«Εάν ξαναγεννιόμουν, ναι, θα επέλεγα πάλι το θέατρο και τον Εύη»

Εξήντα πέντε χρόνια στη σκηνή. Και ύστερα τα φώτα σβήνουν. Και τότε μένει απλά ο άνθρωπος, η γυναίκα και η αλήθεια της.

 


Article featured image
Article featured image

Η μεγάλη κυρία του κυπριακού θεάτρου, Τζένη Γαϊτανοπούλου, ανοίγει το σπίτι και την καρδιά της στη Madame Figaro, για μια συγκλονιστική εξομολόγηση!

 

Το φως από την τζαμαρία πέφτει σαν προβολέας πάνω στις φωτογραφίες. Τις κρατά με ευλάβεια. Η κάθε μία από αυτές είναι και μία ψηφίδα, στο μωσαϊκό της ζωής της. Η ζωή της όλη, είναι το θέατρο. Εξήντα πέντε χρόνια το υπηρέτησε. ΘΟΚ, Επίδαυρος, Θέατρο Τέχνης, Εθνικό Θέατρο, Κολοσσαίο, Θεατράκι του ΡΙΚ.

Ανάβει ένα τσιγάρο. Το ξανάρχισε μετά από δεκαετίες. Συνεχίζει να φυλλομετρά τις φωτογραφίες, που είναι απλωμένες στο τραπεζάκι μπροστά μας. Ο Εύης, ο Κάρολος Κουν, ο Νίκος, η Αννίτα, η Άλκηστη, η Λένια… Η  ιστορία του ελληνικού και του κυπριακού θεάτρου περνά από μπροστά μου. Κοιτώ μαγεμένη. Τα τρία γατιά της Τζένης Γαϊτανοπούλου, κάθονται ανάμεσά μας. Είναι η συντροφιά της.

Λίγο πιο πέρα ένα ταμπελάκι με το όνομα του Εύη Γαβριηλίδη. Του μεγάλου θεατράνθρωπου που έφυγε πριν από ένα χρόνο. Η «παρουσία» του είναι διάχυτη στο χώρο. Κυρίως όμως υπάρχει μέσα της. Στην ψυχή και τις αναμνήσεις της. «Εκείνο που με κάνει ακόμη να χαμογελώ είναι το ότι σκέφτομαι τον Εύη. Σαν να υπάρχει. Σαν να είναι δίπλα μου. Εδώ καθόταν». Μου δείχνει την άδεια καρέκλα και ύστερα τα μάτια της βουρκώνουν. Πέρασαν πολλά μαζί, χώριζαν, ξανάσμιγαν μέχρι που μία μέρα παντρεύτηκαν. Στα κρυφά, ένα Σάββατο, στην εκκλησία του Τρυπιώτη, χωρίς ούτε η ίδια να το γνωρίζει.


Όλα του τα συγχωρούσα, τα θεωρούσα μηδαμινά. Το μόνο που μου λείπει είναι ένα παιδί. Ο Εύης μού είπε δεν γίνεται να κάνουμε παιδιά, δεν γίνεται να κάνεις θέατρο και παιδιά. Το ασπάστηκα αυτό. Τώρα έχω μετανιώσει. Και στο τέλος πριν φύγει ο Εύης μου λέει «Τι κρίμα που δεν κάναμε παιδιά».




