«Παπά τι εν ο στρατός, γιατί πρέπει να πάεις, τζαι τι εν τζιήνο που κρατάς;», δείχνοντάς μου το G3.
Η αμηχανία μου ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής; Τι να πω σε ένα 4χρονο κοριτσάκι; Τι να της εξηγήσω; Ήταν ήδη περασμένη και η ώρα και στις 5 θα ‘πρεπε να είμαι στο στρατόπεδο για σκοπιές.
Όχι ότι δεν είχα τον χρόνο -θα μπορούσα να το καθυστερήσω για 10 λεπτά-, απλώς δεν είχα καμιά σοβαρή απάντηση να δώσω. Δεν το σκέφτηκα ποτέ. Εκτός από το ότι είναι μια καλή αφορμή να δω τους παλιόφιλους, με κάποιους από τους οποίους περάσαμε 26 ολόκληρους μήνες μαζί, δεν ήξερα για πιο άλλο λόγο συνεχίζω ακόμα να ξοδεύω πολύτιμες εργατοώρες για χάρη του στρατού. Δεν κάθισα ποτέ να το σκεφτώ. Και να ξαφνικά που βρήκα μπροστά μου το ερώτημα και δεν είχα απάντηση να δώσω. Μια φίλη λέει «μην τους λέτε ότι πάτε στρατό, να τους λέτε ότι πάτε σε ένα παιχνίδι τύπου paintball».
Έδωσα μια απάντηση πολύ γενική κι αόριστη, μπήκα στο αυτοκίνητο, έφτασα στο στρατόπεδο και είχα τα ερωτήματα στο μυαλό μου να γυροφέρνουν, προσπαθώντας να βρω λογικές απαντήσεις, πρώτα για εμένα και ύστερα για το παιδάκι που το βράδυ είχε ανήσυχο ύπνο, προφανώς γιατί σε ένα τόσο απλό ερώτημα τύπου «που πάεις παπά;» δεν πήρε καμιά πειστική απάντηση και άρα ενδεχομένως ένοιωσε ανασφάλεια.
Ok, το G3 ξέρω τι είναι, το ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά, έκανα λύση-άρμοση δεκάδες φορές, έκανα βολές, έριξα ριπές, ενώ το βεληνεκές και τα λοιπά στοιχεία τα βρίσκω εύκολα με ένα google search.
Ο στρατός, επίσης ξέρω τι είναι και γιατί είναι ανάγκη να υπάρχει στην Κύπρο -κι αν είναι κόσμος που λέει ότι ο στρατός είναι αχρείαστος, τι να πω…
Είναι όμως κάποια πράγματα που δεν τα καταλαβαίνω με τίποτα, όσο κι αν προσπαθούν κάποιοι να μας πείσουν ότι όλα δουλεύουν ρολόι.
Ρε παιθκιά, εμείς, νομίζετε, θέλουμε να σας βασανίζουμε;
Χρόνο με το χρόνο παρατηρώ ότι αυτό το σύστημα που ονομάζεται κυπριακός στρατός φθίνει όλο και περισσότερο -μιλώ αποκλειστικά και μόνο βάσει της δικής μου εμπειρίας.
Τι να πρωτοαναφέρω; Ότι μας παίρνουν πίσω τα σακίδια τύπου Bergin που μας είχαν χρεώσει για να τα δώσουν στους στρατιώτες, προφανώς γιατί δεν έχουν λεφτά να πάρουν καινούργια; Ότι μας βάζουν σε μια σκοπιά το βράδι, δίπλα στις αποθήκες πυρομαχικών, δήθεν γιατί το καλοκαίρι δεν υπάρχει δύναμη στο στρατόπεδο για να τις επανδρώσει, ενώ όλη μέρα οι ίδιες σκοπιές είναι άδειες και άρα τα πυρομαχικά είναι εκτεθειμένα; Ότι οι μόνες σοβαρές παρελάσεις είναι αυτές που κάνουν οι κατσαρίδες στις τουαλέτες; Ότι σχεδόν όλοι οι στρατιώτες βράζουν στο ίδιο καζάνι, ανεξαρτήτως αν κάποιος από αυτούς έχει σοβαρά προβλήματα και θα έπρεπε τουλάχιστον να υπάρχει κάποιος για να τον αφουγκραστεί -μόλις προχθές δεν αποπειράθηκε κάποιος στρατιώτης να αυτοκτονήσει; Ότι από το σημερινό status quo επωφελούνται κυρίως όσοι πωλούν άρβυλα, στολές και ταχινόπιτες; Ότι το ηθικό των στρατιωτικών δεν είναι πια ακμαίο μετά τις σοβαρές μειώσεις μισθών, την αφαίρεση των ωφελημάτων και τη στασιμότητα αναφορικά με τις προαγωγές;
Αφού, πλέον, η μόνη ατάκα που ακούμε στις παρουσιάσεις μας είναι το κλασσικό «Ρε παιθκιά, εμείς, νομίζετε, θέλουμε να σας βασανίζουμε;».
