Cityzens
«Σαν παιδί τα συναισθήματα βρίσκουν το σύμβολό τους στην εικόνα της πινακίδας 'Δεν ξεχνώ'»
Η Μ.Γ, αφήνει για λίγο στην άκρη την «αστεία» πλευρά της κυπριακής κοινωνίας και ανήμερα της εισβολής, θυμάται τις σχολικές πινακίδες με τις χάρτινες επιγραφές «Δεν Ξεχνώ» συνήθως ντυμένες με άσπρο γλασέ χαρτί, γκοφρέ πλαίσιο σε ένα εθνικά φιλικό χρώμα.
Φωτογραφίες: dim-athienou-ka-lar.schools.ac.cy
20 Ιούλη 1974, ημέρα Σάββατο
Κάτω από ένα τραπέζι, το θυμάμαι σαν τώρα με μια κούπα σταφύλι στου βομβαρδισμού την ώρα είδα αλεξίπτωτα χίλια στον ουρανό σαν λεκέδες
Μου μιλούσε ο πατέρας μου να μη φοβηθώ
«Κοίταξε τι ωραία που πέφτουν!
Τι ωραία που πέφτουν...»
(Αλκίνοος Ιωαννίδης, «Πατρίδα», από το άλμπουμ Νεροποντή, 2009).
Θέλω να μιλήσω για μένα, θα μιλήσω για μένα, και ίσως λίγο για τον Αλκίνοο.
Υπάρχουν τόσοι τρόποι να πεις αυτή την ιστορία, τόσες μαρτυρίες, τόσες πληροφορίες, τόσες μνήμες, προσωπικές και συλλογικές. Σήμερα θέλω να μιλήσω για μένα προσωπικά τι σημαίνει για μένα αυτή η ημερομηνία ορόσημο, για μένα σαν παιδί, σαν έφηβο και σαν ενήλικα, με την πεποίθηση ότι, αφενός, όλοι όσοι λένε πατρίδα την ενάλιαν Κύπρο, είναι δεμένοι με ένα τρόπο προσωπικά με αυτό το γεγονός και αφετέρου, με την πεποίθηση ότι ούτως ή άλλως κάθε προσπάθεια να μιλήσεις γι’ αυτό είναι μοιραία ανεπαρκής, αφού καταδικάζεται εξ ορισμού από μία βαθιά αίσθηση έλλειψής, ενός κενού στην εξέλιξη της ιστορίας.
Σαν ενήλικα- ξεκινώντας λίγο αντίστροφα- με έχει στιγματίσει η εικόνα του Αλκίνοου Ιωαννίδη να ερμηνεύει με μια κιθάρα το έργο του «Πατρίδα» στο πατρικό του στη Λευκωσία, κοντά στην Πράσινη Γραμμή. Αυτή η σχετικά πρόσφατη μνήμη με συγκλόνισε τόσο βαθιά, που έχει αντικαταστήσει και επικρατήσει κάθε παρόμοιας μνήμης.
Αυτή η ιστορία είναι δική μου, γιατί έρχομαι από ένα σπίτι με ένα πρόσφυγα και ένα τραυματία πολέμου, είναι δική σου γιατί έρχεσαι από ένα σπίτι με παππού αγνοούμενο και πατέρα αιχμάλωτο πολέμου, είναι δική του γιατί παιδί τον κοίμιζε η αφήγηση μιας γιαγιάς που αντιστάθηκε.
Αυτή η καλαίσθητη συνταρακτική κραυγή του Αλκίνοου περασμένης και τωρινής απελπισίας συντελεσμένη σε μία πράξη, που έρχεται να αφυπνίσει και να θυμίσει ότι πονάει ακόμα, το τραύμα υπάρχει ακόμα.
Εγώ ανήκω στη γενιά, που γεννήθηκε μέσα σε μια μοιρασμένη πατρίδα. Όλα τα κομμάτια (και τα θρύψαλα) αυτής της ιστορίας, έρχονταν να δέσουν ένα-ένα στο μυαλό μου, να μπουν σιγά σιγά σε μια σειρά, σαν ένα παζλ, καταδικασμένο όμως να μένει μισό, γιατί και οι συνθήκες αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου αλλοιώνοντας τα κομμάτια, και γιατί αυτή η ιστορία δεν έχει τέλος, με την έννοια του τέλους που γράφει η Ιστορία με Ι (γιώτα) κεφαλαίο, όχι η δική μου ή η δική σου, αλλά η επίσημη ιστορία, η ιστορία του ‘Εθνους.