Η ματιά μου πέφτει στις παιδικές της φωτογραφίες. «Είμαι από την Παλαιστίνη. Μικρούλα έπαιζα στις σχολικές παραστάσεις. Στην Κύπρο ήρθαμε το 1948 και συνέχισα να κάνω θέατρο. Ήθελα όταν μεγαλώσω να σπουδάσω ηθοποιός. Πάντα αυτό ήθελα». Και τα κατάφερε. Υπηρέτησε με αφοσίωση το θέατρο μέχρι που αφυπηρέτησε από τον ΘΟΚ το 2003. Πριν από μερικές βδομάδες τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Αριστείο Γραμμάτων, Τεχνών και Επιστημών. Αυτή ήταν και η αφορμή που έψαχνα για να τη συναντήσω. «Δεν είμαι άνθρωπος που ενδιαφέρομαι για τη φήμη μου με αυτή την έννοια. Ήταν μια έκπληξη για μένα αυτή η διάκριση. Βέβαια, νιώθεις περηφάνια για τους κόπους που έχεις κάνει σε όλη σου τη ζωή. Γιατί εγώ μια ζωή κάνω θέατρο. Από παιδί. Προσπάθησα εκεί να πω αυτά που πίστευα. Γιατί πιστεύω στον άνθρωπο και στον ηθοποιό». Την κοιτώ, μια εκείνη και μια τις φωτογραφίες, και την αφήνω να με ταξιδέψει όπως αυτή ξέρει, σε έναν κόσμο μαγικό, δραματικό, ενίοτε σκληρό και άλλοτε τρυφερό, όπως είναι ο κόσμος του θεάτρου.

 

Συνέντευξη στη Βαρβάρα Γεωργιάδου

Φωτογραφίες: Μιχάλης Κυπριανού (& αρχείο Τζένης Γαϊτανοπούλου)

Επιμέλεια: Σοφία Ευσταθίου

Μακιγιάζ: Τερέζα Μάντη

 

ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ… ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ

Έχω μνήμες από εκεί παρόλο που ήμουν παιδί όταν φύγαμε. Η μητέρα μου ήταν ερασιτέχνης ηθοποιός. Η δε γιαγιά μου και ο πατέρας της, ήταν επαγγελματίες ηθοποιοί από τη Σμύρνη. Κατέβηκαν στην Ιερουσαλήμ για περιοδεία, την είδε ο παππούς μου, ερωτεύτηκαν, την έβγαλε από το θέατρο και έκαναν οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν διευθυντής μιας εγγλέζικης ασφαλιστικής. Στην Παλαιστίνη, υπήρχε μεγάλη ελληνική παροικία, όπου κάναμε και ελληνικό θέατρο. Το 1948 έγινε ο πόλεμος. Φύγαμε, μέσα από σφαίρες και φτάσαμε στην Αίγυπτο. Κάτσαμε εκεί οκτώ μήνες και ύστερα μετακομίσαμε στην Κύπρο.

 



«Ιφιγένεια εν αυλίδι», Θέατρο Τέχνης, ρόλος Εκάβης


Ενώ περπατούσα στο διάδρομο του Ραδιοφώνου του ΡΙΚ βλέπω ένα νέο άντρα, πολύ γοητευτικό να με κοιτάζει και να με ρωτά εάν είμαι η Τζένη Γαϊτανοπούλου. «Έχω ακούσει για σένα μου λέει, θέλεις απόψε να βγούμε;» Του απαντώ θετικά, βγαίνουμε και έτσι αρχίζει το ειδύλλιό μας. Εγώ ήμουν δεκαοκτώ χρονών και ο Εύης εννέα χρόνια μεγαλύτερος.




ΝΕΑ ΠΑΤΡΙΔΑ

Στην αρχή τα πράγματα ήταν λίγο δύσκολα. Μας έβλεπαν σαν ξένους. Δεν είχαμε καλή υποδοχή. Μικρή θυμάμαι, κυκλοφορούσα με σορτς και με κοροϊδεύαν. Φοίτησα στην Αμερικάνικη Ακαδημία, όπου συνέχισα να κάνω θέατρο. Στα δεκατέσσερά μου, πριν τελειώσω το γυμνάσιο ο πατέρας μου πέθανε. Στα δεκαέξι μου αποφοίτησα από το σχολείο. Εν τω μεταξύ η μητέρα μου ξαναπαντρεύτηκε έναν Παλαιστίνιο που ζούσε στην Ιορδανία και μετακομίσαμε εκεί. Δούλεψα στα Ηνωμένα Έθνη και στην Αμερικάνικη Πρεσβεία.

