«Το ένιωθα πως θα έβγαινα ζωντανός από το Άουσβιτς»

Ελληνοεβραίος από την Θεσσαλονίκη, ο Μοσέ Αελιών, οδηγήθηκε σε ηλικία 18 ετών στο Άουσβιτς. Ενάμιση χρόνο αργότερα, επιζών από το ναζιστικό στρατόπεδο, ήταν ένας απ’ τους Εβραίους που εξαναγκάστηκαν στις πορείες θανάτου. Σε ηλικία 93 ετών κάνει σχέδια για την ζωή, περιμένει να ολοκληρωθεί η παραγωγή ενός ντοκιμαντέρ στο οποίο έχει λάβει μέρος και εύχεται ένα ποίημα που έχει γράψει και μελοποιήσει ο ίδιος να γίνει ο ύμνος του ολοκαυτώματος.

Article featured image
Article featured image

Από την Ιωάννα Χριστοδούλου

Κεντρική φωτογραφία: Γιώργος Γιαλλούρης

 

Λίγο πριν ολοκληρωθεί η συνάντησή μας μού απήγγειλε την Οδύσσεια του Ομήρου στην ισπανοεβραική. «Η Ηλιάδα και η Οδύσσεια δεν ήταν μεταφρασμένες στην λαντίνο. Εγώ τις έχω μεταφράσει», μου λέει με περηφάνια μιλώντας άπταιστα ελληνικά.  

Ο κύριος Αελιών ήταν ένας απ’ τους εξήντα χιλιάδες Εβραίους που ζούσαν εν έτει 1940 στην Θεσσαλονίκη και το πρώτο παιδί του Ελιάχου και της Ραχήλ Αελιών. 


Τρώγαμε κάρβουνα και κτυπούσαμε τον εαυτό μας για να ζεσταθούμε, να ξεγελάσουμε το μυαλό μας ότι δεν κάνει κρύο.


Τι θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια στην Θεσσαλονίκη;

Γεννήθηκα στο σπίτι του παππού μου, απ’ την πλευρά της μητέρας μου, γιατί η εβραϊκή παράδοση θέλει τις νέες οικογένειες να ζουν τον πρωτό χρόνο στο σπίτι της νύφης. Η αδελφή μου γεννήθηκε ενάμιση χρόνο μετά. Δεν ήμασταν πλούσια οικογένεια και πολύ σύντομα μετακομίσαμε σε νοικιαζόμενο σπίτι κοντά στις νέες φυλακές της πόλης. Απ’ τους ήχους που θυμάμαι έντονα ως παιδί, ήταν οι φωνές των φρουρών της φυλακής. Πήγαινα σχολείο στο 4ο γυμνάσιο αρρένων Θεσσαλονίκης. Ήμουν στην έκτη γυμνασίου όταν τον Απρίλιο του 1941 μπήκαν οι Γερμανοί στην πόλη. Οι περιπέτειες της εβραϊκής κοινότητας θα άρχιζαν ένα χρόνο μετά. Ήμουν στα 16 και λίγους μήνες πριν είχα χάσει τον πατέρα μου.

 



 

Καλοκαίρι του ’42 ήταν που άρχισε η καταδίωξη;

Ναι. Αρχικά μ' ένα διάταγμα που μας καλούσε να παρουσιαστούμε στην Πλατεία Ελευθερίας, κοντά στο λιμάνι. Επειδή ήμουν στα 17 δεν είχα πάει στην επίταξη του Ιουλίου. Εφτά μήνες μετά ήρθαν νέα διατάγματα. Οι Εβραίοι μετακομίσαμε στα λεγόμενα γκέτο, σημάδεψαν τα σπίτια μας και μας υποχρέωσαν να ράψουμε στα ρούχα μας το κίτρινο αστέρι. Δεν μας άφηναν να πηγαίνουμε σχολείο. Δεκαετίες μετά, μία κυρία που ήταν δασκάλα στο γυμνάσιό μου, είχε βρει στο σχολείο τον μαθητικό μου φάκελο και μου τον είχε φέρει. Τις βαθμολογίες και όλα, μαζί με μία σημείωση που έλεγε ότι ο μαθητής Μοσέ Αελιών δεν εμφανίστηκε για μέρες στο σχολείο. Στα τέλη του έτους, η ναζιστική επιτροπή που έφτασε στην πόλη, μας ανακοίνωσαν πως θα μας μετέφεραν στην Πολωνία όπου μας είπαν ότι συγκεντρώνονταν οι Εβραίοι της Ευρώπης λόγω του πολέμου.


