Μίλα μου
Μια Βελγίδα μάς ξεναγεί στους 11 προμαχώνες της Λευκωσίας
«Ζω στη Λευκωσία, δεν είμαι Λευκωσιάτισα, αλλά τη νοιώθω σαν πόλη δική μου. Με αυτό το βιβλίο υπήρχε και η διάσταση του να μοιραστώ με το κοινό την πόλη που ζω, ενώ είδα και τις ελλείψεις των δικών μου γνώσεων. Ψάχνοντας τους προμαχώνες, συνειδητοποίησα ότι είχα ελλείψεις, ειδικά με αυτούς που βρίσκονται στα κατεχόμενα».
Η Melissa Hekers γεννήθηκε στο Βέλγιο αλλά εδώ και μια 25ετία ζει στην Κύπρο. Τα τελευταία χρόνια δε ζει (σ)τη Λευκωσία. Πέραν από την αρθρογραφία σε διάφορα Μέσα, ασχολείται επίσης συστηματικά με τη συγγραφή παιδικής λογοτεχνίας. Παρόλα αυτά, στο τελευταίο βιβλίο της με τίτλο «Η Μαντάλα μου για τη Λευκωσία» θέλησε να ξεφύγει λίγο από το κείμενο. «Είμαι συγγραφέας και συνήθως γράφω, γράφω, γράφω. Αυτό το βιβλίο ολοκλήρωσε την αγάπη μου για το σχέδιο».
Αφού έκανε κυριολεκτικά τον γύρο των τειχών της Λευκωσίας και παρατήρησε με προσοχή όλους τους προμαχώνες και τις περιοχές γύρω από αυτούς, έφτιαξε ένα βιβλίο ζωγραφικής, με τις 11 «μαντάλες», το οποίο περιλαμβάνει και ιστορικά στοιχεία για τον καθένα από αυτούς ξεχωριστά. Ένα βιβλίο για την ψυχαγωγία τόσο των παιδιών όσο και των ενηλίκων!
Με αφορμή την κυκλοφορία του, ήπιαμε έναν καφέ χαλαρά και είπαμε αρκετά και ενδιαφέροντα, τόσο για το βιβλίο και τη διαδικασία έκδοσής του, όσο και για την όμορφη πόλη μας και πόλη της Melissa!
Μπαίνοντας κανείς στο site σου το πρώτο πράγμα που αντικρύζει είναι σλόγκαν που αποδίδεται στη σπουδαία Αμερικανίδα ανθρωπολόγο Margaret Mead: Never doubt that a small group of thoughtful, committed citizens can change the world. Indeed, it is the only thing that ever has.
Είναι ένα σλόγκαν που με ακολουθεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Πράγματι πιστεύω ότι η αλλαγή δημιουργείται από τους ίδιους τους εαυτούς μας. Ένας άνθρωπος μπορεί στην ουσία να φέρει την αλλαγή.
Το Κυπριακό είναι λυμένο για όσους ζουν κοντά στην Πράσινη Γραμμή, εννοώντας σε επίπεδο διαπροσωπικών σχέσεων μεταξύ Ε/κ και Τ/κ.
Πιστεύεις ότι θα ισχύει και στην περίπτωση του δικού μας προβλήματος αυτό; Η αλλαγή θα έρθει από εμάς τους ίδιους;
Ναι, μπορεί να μην φτάσουμε σε λύση, σίγουρα όμως κοινωνικά θα έχουμε πιο μεγάλη επαφή, αφού μοιραζόμαστε τον πόνο και την ιστορία. Κι αυτό εξαρτάται από εμάς τους ίδιους. Και στο Βέλγιο ισχύει το ίδιο πράγμα, με τους γαλλόφωνους και τους φλαμανδόφωνους, οι οποίοι έστω και χωρίς τοίχο ανέκαθεν ήταν μοιρασμένοι. Παρόλο που σε πολιτικό επίπεδο δεν υπάρχει κάτι που να τους ενώνει, εντούτοις οι δύο κοινότητες ζουν μαζί και αυτό οφείλεται στον ίδιο τον κόσμο.