 

Η ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

Δεν μπορούσα να ζήσω άλλο στην Ιορδανία παρόλο που ασχολούμουν ερασιτεχνικά με το θέατρο. Το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις έφθασα στην Κύπρο, ήταν να πάω στο ΡΙΚ. Πήγαινα εκεί από τότε που ήμουν μαθήτρια. Είχα γνωρίσει τη Ναταλία Αρβανιτάκη που είχε στο ραδιόφωνο το πρόγραμμα Παιδική Γωνιά και έκανα την αφήγηση των παραμυθιών. Συνέχισα να το κάνω για πολλά χρόνια αυτό. Εκτός από ραδιόφωνο έκανα και το πρώτο έργο στην τηλεόραση. Εν τω μεταξύ ο Γιώργος Αρβανιτάκης είχε ανοίξει Δραματική Σχολή εδώ στην Κύπρο με Διευθυντή και καθηγητή τον Θάνο Σακέτα που είχε φέρει από την Ελλάδα και τη Μαίρη Αρώνη. Φοίτησα εκεί. Ο Εύης Γαβριηλίδης και η Μόνικα Βασιλείου δίδασκαν επίσης στη σχολή.

 



«Η νύχτα της Ιγκουάνα», Θέατρο Τέχνης

 

ΜΙΑ ΚΑΡΜΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Ενώ περπατούσα στο διάδρομο του Ραδιοφώνου του ΡΙΚ βλέπω ένα νέο άντρα, πολύ γοητευτικό να με κοιτάζει και να με ρωτά εάν είμαι η Τζένη Γαϊτανοπούλου. «Έχω ακούσει για σένα μου λέει, θέλεις απόψε να βγούμε;» Του απαντώ θετικά, βγαίνουμε και έτσι αρχίζει το ειδύλλιό μας. Εγώ ήμουν δεκαοκτώ χρονών και ο Εύης εννέα χρόνια μεγαλύτερος. Ήταν ένα έντονο ειδύλλιο, το οποίο είχε μέσα στα χρόνια πολλές διακοπές. Ξαναπήγε εκείνος στο Παρίσι, υπήρχαν άλλες κοπέλες στη ζωή του, εγώ ήμουν σε πλήρη μαρασμό…

 

Η ΑΘΗΝΑ

Μετά από επιμονή του Εύη αποφασίσαμε με μερικούς συναδέλφους να κατεβούμε στην Αθήνα στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Μας είδε ο Κουν και τρόμαξε. Τελικά, επέλεξε μερικούς από εμάς. Το Νίκο Χαραλάμπους, το Στέλιο Καυκαρίδη, τη Σούλα Μελετίου και εμένα. Μας έβαλε στο «Θάνατο του Εμποράκου» και μετά κράτησε μόνο εμένα. Έτσι συνέχισα μαζί του μερικά ακόμη χρόνια. Έκανα περιοδείες με τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο, στη Ρωσία, στην Πολωνία και στην Αγγλία. Οι Εγγλέζοι έπαθαν αμόκ. Είχαν τρελαθεί, με την παράσταση της οποίας τα σκηνικά και το κοστούμια είχε κάνει ο Γιάννης Τσαρούχης και τη μουσική είχε γράψει ο Μάνος Χατζιδάκις. Έπαιξα αρκετά έργα στο Θέατρο Τέχνης. Ένα από αυτά που θυμάμαι έντονα είναι «Η Νύχτα της Ιγκουάνα», του Τένεσι Ουίλιαμς.


Μου είχε αδυναμία ο Κουν. Εγώ του είχα λατρεία βεβαίως, ήταν ο δάσκαλός μου.