Σωματικά δεν είχα δύναμη αλλά όλη η δύναμη ερχόταν από μέσα μου. Η ελπίδα της ελευθερίας.




Γνωρίζατε τον πραγματικό λόγο τότε;

Όχι μόνο δεν τον γνωρίζαμε αλλά δεν μπορούσαμε να τον φανταστούμε κιόλας. Δεν μπορούσαμε όμως να αντισταθούμε. Η κατάσταση ήταν άγρια, σκότωναν αυτούς που δεν υπάκουαν. Με την μητέρα, την αδελφή, τον παππού, την γιαγιά, τον θείο, την θεία και το μικρό μας ανιψάκι, μάς πήραν στον συνοικισμό Βαρώνου Χιρς την Άνοιξη του 1943. Ήταν Απρίλιος όταν είχε φθάσει η σειρά μας να επιβιβαστούμε στο τρένο που θα μας έπαιρνε στην Πολωνία.

Πόσες μέρες διήρκησε το ταξίδι;

Μία βδομάδα ήμασταν στοιβαγμένοι μες το τρένο. Περισσότερα από ογδόντα άτομα σε κάθε βαγόνι. Νομίζαμε ότι τα δύσκολα θα περνούσαν όταν θα φτάναμε στην Κρακοβία. Αντί αυτού, όταν το τρένο έφτασε στον προορισμό του και οι πόρτες άνοιξαν, είδαμε ανθρώπους ντυμένους με ριγωτές στολές. Αναρωτηθήκαμε αν ήταν φυλακή αλλά κανείς δεν μας ενημέρωνε. Οι ναζί μας χώρισαν σε τέσσερις ομάδες. Τον παππού μου τον έστειλαν με τους γέρους, έμεινα με τον θείο μου και ζητήσαμε την αδελφή μου την Νίνα, που ήταν μόλις δεκαπέντε χρονών, να την αφήσουν με τις υπόλοιπες γυναίκες της οικογένειας. Είπαν πως θα τις έπαιρναν στο Μπίρκεναου. Αυτό ακούσαμε. Δεν ξέραμε τι είναι το Μπίρκεναου. Δεν ξέραμε ότι με αυτή μας την απόφαση την καταδικάζαμε σε θάνατο.

Κι εσείς;

