνο που ξυπνάμε πουντιασμένοι το άλλο πρωί.
Έχουν όραμα, λέει, στο τάδε κόμμα, βλέπουν μπροστά στο άλλο, οι στόχοι είναι ξεκάθαροι, λέει το τρίτο. «Πάμε καλά, σύμφωνα με το πρόγραμμα», λέει η κυβέρνηση, μόνο που εγώ η αμόρφωτη, δεν κατάλαβα ακριβώς προς τα πού πάμε.
Η γενιά η δική μου, η άλλοτε παραγωγική, η άλλοτε big spender, στην οποία στόχευαν οι διαφημιστικές εταιρίες, κάθεται σε μια γωνιά και γλύφει ληγμένες καραμέλες. Οι ενταγμένοι λένε πως κοιτάζουν το δάσος, οι ανένταχτοι κάθονται κάτω από ένα δέντρο και περιμένουν κι οι υπόλοιποι απλά αλλάζουμε κανάλια, ακυρώνοντας τα πάντα κι «όπου μας βγάλει ο δρόμος».
Σκέφτομαι μόνο την μέρα που μια matrix γιαγιά του μέλλοντος θα γυρίσει να πει για την γενιά μας πως «ήσαν καλοί άνθρωποι, αλλά ήσαν κωλοβαρέστρες». Και, φαντάζομαι, πως κάποιος σαν εμένα θα βρεθεί να διπλωθεί στα γέλια και να μας κοροϊδεύει.