«Οιδίπους Τύραννος» από το Εθνικό Θέατρο στο Κολοσσαίο 

 

Ο ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ

Μου είχε αδυναμία ο Κουν. Εγώ του είχα λατρεία βεβαίως, ήταν ο δάσκαλός μου. Ετοίμαζε τις «Ικέτιδες» και μου έδωσε το ρόλο της Βασίλισσας. Εν τω μεταξύ είχα δημιουργήσει δεσμό με τον Εύη, ο οποίος είχε αρρωστήσει και ήθελα να πάμε στην Αγγλία για να κάνει εγχείρηση. Το λέω στον Κουν και του ζητώ να με βγάλει από το ρόλο. Μου λέει «Αν γυρίσεις σε ένα μήνα ο ρόλος θα είναι δικός σου». Έκανα δυο μήνες και τον έδωσε στη Έλλη Αγγελίδου. Όταν γύρισα έπαιξα μια συνοδό της Βασίλισσας. Συνέχισα εκεί στο Θέατρο Τέχνης κάνοντας μεγάλους ρόλους.


Έκανα περιοδείες με τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο, στη Ρωσία, στην Πολωνία και στην Αγγλία. Οι Εγγλέζοι έπαθαν αμόκ. Είχαν τρελαθεί, με την παράσταση της οποίας τα σκηνικά και το κοστούμια είχε κάνει ο Γιάννης Τσαρούχης και τη μουσική είχε γράψει ο Μάνος Χατζιδάκις.




Η ΕΠΙΣΤΟΡΦΗ

Το 1968 ο Εύης δίδασκε στη σχολή του Πέλλου Κατσέλλη στην Αθήνα και αποφάσισε να επιστρέψει στην Κύπρο για να φτιάξει Δραματική Σχολή. Λέω στο Κουν «Θα φύγω». Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Ήρθαμε, έφτιαξε τη σχολή και παράλληλα δούλευε και στο ΡΙΚ, όπου άρχισε να ανεβάζει τηλεοπτικά έργα με επαγγελματικό τρόπο. Κράτησε δυο χρόνια η Σχολή. Στη συνέχεια δημιούργησαν με τον Ανδρέα Χριστοφίδη, το θεατράκι του ΡΙΚ. Η πρώτη παράσταση που κάναμε εκεί ήταν ο «Ασυλλόγιστος». Οι περισσότερες παραστάσεις μεταφέρονταν και στην τηλεόραση.

 



«Ψύλλοι στ' αυτιά» από τον ΘΟΚ

 

ΝΕΑ ΑΡΧΗ

Μετά από δυο χρόνια δημιουργήθηκε ο ΘΟΚ. Όπως ήταν φυσικό οι περισσότερο πήγαν εκεί, έτσι το θεατράκι έκλεισε. Εμείς δεν πήγαμε από ένα πείσμα. Αρχικά παίξαμε με μια ομάδα, την Πειραματική που είχε δημιουργήσει η Λένια Σορόκου, με τον Κώστα Χαραλαμπίδη και τον Ευτύχιο Πουλλαΐδη. Μετά από δυο χρόνια παραστάσεων, ο ΘΟΚ άρχισε να μας «τραβά». Κάποια στιγμή προτείναν στον Εύη να γίνει Διευθυντής του Οργανισμού. Έκλεισε η Πειραματική και πήγαμε στον ΘΟΚ. Έμεινα εκεί μέχρι που αφυπηρέτησα το 2003.


Όταν κάναμε το «Βυσσινόκηπο» σε κάποιο μονόλογο μού λέει «Έτσι να είσαι στην κουζίνα σου, όχι στο θέατρο». Σταμάτησα την πρόβα και είπα «Εύη λυπάμαι πολύ, εγώ έτσι παίζω, εάν δεν σου αρέσει να φύγεις». Τόλμησα, οι υπόλοιποι έφυγαν από τη σκηνή. Εκείνος έμεινε εμβρόντητος. Από τότε άλλαξε συμπεριφορά απέναντί μου.




25 ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟΝ ΘΟΚ

Από τις παραστάσεις που θυμάμαι έντονα είναι οι «Ικέτιδες» του Ευριπίδη όπου είχα το βασικό ρόλο, η «Επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας» αλλά και οι «Τρεις Ψηλές Γυναίκες». Αυτή ήταν από τις τελευταίες μου παραστάσεις, όπου έπαιζα με την Αννίτα Σαντοριναίου και τη Στέλα Φυρογένη σε σκηνοθεσία Φαίδρου Στασίνου.