Ήταν 13 Απριλίου όταν κατευθυνθήκαμε πεζοί στο στρατόπεδο που κάτω απ’ την θύρα της εισόδου ήταν η επιγραφή «Arbeit Macht Frei» δηλαδή «Η εργασία ελευθερώνει». Μετά μάθαμε πως το λένε Άουσβιτς αυτό το στρατόπεδο. Ήμουν δεκαοκτώ χρονών και δύο μηνών. Μας πήραν τα προσωπικά μας αντικείμενα, μας κούρεψαν και μας ανάγκασαν να φορέσουμε την ριγέ στολή και τον μπερέ. Μέσα σε λίγα λεπτά ήμασταν φυλακισμένοι και ο αριθμός που μου χάραξαν στο μπράτσο την επομένη ήταν ο 114.923. Εκείνο το βράδυ κοιμηθήκαμε στο μπλοκ 8Α και την επομένη το πρωί ξυπνήσαμε απ’ τις φωνές του μπλοκάρχη. Μας έβγαλαν έξω στο κρύο, μας έδωσαν λίγο τσάι, λίγο ψωμί, λίγο τυρί και μετά μας διέταξαν να κάνουμε ασκήσεις. Δεν ξέραμε γερμανικά αλλά πολύ σύντομα μάθαμε τις λέξεις που έπρεπε να αναγνωρίζουμε για να μην μας κτυπούν. Έκανα διάφορες δουλειές στο Άουσβιτς. Αν δεν δούλευες εκεί, δεν ήσουν χρήσιμος, δεν άξιζες να ζεις. Σκάβαμε κανάλια υπονόμων, φτιάχναμε κήπους, κάναμε πολλές και σκληρές δουλειές. Αδύναμοι και πεινασμένοι, έπρεπε να δουλεύουμε γρήγορα και να μην μιλάμε μεταξύ μας. Το μεσημέρι είχε πάντα σούπα και ήταν τυχερός όποιος ήξερε αυτόν που την μοίραζε γιατί αυτό σήμαινε πως θα έσπρωχνε την κουτάλια στον πάτο του βαρελιού και θα του έβαζε περισσότερες πατάτες. Το βράδυ τρώγαμε λιγοστό ψωμί με μαρμελάδα ή λίγο τυρί. Κάθε πρωί, στις πέντε και μισή, ξυπνούσαμε και ξαναρχίζαμε δουλειά. Με τον καιρό, απ’ την ασιτία και την ασταμάτητη δουλειά, οι  κατάδικοι γίνονταν «μούζελμαν», έτσι λέγανε τους σκελετωμένους. 


Κάθε φορά που έμπαιναν στον θάλαμο οι SS, εμείς βγάζαμε τον καπέλο μας κι αυτοί ανακοίνωναν τους αριθμούς των κρατουμένων που θα έφευγαν. Στο άκουσμα κάθε αριθμού κάποιοι έφευγαν σιωπηλά, άλλοι κραύγαζαν και άλλοι έκλαιγαν.


Για τις γυναίκες της οικογένειάς σας που βρίσκονταν στο Μπιρκενάου πώς μαθαίνατε νέα;

Τα πρώτα και τα τελευταία νέα που έμαθα ήταν όταν ένας συμμαθητής μου απ’ την Θεσσαλονίκη μου ανακοίνωσε τον θάνατό τους. Ήταν στο Μπίρκεναου αυτός και κάποια στιγμή τον είχαν φέρει στο Άουσβιτς. Μόλις τον είδα χάρηκα, πήγα να ρωτήσω για την μάνα και την αδελφή μου, αν τις είδε. Αρχικά μου είχε πει πως δεν τις είδε αλλά στα πολλά μου μαρτύρησε πως τις έκαψαν. Έκλαψα. Ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω.

 


Μόλις είδα τον συμμαθητή μου χάρηκα, πήγα να ρωτήσω για την μάνα και την αδελφή μου, αν τις είδε. Αρχικά μου είχε πει πως δεν τις είδε αλλά στα πολλά μου μαρτύρησε πως τις έκαψαν. Έκλαψα. Ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω.


Εσείς κινδυνέψατε κύριε Μοσέ;

Σε κάποια φάση είχα μόλυνση και με οδήγησαν για εγχείριση στο νοσοκομείο. Ένας γιατρός των SS άρχισε να μου σπάει το κρανίο με ένα σφυρί καθώς ήμουν σφικτά δεμένος πάνω σε ένα κρεβάτι. Οι πόνοι ήταν φρικτοί. Μετά με άφησαν εκεί για μέρες, στο νοσοκομείο, χωρίς φαγητό και νερό. Όταν βρήκα τις αισθήσεις μου, με πλησίασε κάποιος άλλος ασθενής του θαλάμου και αρχίσαμε μες τις επόμενες μέρες να συνεννοούμαστε με χειρονομίες. Ήταν ιερέας, μιλούσε λατινικά και αρχαία ελληνικά και μου ζήτησε να του μάθω νέα ελληνικά. Του έλεγα λέξεις και όποια ελληνικά ποιήματα θυμόμουν απέξω. Ο κύριος αυτός ήταν Πολωνός και Χριστιανός. Αυτή η διαδικασία με κράτησε σε εγρήγορση κι ο άνθρωπος αυτός μου έφερνε κάποιες φορές το δικό του κομματάκι ψωμί για να με ευχαριστήσει. Ήταν τόσο σημαντικό να τρως έστω και λίγο γιατί αν ήσουν πολύ αδύνατος και δεν χρησίμευες έμπαινες στην λίστα με αυτούς που θα θανάτωναν. Κάθε φορά που έμπαιναν στον θάλαμο οι SS, εμείς βγάζαμε τον καπέλο μας κι αυτοί ανακοίνωναν τους αριθμούς των κρατουμένων που θα έφευγαν απ’ τον θάλαμο. Πλέον ξέραμε. Στο άκουσμα κάθε αριθμού κάποιοι έφευγαν σιωπηλά, άλλοι κραύγαζαν και άλλοι έκλαιγαν.