Η Zara Der Arakelian και η Melissa Hekkers στην παλιά Λευκωσία
Μιλώντας για τη Margaret Mead, είναι γνωστό πως ταξίδεψε πολύ και συνάντησε άλλους πολιτισμούς κυρίως για να τους κατανοήσει. Μήπως τελικά αυτό είναι το κλειδί για να εξαλείψουμε τις φοβίες μας, πρέπει να πάμε να συναντήσουμε τους «άλλους»;
Τη διαφορά θα την κάνει η επαφή με τον άλλο και το ενδιαφέρον μας για αυτόν. Σίγουρα το να γνωρίσεις κάποιον βοηθά, αλλά κυρίως είναι το ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπό μας είναι που κάνει τελικά τη διαφορά. Διότι με το ενδιαφέρον θα γνωρίσεις τι τρώει ο άλλος, πως νοιώθει, σε τι πιστεύει. Με το ενδιαφέρον είναι που αλλάζει η αντίληψή σου και η στάση σου απέναντί του.
Στην προσπάθεια δημιουργίας «Λευκωσιάτικων» μαντάλων, πήγες και στο κατεχόμενο κομμάτι της Λευκωσίας. Συνάντησες τους «άλλους». Πόσο διαφέρουν τελικά από εμάς οι «άλλοι»; Ή πόσο ίδιοι είναι;
Διαφέρουμε από την άποψη ότι είμαστε όλοι μοναδικοί. Μου έκανε εντύπωση πόσο καλά μιλάνε την κυπριακή διάλεκτο κάποιοι Τουρκοκύπριοι. Κι ενώ νοιώθω ότι είμαστε ίδιοι, σε κάποια πράγματα ίσως τελικά να είναι πολύ πιο βαθιά ριζωμένοι από τους Ελληνοκύπριους. Ίδιοι μπορεί να μην είμαστε αλλά σίγουρα είμαστε πάρα πολύ όμοιοι.
Δεν με ενδιαφέρει και τόσο αν ονομάζομαι Κύπρια ή Ινδή ή κάτι άλλο.
Εσύ, ως Βελγίδα στην καταγωγή, ένοιωσες ποτέ ξένη στην Κύπρο, έτυχε ποτέ κάποιος να σε κατατάξει στους «άλλους»;
Πάντα. Η αλλαγή έγινε όταν έμαθα ελληνικά. Όταν άρχισα να μιλώ τη γλώσσα και να καταλαβαίνω την κουλτούρα, τότε άρχισα να νοιώθω μέρος της κυπριακής κοινωνίας. Δεν παύω φυσικά να είμαι ξένη. Αυτό φυσικά ισχύει και για το Βέλγιο. Εκεί μπορεί να νοιώθω περισσότερο Κύπρια παρά Βελγίδα. Υπάρχουν όμως και τα θετικά του να είσαι «ο άλλος». Μπορείς να «γλυτώσεις» από αρκετές καταστάσεις, μπορείς να πεις πράγματα πολύ πιο εύκολα σε σχέση με κάποιον ντόπιο που θα μετρήσει πολύ τα πράγματα… Υπάρχουν φυσικά και οι δυσκολίες, όπως για παράδειγμα τότε που προτάθηκα για Βραβείο Λογοτεχνίας για κάποιο από τα βιβλία μου, πλην όμως δεν διακαιόμουν αφού δεν ήμουν Κύπρια, έστω κι αν τελείωσα σε ελληνικό λύκειο και ζω στην Κύπρο εδώ και 25 χρόνια, εργάζομαι για τοπικές εφημερίδες, προωθώ τα πολιτιστικά του τόπου κλπ.