 

 

ΜΙΑ ΤΡΑΥΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

Το πρώτο έργο που ανέβηκε στη Δεύτερη Σκηνή του ΘΟΚ (στις Αποθήκες) ήταν «Οι ευτυχισμένες Μέρες» του Μπέκετ. Ήταν ένας μονόλογος δυο ωρών όπου φαινόταν μόνο το κεφάλι και τα χέρια μου. Ένα πολύ δύσκολο έργο, που σκηνοθετούσε ένας Γερμανός. Στις πρόβες έκανε συνεχώς γκριμάτσες. Μια μέρα σταμάτησα και του λέω «Αν δεν σου κάνω πήγαινε στο διευθυντή και ζήτα άλλη ηθοποιό». Άλλαξε συμπεριφορά. Βγήκαμε πρεμιέρα υπό άθλιες συνθήκες. Εκείνη τη μέρα ζεσταινόμουν πολύ, ενώ ο κόσμος άρχισε να φεύγει από την παράσταση. Νόμιζα ότι εγώ έφταιγα. Στο διάλειμμα ανέβηκα στο καμαρίνι μου συντετριμμένη και όπως έβαλα το χέρι μου στο καλοριφέρ διαπίστωσα πως ήταν ζεστό. Ήταν 8 Οκτωβρίου και ήταν όλα τα καλοριφέρ αναμμένα.

 

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Εν τω μεταξύ δέχθηκα νέο τηλεφώνημα από τον Κουν όπου μου ζήτησε να πάω στην Ελλάδα για να παίξω. Πήρα άδεια από το ΘΟΚ και πήγα. Έκανα «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» στην Επίδαυρο. Μεγάλη επιτυχία. Μου ζήτησε να μείνω. Επέστρεψα όμως για να συνεχίσω την καριέρα μου εδώ. Ξαναπήγα για να κάνω τις «Τρεις Αδελφές» του Τσέχωφ. Ήταν και η Λένια Σορόκου στην παράσταση. Μέναμε μαζί. Εκείνη καθάριζε, εγώ μαγείρευα.

 



«Ελένη» του Ευριπίδη από τον ΘΟΚ στο Μέγαρο Μουσικής

 

Ο ΕΥΗΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ

Ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος, χιουμορίστας και πολύ μορφωμένος. Όλη τη ζωή μας, τη ζήσαμε σε γλέντι. Καταπληκτική ζωή. Όλα του τα συγχωρούσα, τα θεωρούσα μηδαμινά. Το μόνο που μου λείπει είναι ένα παιδί. Ο Εύης μου είπε δεν γίνεται να κάνουμε παιδιά, δεν γίνεται να κάνεις θέατρο και παιδιά. Το ασπάστηκα αυτό. Τώρα έχω μετανιώσει. Και στο τέλος πριν φύγει ο Εύης μου λέει «Τι κρίμα που δεν κάναμε παιδιά». Πάντως βοήθησε πολύ κόσμο, πολλούς νέους, είχε όμως και πολλούς εχθρούς. Όπως κάθε πετυχημένος άνθρωπος.

 

Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΣ

Υπέφερα πολύ μαζί του σε ό,τι αφορά στην επαγγελματική μας συνεργασία. Έχω ακούσει βρισίδι του άλλου κόσμου. Μόνο εγώ. Ήταν τρομερά δύσκολος και αυστηρός μαζί μου. Όταν κάναμε το «Βυσσινόκηπο» σε κάποιο μονόλογο μού λέει «Έτσι να είσαι στην κουζίνα σου, όχι στο θέατρο». Σταμάτησα την πρόβα και είπα «Εύη λυπάμαι πολύ, εγώ έτσι παίζω, εάν δεν σου αρέσει να φύγεις». Τόλμησα, οι υπόλοιποι έφυγαν από τη σκηνή. Εκείνος έμεινε εμβρόντητος. Από τότε άλλαξε συμπεριφορά απέναντί μου. Πέραν τούτου, επειδή ήθελε να διορθώσει τον ΘΟΚ, καλούσε σκηνοθέτες και ηθοποιούς από την Ελλάδα. Έμεναν όλοι εδώ στο σπίτι. Αγόρασα λοιπόν ένα καταψύκτη και ετοίμαζα φαγητά και είχα έτοιμα φαγητά για να περιποιούμαι τους ξένους.

