Χτυπάει το τηλέφωνο, το παιχνίδι σταματά όπως και το γέλιο. «Έρχομαι» απαντά σοβαρά, κλείνει βιαστικά και αρπάζει τη στολή του. Δευτερόλεπτα αργότερα ακούγονται σειρήνες, το ζευγάρι λέει δυο-τρείς κουβέντες ψιθυριστά για να μην ανησυχήσουν τα παιδιά, όμως το μεγαλύτερο καταλαβαίνει πως κάτι δεν πάει καλά και τον προλαβαίνει στην πόρτα. «Μπαμπά μην πας…» τον παρακαλά και δάκρυα τρέχουν στο παιδικό προσωπάκι που πριν από λίγα λεπτά ήταν τόσο χαρούμενο. Ήξερε πως αυτό δεν γινόταν, ήξερε πως ο πατέρας του έπρεπε να φύγει, μα ήλπιζε πως ίσως τα κατάφερνε να του αλλάξει γνώμη. Εκείνος, χαμογελαστός προσπάθησε να το καθησυχάσει, ήξερε καλά να κρύβεται κι όμως δεν ήταν σίγουρος στ’ αλήθεια πως όλα θα πήγαιναν καλά, πως θα επέστρεφε σπίτι να τους πάρει και πάλι στην αγκαλιά του.
Το σπίτι γέμισε σιωπή, τα δυο παιδιά κοιμήθηκαν αποκαμωμένα και η γυναίκα έμεινε ξύπνια να βολοδέρνει πέρα δώθε μέχρι να ακούσει το κλειδί στην πόρτα. Ο μπαμπάς, όταν σχολούσε από τη νυχτερινή του βάρδια τους πήγαινε πάντα μπουγάτσα και σοκολατούχο γάλα και τους ξυπνούσε με χίλια ζόρια για να φάνε και να τους χαρεί πριν πέσει για ύπνο.
Εκείνο το πρωί δεν τους ξύπνησε εκείνος, αλλά η φωνή της μητέρας τους όταν τον είδε να μπαίνει στο σπίτι με τη στολή σκισμένη. Τον έψαχνε κλαίγοντας με τα χέρια της για να σιγουρευτεί ότι ήταν καλά κι εκείνος ταλαιπωρημένος προσπαθούσε για χάρη της να βρει τη ζωντάνια του λέγοντάς της «ηρέμησε είμαι καλά, όλα καλά».
Θυμάμαι. Έχω πολλά να θυμάμαι. Την αγωνία της μάνας μου, τις χαμένες Κυριακές, Χριστούγεννα, Πάσχα, γενέθλια και γιορτές που δεν μπορούσαμε να είμαστε μαζί, γέλια που κόπηκαν, παιχνίδια που σταμάτησαν απότομα. Τον ρατσισμό που βίωσα ως παιδί αστυνομικού, τον πατέρα μου να προσπαθεί να μου μάθει να μην τρώω την ψυχή μου κάθε που άκουγα το γνωστό ποιηματάκι «μπάτσοι γουρούνια» και με έπνιγε το άδικο που ξεχείλιζε την οργή και την αποστροφή μου για τον τρόπο που σκέφτονται ορισμένοι άνθρωποι. Κι ενώ πρωταρχικός σκοπός του ήταν να με ηρεμήσει, την αμέσως επόμενη στιγμή μου τόνιζε αυστηρά, «μην τυχόν ακούσω ότι μάλωσες με κάποιο παιδί και είπες ο μπαμπάς μου είναι αστυνομικός και θα σου δείξω εγώ, γιατί θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα».
Θυμάμαι επίσης, τον «δάσκαλό» μου και υποδιευθυντή του δημοτικού να τον απειλεί πως θα τον στείλει στην Γυάρο (ακατοίκητο νησί των Κυκλάδων που χρησιμοποιούσαν κάποτε σαν τόπο εξορίας) επειδή τόλμησε να του ζητήσει τον λόγο που δεν τον ειδοποίησε για να παραλάβει το παιδί του από το σχολείο και το κράτησε εκεί έξι ώρες με το χέρι σπασμένο μετά από κάποιο ατύχημα στην αυλή. Βέβαια, μετά από αυτό, φέρνω στο νου μου ένα πατέρα θηρίο ανήμερο... αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Μέσα σε όλα αυτά τα λίγα, γιατί η λίστα είναι τόσο μεγάλη όσο και το έργο της Αστυνομίας που δεν χωράει σε λίγες παραγράφους, θυμάμαι δυστυχώς και τον πατέρα του φίλου μου που δεν κατάφερε να επιστρέψει σπίτι.
Στο δια ταύτα. Κανείς δεν είπε ότι οι αστυνομικοί είναι αψεγάδιαστοι, αλίμονο, παντού τα πάντα. Σε όλους τους τομείς, σε όλα τα επαγγέλματα, σε όλες τις πτυχές της ζωής. Το νόμισμα έχει πάντα δυο όψεις κι όμως, σε ό,τι αφορά την αστυνομία αρκετοί είναι αυτοί που επιμένουν να κοιτάζουν την πλευρά που τους βολεύει γιατί κάπου, κάποτε, κάποιος εκπρόσωπός της τους «ξεβόλεψε». Είναι εύκολο να γινόμαστε απόλυτοι όμως οι άνθρωποι που ξέρουν να σκέφτονται όχι μόνο σε πρώτο επίπεδο, πρέπει να ψάχνουν και να ψάχνονται γενικότερα και όχι να υιοθετούν αβίαστα συμπεριφορές και ισοπεδωτικούς τρόπους σκέψης. Όποια θέση και αν πάρουν εν τέλει.
Κάποιοι θα πουν ότι υποστηρίζουμε το Σώμα της Αστυνομίας επειδή έχουμε γονείς, φίλους, συντρόφους, παιδιά αστυνομικούς. Το υποστηρίζουμε επειδή βιωματικά έχουμε λόγους και απτές αποδείξεις για να το κάνουμε. Αν θέλετε, επειδή είμαστε μέσα στο χορό και επειδή η φωτιά καίει εκεί όπου πέφτει. Και κυρίως, επειδή έχουμε πολλά να θυμόμαστε.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο policenet.gr