Πώς η κοινωνία «αναγκάζει» μια γυναίκα να γίνει μάνα έστω κι αν δεν θέλει έστω κι αν δεν μπορεί

Αν είσαι γυναίκα μεταξύ 25 και 40 ετών, σίγουρα θα έχεις βιώσει έντονα μία παρόμοια κατάσταση.

 


Article featured image
Article featured image

Σχολείο, διάβασμα, εξετάσεις, πανεπιστήμιο, σπουδές, περισσότερο διάβασμα, άγχος, αγωνία, εξετάσεις και μετά ίσως ένα μεταπτυχιακό και γιατί όχι και ένα δοκτοράτο. Και ύστερα;

Μια θέση στη δουλειά που πάντα ονειρευόσουν, πολλές εργατοώρες για να αποδείξεις την αξία σου και τέλος αναγνώριση και προαγωγή και ευθύνες και ακόμη περισσότερες ώρες εργασίας. Και όμως, αυτό σε ικανοποιεί, σε γεμίζει, μοιάζει να είναι το ιδανικό περιβάλλον για εσένα, μόνο που κανείς άλλος δεν φαίνεται να μπορεί να το αντιληφθεί. Είσαι γυναίκα, άρα προορισμένη να κάνεις οικογένεια και να γίνεις μάνα.

Το νιώθεις κάθε φορά στη χροιά της φωνής της μητέρας σου, όταν σε ρωτάει από το τηλέφωνο για τίποτα «αλλά νέα», εκτός δουλειάς κι εσύ απαντάς αρνητικά. Το βλέπεις σε εκδηλώσεις και οικογενειακές μαζώξεις που εμφανίζεσαι μόνη ή με φίλους και όχι με σύζυγο και παιδιά όπως θα άρμοζε στην ηλικία σου και όπως φυσικά είναι οι περισσότεροι γύρω σου.

Αυτή η πίεση είναι που σε κάνει να νιώθεις λίγη, και ημιτελής ή ακόμη και ατελής. Που σου σπέρνει αμφιβολίες για το αν η ζωή που έφτιαξες, εκείνη που πάντα φανταζόσουν είναι η σωστή.

Και τελικά υποκύπτεις στους εκβιασμούς. Παντρεύεσαι, κλείνεις κάποια στόματα προσωρινά, έως ότου ανοίξουν ξανά για να σου θυμίσουν ότι τώρα πρέπει να κάνεις και ένα παιδί, γιατί πώς αλλιώς;

Μόνο που κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ ότι ίσως να μη θέλεις –δεν είναι όλες οι γυναίκες γεννημένες για μάνες- ή ίσως και να μην μπορείς.

Η Χριστίνα Γαλανοπούλου γράφει στη LIFO μια ιστορία, μία ηθικοπλαστική ιστορία όπως τη χαρακτηρίζει με πρωταγωνίστρια τη Φανή, μια γυναίκα κοντά στα 40, που η πίεση του κοινωνικού περίγυρου την οδήγησε να κάνει όλα εκείνα που χρόνια πριν απέρριπτε και κορόιδευε.

Κάποιες, μπορεί να αναγνωρίσετε τον εαυτό σας στις πιο κάτω γραμμές και ίσως κάποιες αναγνωρίσετε τα σημάδια που ήδη άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους στον κοινωνικό σας περίγυρο.

 

Γράφει η Χριστίνα Γαλανοπούλου

Όταν η Φανή πάτησε τα 40, ήδη 5 χρόνια παντρεμένη και χωρίς παιδί, οι συζητήσεις στα οικογενειακά τραπέζια έγιναν κάπως ενοχλητικές. Και μετά πιεστικές. Και στο τέλος απολύτως αδιάκριτες. Στην αρχή τα άκουγαν εν χορώ με τον σύζυγο, ότι είναι λίγο τεμπέληδες, ότι τα χρόνια περνούν, ότι ο γάμος δεν είναι μόνο ταξίδια και dolce vita κι ότι θα έπρεπε να προλάβουν.

Μετά οι ριπές επικεντρώθηκαν στο ωράριο της, που ήταν απαγορευτικό για τη δημιουργία οικογένειας και μετά στο τρόπο με τον οποίο ιεραρχούσε τις προτεραιότητες και τις ανάγκες της: δεν ήταν πια μόνη, θα έπρεπε να το θυμάται αυτό. Και με το μόνη κανείς δεν εννοούσε την παρουσία συζύγου.

Το όχι πια μόνη σήμαινε τη γραμμή αίματος δύο οικογενειών, στην οποία –πώς τολμούσε, δηλαδή; - στεκόταν εμπόδιο εκείνη.   Όταν κάποτε επιτέλους και οι δύο μαζί επικαλέστηκαν τα στενά οικονομικά και τις αμέτρητες ώρες στη δουλειά  μπήκε μπροστά το μεγάλο επιχείρημα. Μέχρι τότε η Φανή δεν είχε ακούσει για την αδελφότητα του «κάν’ το εσύ και θα σου το κρατάω εγώ. Θα σε βοηθάω εγώ, μη σε νοιάζει και μη φοβάσαι».