Πότε έγινε αυτό;
Το 2007. Αφού είχα ψάξει να δω πως είναι το σύστημα σε άλλες χώρες και βρήκα πως, άμα ζεις σε μια χώρα περισσότερα από 7 χρόνια δικαιούσαι να προταθείς για ένα τέτοιο βραβείο, είχα στείλει μια σχετική επιστολή στον Υπουργό Παιδείας. Πλέον έχει αλλάξει ο νόμος.
Έχεις αποκτήσει κυπριακή υπηκοότητα;
Όχι. Από τη μια το Βέλγιο αρνείται τη διπλή υπηκοότητα, ενώ από την άλλη δεν με ενδιαφέρει και τόσο αν ονομάζομαι Κύπρια ή Ινδή ή κάτι άλλο.
Ο Giliano, ο αρχιτέκτονας που έκανε την πόλη, την ονόμασε «an ideal city», διότι το ήθελε να δουλεύει για το καλό των κατοίκων και των πολιτών, έτσι ώστε να μπορούν να ζουν καλά και αρμονικά. Ως μια ολόκληρη-ενωμένη πόλη, η Λευκωσία πρέπει να έχει τα χαρακτηριστικά μιας μαντάλας για να προχωρήσει μπροστά.
Πόσο κοντά στη λύση και την επανένωση θεωρείς ότι είμαστε;
Τη μια πιστεύω ότι ίσως κάτι πάει να γίνει, την άλλη είμαι προβληματισμένη. Αυτό που έχουμε κατορθώσει πάντως σήμερα είναι να είμαστε πιο κοντά ως άνθρωποι. Είναι αρκετά φανερό ότι υπάρχει πολύς κόσμος που είναι έτοιμος και θέλει τη λύση και μιλά χωρίς φόβο για το θέμα. Φυσικά, έχουμε άλλους μέσα στα πόδια μας, εννοώντας την Τουρκία και την Ελλάδα, οπότε το θέμα είναι καθαρά πολιτικό πλέον και όχι κοινωνικό.
Άρα σε κοινωνικό επίπεδο, σε επίπεδο διαπροσωπικών σχέσεων μεταξύ Ε/κ και Τ/κ το Κυπριακό, θα έλεγες πως εν μέρει είναι λυμένο το Κυπριακό;
Ναι, για όσους ζουν κοντά στην Πράσινη Γραμμή. Αν πας Πάφο, όπου εγώ πάω τακτικά, εκεί είμαστε μίλια μακριά από την λύση. Υπάρχουν ακόμα τα στερεότυπα και ο παλιός τρόπος σκέψης. Το ίδιο ισχύει και στα χωριά και κυρίως σε τόπους που δεν έχουν και τόση επαφή με τα κατεχόμενα. Για εμάς, τους Λευκωσιάτες, είναι πιο εύκολο, διότι καθημερινά το ζούμε και οπτικά και κοινωνικά. Είναι πολύ πιο κοντά μας παρά σε κάποιον που ζει στη Μεσόγη της Πάφου και δεν έχει αυτή την επαφή. Για όσους ζουν στην Πράσινη Γραμμή θα επέλθει με πιο φυσικό τρόπο η λύση, αφού η επαφή ξεκίνησε εδώ και πάνω από 10 χρόνια. Τον κόσμο που ζει μακριά ίσως και να μην τον επηρεάζει τόσο. Εμένα με επηρεάζει στο ότι θέλω να βγω έξω και «κόβομαι» επειδή απλά ξέχασα το διαβατήριό μου… Ή όταν κάποιες από τις συναναστροφές μου θέλουν οργάνωση και χρόνο για να γίνουν.
Νοιώθω ότι είμαστε ίδιοι, σε κάποια πράγματα όμως ίσως τελικά οι Τουρκοκύπριοι να είναι πολύ πιο βαθιά ριζωμένοι από τους Ελληνοκύπριους.