Για τα πρώτα χρόνια, για μένα σαν παιδί, όλα τα συναισθήματα και οι αφηγήσεις έρχονται να βρουν το σύμβολο τους στην εικόνα της σχολικής πινακίδας «Δεν ξεχνώ». Μια πολύ περιποιημένη πινακίδα, που είχαν όλες οι τάξεις του σχολείου, συνήθως ντυμένη με άσπρο γλασέ χαρτί, γκοφρέ πλαίσιο σε ένα εθνικά φιλικό χρώμα και ένα χαρτόνι επικεφαλίδα, που έγραφε «Δεν ξεχνώ». Σε αυτή την πινακίδα ήταν αναρτημένες μαυρόασπρές φωτογραφίες από τα «κατεχόμενα μας μέρη», αυτή ήταν η συνήθης έκφραση τότε, με προεξέχουσα φωτογραφία την Κερύνεια και το λιμανάκι της.
Η εφηβεία μου στιγματίστηκε από μια άλλη εικόνα-σύμβολο, την εικόνα του τοίχου με τις 1619 φωτογραφίες στην πρώτη μου επίσκεψή στο «Εκκλησάκι των αγνοουμένων». Η μεταφορά αυτού του αριθμού σε εικόνα, σε φυσικά πρόσωπα, υπήρξε για μένα κάτι μαζικό και καθηλωτικό.
Εγώ μέχρι τότε δεν είχα καμία ανάμνηση, που να με συνδέει σαν φυσική παρουσία με αυτές τις εικόνες. Οι εικόνες αυτές ήταν πάντοτε μαυρόασπρες και «εκτός χρόνου» δίνοντας μια αίσθηση «νεκρής φύσης».
Η εφηβεία μου στιγματίστηκε από μια άλλη εικόνα-σύμβολο, την εικόνα του τοίχου με τις 1619 φωτογραφίες στην πρώτη μου επίσκεψή στο «Εκκλησάκι των αγνοουμένων». Η μεταφορά αυτού του αριθμού σε εικόνα, σε φυσικά πρόσωπα, υπήρξε για μένα κάτι μαζικό και καθηλωτικό. Υπήρξε η στιγμή που συνειδητοποίησα το πραγματικό μέγεθος της απώλειας και η στιγμή που συνειδητοποίησα ότι κάθε ένα από αυτά τα πρόσωπα έχει και μια δική του ανθρώπινη ιστορία. Όλες αυτές οι φωτογραφίες απαθανατίζουν μια τέτοια στιγμή, γενέθλια ίσως, αποφοίτηση, αρραβώνες, διακοπές. Μια στιγμή πλήρης αγνοίας για το τι μέλλει γενέσθαι και για το μέλλον αυτής της φωτογραφίας, που αντί να στολίζει την γωνιά ενός σπιτιού, στολίζει το τοίχο μιας εκκλησίας κτισμένης στην μνήμη των αγνοουμένων ενός πολέμου.
Σίγουρα δεν ήταν αυτός ο προορισμός της, ούτε η ευχή αυτού που είχε γενέθλια, ούτε τα σχέδια του για το μέλλον. Σε αντίθεση με μένα, που γεννήθηκα σε μια μεταπολεμική πραγματικότητα, στην πραγματικότητα της μισής πατρίδας. Σε μια πραγματικότητα που αφήγηση, ανάμνηση και εικόνα πλέκουν μια ιστορία ενός ουσιαστικά ανθρώπινου δράματος.
Αυτή η ιστορία είναι δική μου, γιατί έρχομαι από ένα σπίτι με ένα πρόσφυγα και ένα τραυματία πολέμου, είναι δική σου γιατί έρχεσαι από ένα σπίτι με παππού αγνοούμενο και πατέρα αιχμάλωτο πολέμου, είναι δική του γιατί παιδί τον κοίμιζε η αφήγηση μιας γιαγιάς που αντιστάθηκε. Είναι δική μας, γιατί έχουμε δει τις μάνες στο οδόφραγμα, γιατί ακούσαμε μαζί τον Αλκίνοο στην Πύλη Αμμοχώστου να λέει με μια κιθάρα «ήμουν εγώ στη φωτιά, ήμουν εγώ η φωτιά, είδα το τέλος με τα μάτια ανοικτά», γιατί κάθε σπίτι έχει μια ιστορία για τον εφιάλτη της «φωτιάς».
Αυτή η ιστορία είναι του Αλκίνοου, γιατί σαν παιδί κάτω από ένα τραπέζι, το θυμάται σαν τώρα, με μια κούπα σταφύλι στου βομβαρδισμού την ώρα, είδε αλεξίπτωτα χίλια στον ουρανó σαν λεκέδες και του μιλούσε ο πατέρας του να μη φοβηθεί, λέγοντας «κοίταξε τι ωραία που πέφτουν!, Τι ωραία που πέφτουν...».
Αυτή η ιστορία είναι της πατρίδας ως έμεινε μετά την φωτιά και είδε να πέφτει μια σιωπή βαριά ασήκωτη πυκνή χωρίς οξυγόνο - αυτή του κλάματος, του πνιχτού, που δεν βρίσκει δάκρυ να κρατηθεί σε ένα κλίμα θανάτου.
Αυτή η ιστορία είναι μισή.
Μ.Γ.