Και το άκουσε από την ίδια της τη μάνα. Και τέλος πείστηκε και κάπως είπε το ναι, έστω και μέσα από τα δόντια, ποντάροντας με πίστη στην πιο αφοσιωμένη baby sitter – αυτό δεν συμβαίνει, άλλωστε, τόσα χρόνια στην Ελλάδα; Οι γιαγιάδες δεν ευθύνονται σχεδόν για τη μισή ανατροφή του μισού ελληνικού πληθυσμού;  

Και μπήκε η Φανή στη μέγγενη των εξωσωματικών –γιατί, όντως, τα χρόνια είχαν περάσει- και της ορμονοθεραπείας (γιατί, όπως, με ιησουιτική επιμονή επαναλάμβανε η πεθερά της κανείς στη δική τους οικογένεια δεν είχε πρόβλημα) και να τα φάρμακα στο ψυγείο, από 1.700 ευρώ έως 2.500 ευρώ την κάθε φορά και 15 κιλά βάρος πριν καν μείνει έγκυος, και να αγωνίες και χοριακές για ένα μωρό που δεν εννοούσε με τίποτα να βρει τον δρόμο του.

 

 A mother vacuums the carpet, while her children make a whole lot of mess again



Τελικά, τον βρήκε, και οι καρδιές όλων πήγαν στη θέση τους, και μετά ηρεμία ησυχία και τάξη, για να κρατηθεί το παιδί και «μην ανησυχείς για τίποτα, θα σ’ το κρατάω εγώ». Και η Φανή αποκοίμισε μέσα της την επαναστάτρια, άφησε τους πάντες να την αντιμετωπίζουν σαν ένα γιγάντιο αυγό που πρέπει να κάνει κρακ στην ώρα του και όχι νωρίτερα, και για πρώτη φορά ούτε που νοιάστηκε που πάτησε όλους τους όρκους της και έκανε ακριβώς όσα κορόιδευε για χρόνια στις ζωές των φιλενάδων της.

Ο καιρός πέρασε, η Φανή γέννησε, χαρές και ολοήμεροι εορτασμοί και συγχαρητήρια. Που από εγκυούλα έγινε μανούλα –λέξεις παλιά σιχαμένες για ‘κείνη-, που έκανε το χρέος της, ως άνθρωπος και ως γυναίκα, που δεν άφησε άκληρο το όνομα και μπράβο της, καλό κορίτσι και συνετό. 10 χρόνια πριν θα τ’ άκουγε όλα αυτά και θα έστηνε καβγά μ’ όποιον της τα ‘λεγε, μ’ όποιον υπονοούσε ότι είναι ελαττωματική, λειψή ή λιγότερο χρήσιμη στον κόσμο μια γυναίκα που δεν έκανε παιδί.  

Τώρα, η Φανή απλώς νυστάζει και τρέχει. Δεν ξέρει πώς γίνεται αυτό, αλλά το κάνει. Όσο για τη μαμά της; Φυσικά και τη βοηθάει, αλλά δεν είναι αυτό που της έλεγε, το «κάν’ το εσύ και θα σου το κρατάω εγώ». Φυσικά και το κρατάει, αλλά τις ώρες που μπορεί, γιατί κόρη μου βάρυνα. Φυσικά και δίνει ένα χέρι στο σιδέρωμα και στο σπίτι, αλλά παιδί μου, να σε βλέπει και το παιδί σου, να ξέρει ποια είναι η μάνα του. Και η Φανή δεν τολμά να πει κουβέντα, πνιγμένη εκείνη κι όχι η μικρή στον ομφάλιο λώρο και στις γραμμές αίματος που τις έδεσαν, σχεδόν με μπλόφα.   Δεν είναι ότι δεν αγαπάει το μωρό της.

Απλώς, ακούει βερεσέ πια όλες αυτές τις ανόητες διαφημίσεις για μανούλες που δεν κοιμούνται ποτέ και τα προλαβαίνουν όλα, για το μητρικό ένστικτο που τα κάνει να φαίνονται εύκολα (τίποτα δεν κάνει) και για όλες αυτές τις ψευτιές, τις μικροαστικές και κακόμοιρες που σου φράζουν το στόμα, αν πραγματικά –πραγματικά, όμως-, χωρίς γλάσο και μητρική γλύκα, μιλήσεις για το λούκι που λέγεται μητρότητα.  

Και για τη μητρική παγίδα, που πηγαίνει σαν φυλαχτό από μάνα σε κόρη κι από νύφη σε πεθερά –«κάνε εσύ ένα παιδάκι και θα σου το κρατάω εγώ»- μέχρι να πειστεί και να πιαστεί η επόμενη σαν την αλεπού στο δόκανο. Για να μη την πουν λειψή και άχρηστη, υπογράφει συμβόλαιο με τον Διάβολο: συνήθως της κρατάνε το χέρι μέχρι να υπογράψει. Όλα τα υπόλοιπα τα κάνει και τα περνάει απολύτως μόνη.


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