Τυχαία επέλεξες να κυκλοφορήσεις τώρα το βιβλίο, εννοώντας ότι η συζήτηση για τυχόν λύση είναι έντονη όσο ποτέ άλλοτε;
Είναι σύμπτωση. Όταν είδα όμως ότι προωθείτο έντονα ο διάλογος και η διαδικασία, θέλησα να το εκδώσω πριν το τέλος του χρόνου. Θα μπορούσα να είχε βγει Γενάρη, Φλεβάρη, αλλά αποφάσισα να το σπρώξω 2-3 μήνες πιο μπροστά.
Ποια είναι η συμβολή της αρχαιολόγου-ιστορικού Άννας Μαραγκού στη δημιουργία του βιβλίο σου; Σε επίπεδο κειμένου τι περιλαμβάνει;
Οπτικά το βιβλίο βγήκε πάρα πολύ αυθόρμητα. Ήξερα ακριβώς ότι ήθελα να κάνω 11 μαντάλες για τους 11 Προμαχώνες, είχα βρει φωτογραφικά τα κοινά στοιχεία για τις δύο πλευρές της Λευκωσίας και με τη συνεργασία της Zara Der Arakelian που πήρε τα σχέδια μου από το χαρτί και τα μετέτρεψε σε ηλεκτρονική μορφή, βασικά είχα ένα έτοιμο βιβλίο. Μέσω συζήτησης με την Ιωάννα Χριστοδούλου της «A Bookworm Publication», αλλά και έπειτα από σκέψη δική μου, και μη μπορώντας να παραβλέψω το τεράστιο ιστορικό κομμάτι που αφορά τους Προμαχώνες, πλησίασα την Άννα Μαραγκού η οποία αγκάλιασε πάρα πολύ γρήγορα το βιβλίο αλλά και το σκεπτικό. Ενθουσιάστηκε με το ότι υπήρχε τρόπος να εκφραστεί ένα μέρος της ιστορίας της Λευκωσίας πολύ απλά και με διαδραστικό τρόπο. Μέσω συζήτησης με την Άννα και μη θέλοντας προσωπικά να είναι κάτι βαρετό η αναφορά στον κάθε Προμαχώνα, βασιστήκαμε στου δωρητές και στην προέλευση του ονόματος. Υπάρχει μια πολύ μικρή εισαγωγή για την ιστορία των τειχών, πότε κτίστηκαν, ποιος ήταν ο αρχιτέκτονας κλπ, υπάρχει μια εισαγωγή από μένα για το ίδιο το βιβλίο και για της ιδιότητες των μαντάλων και το σκεπτικό του πως συνδυάζεται με τη Λευκωσία, ενώ τέλος δίπλα από κάθε μαντάλα υπάρχει μια μικρή παράγραφος που απλούστατα αναφέρεται στον δωρητή, φέρνοντας στην επιφάνεια της Λατίνους, της Βενετσιάνους και της οικογένειες από Κύπρο που συνέβαλαν στο κτίσιμο της πόλης.
Συνειδητά επέλεξες την A Bookworm Publication για αυτή την έκδοση, λόγω του ότι είναι ένας λευκωσιάτικος εκδοτικός οίκος;
Παρόλο που ένοιωθα ότι μπορούσα να το κυκλοφορήσω μόνη μου, εντούτοις ήθελα να συνεργαστώ με έναν τοπικό, λευκωσιάτικο οίκο, διότι το βιβλίο το νοιώθω πολύ λευκωσιάτικο, ενώ νομίζω πως η bookworm είναι ένας από τους λίγους εκδοτικούς οίκους του νησιού που παρουσιάζουν τοπικές ιδέες. Επίσης, η Ιωάννα μού είχε προτείνει να μην κάνουμε απλά ένα βιβλίο ζωγραφικής, αλλά να εμβαθύνουμε κάπως με το ιστορικό κομμάτι. Όπως και έγινε.