Τουλάχιστον υπάρχει η παραδοχή και αυτό είναι κάτι! Όπως ακριβώς συμβαίνει με κάποιες διαταραχές, όπου ένα καλό πρώτο βήμα για την θεραπεία είναι η αναγνώριση και παραδοχή του προβλήματος εκ μέρους του ασθενή. Στην προκειμένη, ασθενής είναι το κράτος και το σύστημα. Το κράτος που ακόμα τρέφει ψευδαισθήσεις, έστω και αν φτάσαμε αισίως και επίσημα, όπως μάθαμε πρόσφατα, στο τέλος των ψευδαισθήσεων.
Αν το ’74 οι Τούρκοι έκαναν αποβίβαση (απόβαση δεν το λες) στο Πέντε Μίλι, σαν σε κρουαζιέρα στη Μύκονο, σήμερα, με την κατάσταση που επικρατεί, θα ‘μαστε τυχεροί αν δεν μας έρθουν με ομπρελίτσα, κουβαδάκια και πουκαμισάκι κοντομάνικο.
Αν είμαι απαισιόδοξος; Είμαι. Το ίδιο και πολλοί έμμισθοι στο στράτευμα. Τυχαίνει να μιλώ με αρκετούς στρατιωτικούς που είναι έντιμοι και ευσυνείδητοι και ξέρω πως νοιώθουν, ενώ παρακολουθώ και ορισμένους άλλους, τους καλοπερασάκηδες, που βλέπουν τον στρατό ως μια καλή ευκαιρία για να οργανώσουν τις δεύτερες δουλειές τους και ξέρω πόσο εκτεθειμένοι θα βρεθούν/ούμε σε περίπτωση επεισοδίου.
Τι πρέπει να γίνει; Αυτό δεν το ξέρω και δεν είμαι υποχρεωμένος κιόλας να το απαντήσω. Πλην όμως, μια καλή απάντηση θα μπορούσε να είναι: αναβάθμιση. Ακόμα και αυτές οι φωτογραφίες των ηρώων στον τοίχο, ακόμα και αυτός ο Μακάριος που επιθεωρεί τα άρματα 45 χρόνια πριν, ακόμα και τα συνθήματα τύπου «Τα άδεια όπλα σκοτώνουν» και «Η πατρίδα σε χρειάζεται», μοιάζουν να έχουν ξεμείνει εκεί για να μας υπενθυμίζουν πόσο μα πόσο κολλημένοι είμαστε σε ορσιμένες περιπτώσεις. Άλλο είναι να τιμάς την ιστορία σου και τους ανθρώπους που την έγραψαν και άλλο να τα καπηλεύεσαι, να ταλαιπωρείς κόσμο (στρατιώτες και εφέδρους) και να στρουθοκαμηλίζεις λέγοντας πως όλα είναι ok, προωθώντας μαζί και έναν δήθεν πατριωτισμό, απλώς και μόνο για να εξυπηρετείς κάποιους που παράγουν στολές παραλλαγής και σνακ;
Αλήθεια, υπάρχει έστω ένας άνθρωπος που θεωρεί ότι ο κυπριακός στρατός λειτουργεί όπως θα έπρεπε;
Πάεις μέσα για σκοπιά κουμπάρε; Άρα πόψε εν να τζοιμηθούμε άνενοιας.
Αναβάθμιση λοιπόν. Και θα ‘ταν καλά να γίνει πριν είναι πολύ αργά -εκτός κι αν τρέφουμε την ψευδαίσθηση ότι είμαστε ασφαλείς. Και τότε ίσως να έχουμε μια καλή απάντηση να δώσουμε στα παιδιά μας για το τι είναι στρατός, γιατί πάμε και γιατί έχουμε όπλα στο σπίτι;
Προς το παρόν, αν μπω σε διαδικασία να απαντήσω, θα πρέπει επίσης να απαντήσω γιατί η μισή πατρίδα μας βρίσκεται υπό κατοχή, ποιοι φταίνε γι’ αυτό, γιατί δεν τιμωρήθηκε ποτέ (ή σχεδόν ποτέ) κανένας, γιατί δεν αντισταθήκαμε καθόλου (ή σχεδόν καθόλου) το ’74, γιατί τα βιβλία της ιστορίας δεν γράφουν όλη την αλήθεια και γιατί εγώ κι εσύ συνεχίζουμε να πηγαίνουμε για σκοπιές, την ίδια ώρα που κάποιος άλλος περνάει τα ορθάνοικτα οδοφράγματα για φθηνά τσιγάρα, καζίνα και αγοραίο έρωτα.
Μέχρι τότε, η μόνη πραγματική «απόλαυση» που νοιώθουμε εμείς οι έφεδροι, ενδεχομένως και οι στρατιώτες, είναι όταν ακούμε από τον περιπτερά αυτό το «Πάεις μέσα για σκοπιά κουμπάρε; Άρα πόψε εν να τζοιμηθούμε άνενοιας», κάθε φορά που σταματάμε για καφέ και τσιγάρο καθοδόν προς τον στρατό. Να δεις που στο τέλος θα το πιστέψουμε κι αυτό.