Μετά το νοσοκομείο πού σας είχαν πάρει;

Τον Απρίλη του ’44 με πήγαν στο κομάντο των κτιστών. Εκεί ήταν καλύτερα κι εκεί ήταν που με αναγνώρισε μία παλιά μου γειτόνισσα απ’ την Θεσσαλονίκη. Αρχίσαμε να αλληλογραφούμε κρυφά και κάποια μέρα μου έγραψε πως είχε χάσει κάθε της ελπίδα και της έστειλα πίσω ένα ενθαρρυντικό γράμμα με κάποιον γνωστό μας. Οι SS του είχαν κάνει έρευνα και αυτός αναγκάστηκε να μαρτυρήσει πως εγώ το είχα γράψει. Η αλληλογραφία μεταξύ καταδίκων απαγορευόταν στα στρατόπεδα. Με τιμώρησαν με είκοσι μαστιγιές στην πλάτη και με έστειλαν πίσω στην δουλειά.

 

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΗΣ CITY ΜΕ 40 ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΟΥΣΒΙΤΣ 



Δεν υπήρξαν μέρες που να λυγίσατε; Να μην αντέχατε άλλο;

Ίσως να υπήρξαν, τι να σου πω. Αλλά σε ένα τέτοιο μέρος, κάτω από αυτές τις συνθήκες, το μόνο που σκέφτεσαι είναι να αντισταθείς με οποίο τρόπο μπορείς. Να κάνεις υπομονή, να περάσει η μέρα και να έρθει, αν ήσουν τυχερός, η επόμενη.


Μία βδομάδα ήμασταν στοιβαγμένοι μες το τρένο. Περισσότερα από ογδόντα άτομα σε κάθε βαγόνι. Νομίζαμε ότι τα δύσκολα θα περνούσαν όταν θα φτάναμε στην Κρακοβία. Αντί αυτού, όταν το τρένο έφτασε στον προορισμό του και οι πόρτες άνοιξαν, είδαμε ανθρώπους ντυμένους με ριγωτές στολές.


Μαθαίνατε τι γινόταν έξω;

Όχι, δεν είχαμε τον τρόπο. Μόνο κάποιες κλεφτές ματιές που ρίχναμε στις εφημερίδες των SS. Δεν ξέραμε πως προχωρούσε ο πόλεμος, ούτε τι γινόταν.

Τι νομίζετε πως είναι αυτό που σας κράτησε;

Δεν ξέρω αν ήταν συνειδητό τότε αλλά σήμερα που το σκέφτομαι, όταν τα φέρνω όλα αυτά στην μνήμη μου, μάλλον θα πω πως ήταν η ελπίδα. Δεν ξέρω πώς, αλλά το ένιωθα πως θα έβγαινα ζωντανός από εκεί μέσα.