Σίγουρα το να γνωρίσεις κάποιον βοηθά, αλλά κυρίως είναι το ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπό μας που κάνει τελικά τη διαφορά. Διότι με το ενδιαφέρον θα γνωρίσεις τι τρώει ο άλλος, πως νοιώθει, σε τι πιστεύει.
Πέραν από την ψυχαγωγία τόσο των παιδιών όσο και των ενηλίκων, για ποιο άλλο λόγο, από ποια δική σου ανάγκη, φτιάχτηκε το βιβλίο ζωγραφικής «Η Μαντάλα μου για τη Λευκωσία» με τις 11 «μαντάλες», στο πλαίσιο των τειχών της παλιάς πόλης;
Ξέφυγα λίγο από το κείμενο. Είμαι συγγραφέας και συνήθως γράφω, γράφω, γράφω. Αυτό το βιβλίο ολοκλήρωσε την αγάπη μου για το σχέδιο. Τα βιβλία ζωγραφικής ήταν πάντοτε μέρος της ζωής μου, από τον καιρό που ήμουν παιδί, αλλά και τώρα που η κόρη μου Λάρα μεγαλώνει και επίσης τα έχει στη ζωή της. Ήθελα κιόλας να δώσω κάτι πίσω με αυτό το project. Ζω στη Λευκωσία, δεν είμαι Λευκωσιάτισα, αλλά τη νοιώθω σαν πόλη δική μου. Με αυτό το βιβλίο υπήρχε και η διάσταση του να μοιραστώ με το κοινό την πόλη που ζω, ενώ είδα και τις ελλείψεις των δικών μου γνώσεων. Ψάχνοντας τους Προμαχώνες, συνειδητοποίησα ότι είχα ελλείψεις, ειδικά με αυτούς που βρίσκονται στα Κατεχόμενα.
Τα στοιχεία που βρήκες και έβαλες τελικά στις Μαντάλες είναι κοινά στις δύο πλευρές;
Ναι, τα περισσότερα αφορούν στα μεταλλικά πάνω στα παράθυρα και τις πόρτες που είναι τα ίδια παντού –θα πρέπει να υπήρχαν μόνο 2-3 μεταλλουργοί οι οποίοι έκαναν μαζική παραγωγή για όλη την πόλη. Τα κεραμικά στα παλιά σπίτια είναι επίσης παρόμοια, όπως και η πέτρα στις εκκλησίες ή οι παλιοί μεταλλικοί πάσσαλοι στους δρόμους. Φυσικά, για να συμπληρωθεί μια Μαντάλα βάζουμε και δικά μας καινούργια σχέδια.
Τι συμβολίζει μια μαντάλα και τι σχέση έχει τελικά με τις βενετικές οχυρώσεις της Λευκωσίας;
Αντιπροσωπεύει το σύμπαν. Μετά έρχονται και μπλέκονται η αρμονία, η ενότητα, η ισορροπία, η συμμετρία… Σε σχέση με τις οχυρώσεις, η μαντάλα ταιριάζει στο ότι χρειάζεται να υπάρχει ισορροπία, να υπάρχει ένας πυρήνας, να υπάρχει η αρμονία στους ανθρώπους έτσι ώστε να είναι λειτουργική η συμβίωση. Επίσης, ο Giliano, ο αρχιτέκτονας που έκανε την πόλη, την ονόμασε «an ideal city», διότι το ήθελε να δουλεύει για το καλό των κατοίκων και των πολιτών, έτσι ώστε να μπορούν να ζουν καλά και αρμονικά. Ως μια ολόκληρη-ενωμένη πόλη, η Λευκωσία πρέπει να έχει τα χαρακτηριστικά μιας μαντάλας για να προχωρήσει μπροστά. Και είναι και το άλλο, ότι δηλαδή η μαντάλα από μια ινδική παράδοση που ήταν έχει γίνει κάτι σαν trend, λόγω και του «θεραπευτικού» χαρακτήρα που έχει η διαδικασία του να την χρωματίσεις. Και παρόλο που νόμιζα ότι είναι μια εντελώς προσωπική υπόθεση ο χρωματισμός μιας μαντάλας, τελικά διαπίστωσα πως δεν ισχύει αυτό, αφού και με άλλους ανθρώπους στο τραπέζι ταυτόχρονα η διαδικασία είναι το ίδιο δυνατή και «θεραπευτική».