 



Εύης Γαβριηλίδης, Τζένη Γαϊτανοπούλου


Την παραμονή του θανάτου του, ήρθε η Λένια και μου λέει «Σήκω, ντύσου. Πάμε να δεις τον Εύη». Ήταν πέντε το απόγευμα. Δευτέρα. Του κρατούσα το χέρια και ένιωθα τα δάχτυλα του να κινούνται. Κάθισα εκεί ως τις πέντε το πρωί, μέχρι που έσβησε.




Ο ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ

Η ζωή χωρίς τον Εύη είναι αβάστακτη. Όλα είναι του Εύη. Είχε καταλάβει ότι θα φύγει. Φοβόταν το θάνατο. Έδινε οδηγίες αν τυχόν και φύγει, να μην αφήσω το σπίτι. Μια μέρα μού λέει, έλα πιάσε εδώ. Πιάνω ένα κουβαράκι. Έκανε επέμβαση. Κράτησε ένα χρόνο μες το φόβο και την αγωνία. Τον τελευταίο μήνα πριν πεθάνει οι γιατροί βρήκαν ότι επηρεάστηκε και ο πνεύμονας. Δεν του το είπαμε. Εγώ είχα πέσει σε βαριά κατάθλιψη. Λίγο πριν «φύγει» αποφάσισε να τα αλλάξει όλα μες το σπίτι. Εγώ επειδή είμαι και πολύ νοικοκυρά δεν το άντεχα. Για να βρω λύτρωση, επειδή ήμουν σε κατάθλιψη κοιμόμουνα. Κάποια στιγμή ανέβηκε στον καναπέ με τα παπούτσια για να μετακινήσει έναν πίνακα. Τον κρατούσα, έγειρε πίσω, έπεσε πάνω μου και έσπασα το πόδι μου. Εκείνον τον πήγαν στο Ογκολογικό και εμένα για εγχείρηση. Δεν με άφηναν να το δω. Έκατσα στην κλινική σχεδόν ένα μήνα. Την παραμονή του θανάτου του, ήρθε η Λένια και μου λέει «Σήκω, ντύσου. Πάμε να δεις τον Εύη». Ήταν πέντε το απόγευμα. Δευτέρα. Του κρατούσα το χέρια και ένιωθα τα δάχτυλα του να κινούνται. Κάθισα εκεί ως τις πέντε το πρωί, μέχρι που έσβησε.

 

 

ΕΓΩ Η ΤΖΕΝΗ

Δεν μπορώ να κάνω θέατρο πια. Τελείωσε για μένα. Δεν μπορώ να περπατήσω, έχω το πόδι μου. Επίσης, έχω διαγνωστεί με ξηρή ωχρά κηλίδα. Και έτσι η ζωή μου είναι από τον καναπέ που κάθομαι το χειμώνα και βλέπω τηλεόραση, στο κρεβάτι να βλέπω και εκεί τηλεόραση. Είναι και μερικοί φίλοι όπως η Αννίτα Σαντοριναίου και η Λένια Σορόκου, οι οποίες δεν με εγκαταλείπουν. Είναι και μερικές άλλες φίλες, αλλά βασικά είναι η Αννίτα και η Λένια. Εάν ξαναγεννιόμουν, ναι, θα επέλεγα πάλι το θέατρο και τον Εύη. Αλλά το μόνο που ήλπιζα ήταν να μπορούσαμε να φύγουμε μαζί.


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