Τι ακολούθησε;

Τον Δεκέμβριο του 1944 οι Γερμανοί άρχισαν να υποχωρούν αλλά η έγνοια τους ήταν να μην μας αφήσουν στα χέρια των σοβιετικών. Τότε διέταξαν να μας μεταφέρουν προς το εσωτερικό του Ράιχ. Λόγω του ότι τα τρένα τα χρησιμοποιούσαν για τους στρατιώτες τους, εμείς έπρεπε να φύγουμε πεζοί. Αυτές ήταν οι βασανιστικές πορείες θανάτου όταν μες τον Χειμώνα, πεινασμένοι και εξαντλημένοι, έπρεπε να περπατούμε ασταμάτητα. Ήταν Ιανουάριος του 1945, στις 21 του μήνα, όταν αφήσαμε πίσω μας το Άουσβιτς. Οι μήνες που ακολούθησαν ήταν δύσκολοι, με στρατιώτες των SS να μας φρουρούν καθώς περπατούσαμε μες την βαρυχειμωνιά και να σκοτώνουν όποιον δεν άντεχε να συνεχίσει. Φτάσαμε στα σύνορα Πολωνίας – Τσεχοσλοβακίας κι έπειτα ανεβήκαμε σε ένα τρένο με ανοιχτά βαγόνια και προορισμό την Αυστρία. Χωρίς φαγητό και χωρίς νερό για όλο αυτό το διάστημα. Τρώγαμε κάρβουνα και κτυπούσαμε τον εαυτό μας για να ζεσταθούμε, να ξεγελάσουμε το μυαλό μας ότι δεν κάνει κρύο. Ακολούθησε μία δεύτερη, τετραήμερη πορεία αλλά πλέον οι φρουροί δεν ήταν SS, αλλά στρατιώτες του γερμανικού στρατού, οι οποίοι δεν σκότωναν όποιον λιποθυμούσε ή κατάρρεε απ’ την κούραση. Πολύ σύντομα φτάσαμε στο Έμπενζεε.


Στο Άουσβιτς πήγα πολλές φορές στην ζωή μου. Μόνο την πρώτη φορά δεν πήγα με την θέλησή μου.


Εκεί μάθατε για την απελευθέρωσή σας;

Την πρωτομαγιά ακούσαμε πως ο Χίλτερ πέθανε και την μέρα πριν απελευθερωθούμε ένας ανώτερος αξιωματικός του στρατοπέδου, μας ανακοίνωσε πως θα μας έδιναν στους αμερικάνους. Δεν ξέραμε τι σημαίνει αυτό, αλλά είχαμε νιώσει πως κάτι θα άλλαζε και ελπίζαμε αυτό να ήταν προς το καλύτερο. Χαρές, φωνές και ενθουσιασμός ήταν αυτό που ακολούθησε. Μετά είδαμε τους στρατιώτες να φεύγουν απ’ το λάγκερ και εμφανίστηκαν στην θέση τους πολίτες να μας φρουρούν που δεν ξέραμε από πού ήρθαν. Όλοι έτρεξαν στις αποθήκες που φύλαγαν οι SS τα τρόφιμα. Λίγες μέρες μετά μαζευτήκαμε στην πύλη και είδαμε τα πρώτα τρία τανκ που μπήκαν μέσα. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τανκ. Οι Έλληνες είδαμε σε ένα τανκ την ελληνική σημαία και πήγαμε εκεί. Αρχίσαμε να τραγουδάμε τον εθνικό ύμνο. Το ίδιο έκαναν όσοι είδαν τις σημαίες τους. Ήμασταν άρρωστοι και καταπονημένοι  αλλά ήμασταν πια ελεύθεροι.

Μετά την απελευθέρωσή σας πήγατε στην Ελλάδα;

Το διάταγμα του ΟΗΕ έλεγε πως ο καθένας έπρεπε να επιστρέψει στην χώρα του. Ήμασταν 180 Έλληνες, Εβραίοι και Χριστιανοί, που ξεκινήσαμε να πάμε πίσω. Στον δρόμο για την Ελλάδα, κάναμε στάση απ’ την Ιταλία. Εκεί συνάντησα κάποιους εβραίους στρατιώτες που υπηρετούσαν στον αγγλικό στρατό και με ενημέρωσαν πως στην Ελλάδα είχε αρχίσει εμφύλιος πόλεμος. Την οικογένειά μου την είχα χάσει, σπίτι δικό μου δεν είχα, έμεινα στην Ιταλία, απ’ όπου οι Άγγλοι με τα πλοία έφερναν κάποιους εβραίους εδώ στην Κύπρο και κάποιους στην Χάιφα. Ήμουν στο πλοίο που κατέληξε στην Χάιφα. Εκεί μας έδωσαν ταυτότητες παλαιστινιακές.

