Αφορμή για να θυμηθούμε τη βράκα, την οποία πλέον βλέπουμε μόνο σε κάποια πανηγύρια του τρύγου, σε γιορτές όπως η Γιορτή του Κρασιού, σε καρτ ποστάλ και ενίοτε σε περιπτώσεις όπου κάποιοι νεαρότεροι, είτε επιτηδευμένα είτε γιατί το νοιώθουν πραγματικά, φοράνε βράκα για να διαφημίσουν τη δουλειά ή την τέχνη τους.
Σε πολύ μεμονωμένες περιπτώσεις, πολύ σπάνια πλέον, είναι και άνθρωποι που δεν έχουν φορέσει ποτέ παντελόνι. Φοράνε τη βράκα από γεννήσεως τους και δεν την έχουν αποχωριστεί ποτέ.
Τρανό παράδειγμα, ο ηλικίας 103 χρόνων Χριστόδουλος Βασίλη, από τον Κόρνο, ο οποίος εθεωρείτο ένας από τους τελευταίους βρακάδες στην Κύπρο και ο οποίος απεβίωσε μόλις πριν από δύο μέρες, παραμονή των Φώτων.
Γεννήθηκε το 1912 στον Κόρνο και παντρεύτηκε την Κυριακού, με την οποία απέκτησε 8 παιδιά. Βοσκός στο επάγγελμα, άνθρωπος της ζωής και της φύσης, με τα αστεία του, πάντοτε πρόσχαρος και στο πλευρό της οικογένειας του -απέκτησε 8 παιδιά, 24 εγγόνια, 29 δισέγγονα και 2 τρισέγγονα.
Ο Χριστόδουλος Βασίλη δεν φόρεσε ποτέ παντελόνι στα 103 χρόνια της ζωής του.
Πληροφορίες για τη βράκα
Η κυπριακή βράκα ήταν κατασκευασμένη από χοντρό δίμιτο βαμβακερό υφαντό της βούφας και έραβαν αρκετά κομμάτια για να είναι μεγάλη και φουντωτή, εξ ου και οι στίχοι στο ομώνυμο κυπριακό τραγούδι.
Η λέξη «δίμιτον» προέρχεται από το αριθμητικό δύο και το ουσιαστικό μίτος, επειδή το ύφασμα ήταν διπλής ύφανσης.
Παρά το γεγονός ότι οι βράκες ήταν μαύρες, εντούτοις το πανί για τη βράκα ήταν συνήθως άσπρο, ενώ ειδικοί πογιατζήδες τις έβαφαν μαύρες. Στο πάνω μέρος ήταν «προσιαστή», δηλαδή σούρες -σούρες και από μέσα περνούσαν ένα μεγάλο κορδόνι για να δένεται. Το κορδόνι αυτό συνήθως ήταν από φυτίλι και το έλεγαν «βρακοζώνι». Άλλη ονομασία για το κορδόνι που έδεναν τη βράκα ήταν «φακαρόνα». Η θηλιά που κατασκευαζόταν στο πάνω μέρος για να περνά η βρακοζώνα ονομαζόταν «βρακοθηλιά» ή «βρακοχηλιά». Υπήρχαν τα δύο ανοίγματα στο κάτω μέρος για να περνούν τα πόδια και έφθαναν μέχρι κάτω από τα γόνατα.
Η βράκα αποτελείται από τη «σέλλα» ή «βάκλα» στο πίσω μέρος, η οποία ανασηκώνεται προς τα πίσω, κύρια όταν χόρευαν. Βάκλα ονόμαζαν τη λιπώδη ουρά του προβάτου και ήθελαν με αυτό τον τρόπο να την παρομοιάσουν με το σχήμα της βράκας στο πίσω μέρος. Βάκλα επίσης ονόμαζαν τη ράβδο με την οποία ράβδιζαν τα χαρούπια και τις ελιές για να τα μαζέψουν.
Η βράκα φοριόταν και σε αρκετά ελληνικά νησιά. Η καταγωγή της δεν είναι γνωστή και δεν είναι σίγουρο από που εισάχθηκε, ούτε και πότε χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Κύπρο.
Η βράκα διέφερε από τόπο σε τόπο. Κατά κύριο λόγο στις πεδιάδες και ιδιαίτερα στη Μεσαορία η βράκα ήταν πολύ μακριά και συνοδευόταν από παντούφλες (σκάρπες) ή χαμηλά υποδήματα, ενώ στα ορεινά ήταν κοντύτερη και συνοδευόταν από ποδίνες. Αυτό γινόταν για πρακτικούς λόγους, διότι βόλευε καλύτερα τις κινήσεις των ανθρώπων, ανάλογα με την περιοχή.
Πηγή για τις πληροφορίες αναφορικά με τη βράκα αποτέλεσε το site του Πολιτιστικού Ομίλου Βασιλιτζιά και δη το άρθρο για τις κυπριακές φορεσιές του Αντώνη Λαζάρου.
Στην κεντρική φωτογραφία απεικονίζονται ο Ανδρέας Δημητρίου Θεοχάρους και ο Γεώργιος Οικονόμου, στην αυλή του δημοτικού σχολείου του χωριού Φοινί, στο πλαίσιο θεατρικής παράστασης.