Ποια από τις 11 μαντάλες είναι η αγαπημένη σου και γιατί;
Νομίζω η πρώτη που ζωγράφισα, που αντιπροσωπεύει τον Προμαχώνα Προδοκάτορο. Αν και η κάθε μαντάλα δεν έγινε αποκλειστικά για κάθε προμαχώνα, εντούτοις νομίζω πως η συγκεκριμένη είναι πολύ λουλουδάτη και θυμίζει αρκετά τα παράθυρα της πόλης. Είναι πιο λευκωσιάτικη. Ο καθένας, νομίζω, βλέποντας τις μαντάλες θα αναγνωρίσει διάφορα στοιχεία που είδε στην παλιά πόλη.
Για όσους ζουν στην Πράσινη Γραμμή θα επέλθει με πιο φυσικό τρόπο η λύση, αφού η επαφή ξεκίνησε εδώ και πάνω από 10 χρόνια.
Τα στοιχεία τα φωτογράφιζες ή τα αποστήθιζες;
Στο άνοιγμα του βιβλίου θα δεις μια επιλογή φωτογραφιών με τα στοιχεία που φωτογράφισα.
Υπάρχει σωστός και λάθος τρόπος να ζωγραφίσεις μια μαντάλα;
Ναι και αυτό το συνειδητοποίησα με την κόρη μου. Κανονικά η μαντάλα πρέπει να ζωγραφίζεται αρμονικά και με ισορροπία σε σχέση με τα 4 τέταρτά της. Βλέποντας όμως το αποτέλεσμα, το να βάζεις χρώμα σε χαρτί είναι μια όμορφη διαδικασία όπως κι αν το κάνεις. Εξαρτάται τι θέλεις να κάνεις, εξαρτάται από τον χαρακτήρα σου, εξαρτάται αν έχεις OCD (γέλια). Εκεί είναι η ψυχαγωγία. Πως βάζεις χρώμα στη μαντάλα και τι χρώματα επιλέγεις και πως έρχεται τελικά η αρμονία. Και αυτό ισχύει τόσο για τα παιδιά όσο και για τους μεγάλους.
Έχεις σκοπό να κάνεις βιβλία αντίστοιχα και για τις άλλες πόλεις;
Ναι, επιλέγοντας τα χαρακτηριστικά της κάθε πόλης ξεχωριστά. Η Πάφος, για παράδειγμα, θα έχει μια μαντάλια για τον Ακάμα, μια μαντάλα για τα μωσαϊκά, μια μαντάλα για τα κρασοχώρια κλπ. Πάλι θα υπάρχουν 11 μαντάλες, όπως και στη Λευκωσία, ενώ θα υπάρχει επίσης το στοιχείο με τις ιστορικές πληροφορίες για την κάθε μαντάλα. Θα ξεκινήσουμε με την Πάφο λόγω και του «Πάφος ‘17».
* Το βιβλίο «Η Μαντάλα μου για τη Λευκωσία» (My Nicosia Mandala) διατίθεται σε τρεις γλώσσες (ελληνικά, τούρκικα και αγγλικά) στα βιβλιοπωλεία Σολώνειο και Mouflon στη Λευκωσία, στα Βιβλιοπωλεία Μαυρομάτης παγκύπρια, στο Μουσείο Τεχνών Ζαμπέλα αλλά και online μέσω του Amazon.