Πώς ξαναρχίσατε την ζωή σας;

Με δυσκολία. Στην Ιταλία που ήμουν είχα γνωρίσει μία κοπέλα, εβραία Ρουμάνα, με την οποία παντρευτήκαμε. Στο Τελ Αβίβ φτάσαμε μαζί και δεν είχαμε ούτε μία δραχμή. Εκεί οι άντρες κατοικούσαμε σε σκηνές και τις γυναίκες τις μετέφεραν σε ένα κτίριο. Δεν είχαμε, για ακόμη μία φορά, να φάμε. Έπειτα από λίγο καιρό, η γυναίκα μου που ήταν μοδίστρα άρχισε να βγάζει κάποια χρήματα και σιγά σιγά ξαναρχίσαμε την ζωή μας. Έγινα στρατιωτικός και υπηρέτησα για πολλά χρόνια στο Υπουργείο Άμυνας.

Στην Θεσσαλονίκη ξαναπήγατε;  

Στην Θεσσαλονίκη ξαναπήγα το 1987 κι έκτοτε την επισκέφτηκα πολλές φορές. Πήγα βρήκα και το σπίτι που νοικιάζαμε, περπάτησα στην πόλη, πήγα στην μοναδική συναγωγή που δεν είχαν καταστρέψει τότε οι Γερμανοί.

Στο Άουσβιτς ξαναπήγατε κύριε Μοσέ;

Ναι και έτυχε να κάνω και ξεναγήσεις σε παιδιά εκεί. Στο Άουσβιτς πήγα πολλές φορές στην ζωή μου. Μόνο την πρώτη φορά δεν πήγα με την θέλησή μου.


Δεν ξέραμε γερμανικά αλλά πολύ σύντομα μάθαμε τις λέξεις που έπρεπε να αναγνωρίζουμε για να μην μας κτυπούν.




Έχουν απαλύνει οι μνήμες;

Οι μνήμες δεν σβήνουν. Συνεχίζεις να ζεις την καθημερινότητα και προσπαθείς να μην το σκέφτεσαι. Έρχονται στιγμές που η μνήμη γίνεται πιο έντονη, σε επετείους συνήθως, αλλά δεν μπορείς να ζεις μόνο μ’ αυτά.

 


Δεν ξέρω αν ήταν συνειδητό τότε αλλά σήμερα που το σκέφτομαι, όταν τα φέρνω όλα αυτά στην μνήμη μου, μάλλον θα πω πως ήταν η ελπίδα που με κράτησε.


Εκ των υστέρων εντοπίσατε τι μπορεί να ήταν αυτό που σας κράτησε;

Πραγματικά δεν ξέρω… Αυτή η ελπίδα, η ελπίδα ότι θα έβγαινα από εκεί μέσα, ότι θα ήμουν ξανά ελεύθερος. Σωματικά δεν είχα δύναμη αλλά όλη η δύναμη ερχόταν από μέσα μου. Η ελπίδα της ελευθερίας.

Νιώσατε ποτέ θυμό για όλα αυτά;

Όχι, ποτέ. Δεν ένιωσα ποτέ θυμό. Δεν θέλω όμως να ξανασυμβούν τέτοια πράγματα. Οφείλουμε να μην αφήσουμε να ξανασυμβούν.

 

*Ο Μοσέ Αελιών επισκέφτηκε την Κύπρο ως καλεσμένος της Πρεσβείας του Ισραήλ για τη Διεθνή Ημέρα Μνήμης των Θυμάτων του Ολοκαυτώματος.

 


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