Χρήστο Μιχάλαρε, τι θα έκανες αν ήσουν ευτυχισμένος;

Συνέντευξη με έναν ποιητή.

Article featured image
Article featured image
Δεν μπορεί να γίνει κάποιος κάτι μόνος του. Είμαστε ως ανθρώπινο γένος εύκολα χειραγωγήσιμοι όταν λειτουργεί ο καθένας μόνος του.



Κάθεται πάντα στο τραπέζι που βρίσκεται στο βάθος αριστερά της εισόδου. Εκεί τον συναντώ κάθε φορά που φτάνω (με καθυστέρηση) στα ραντεβού μας, όπως και όλες τις υπόλοιπες που, χωρίς να συνεννοηθούμε από πριν, ξέρω ότι θα βρίσκεται εκεί με τον υπολογιστή του.


30729822_10156493653094009_8121070905129435136_n.jpg


Ο πολύ συμπαθητικός τύπος, με τον οποίο αναμετρώμαι συνήθως στα μπράντι σάουαρ και που έχει διαχειριστεί σε αυτό το τραπέζι με απόλυτη ψυχραιμία τις πιο τερατώδεις εξομολογήσεις μου, αισθάνεται αμήχανα όταν αυτή τη φορά εμφανίζομαι μπροστά του με ένα μπλοκ ερωτήσεων και με το μαγνητοφωνάκι μου να στρέφεται σε εκείνον σχεδόν απειλητικά. Κάπως έτσι είναι που αισθάνομαι και εγώ, όταν με αφορμή την παρουσίαση του τρίτου ποιητικού βιβλίου με τίτλο Τρεις τελείες, του ζητώ φιλικά να μου παραχωρήσει μία συνέντευξη. Η δική του αμηχανία λέει ότι προέρχεται από το γεγονός ότι ως δημοσιογράφος πιστεύει ότι είναι πιο εύκολο να ρωτάς από το να δίνεις απαντήσεις. Η δική μου προέρχεται από την ίδια τη γνωριμία μας, η οποία προέκυψε όταν πριν από δύο χρόνια επικοινώνησα με τον άγνωστο τότε συνάδελφο του δεύτερου ορόφου για να του πω ότι τον παραδέχομαι για το γράψιμό του.

Φτάνει στο τραπέζι μας η πρώτη μαύρη φιξ. Αποφασίζω να φυλάξω τις σημειώσεις μου στην τσάντα. Ανάβω το πρώτο τσιγάρο και του πετάω σκόρπιες ερωτήσεις που μου έρχονται στο μυαλό εκείνη τη στιγμή αφήνοντάς τον να μου συστηθεί ξανά και σε πρώτο ενικό ως ο ποιητής Χρήστος Α. Μιχαήλ (με αυτό το ψευδώνυμο υπογράφει τα βιβλία του) και να μου μιλήσει για την τέχνη, για τη ζωή και τον έρωτα. Που αν το καλοσκεφτείς, είναι το ίδιο πράγμα (…).

Είμαι της άποψης ότι όταν δίνουμε στον εαυτό μας την απόλυτη ελευθερία στα πάντα, συνήθως ξεφεύγουμε και δεν κάνουμε τίποτα.



ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ
στη Σαλαμίνα. Το 2002, σε ηλικία 16 χρονών, μαζί με την οικογένειά μου μετακομίσαμε στη Λεμεσό, όταν ο πατέρας μου, που ήταν στρατιωτικός στο Πολεμικό Ναυτικό, πήρε μετάθεση στην Κύπρο. Εκεί μαθήτευσα στις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου. Τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής μου.

ΔΕΥΤΕΡΑ ΛΥΚΕΙΟΥ, στο πλαίσιο της εβδομάδας εργασίας, βρέθηκα στο Κανάλι Έξι. Αυτή η συγκυρία αποτέλεσε για μένα κομβικό σημείο στο να γνωρίσω και εν τέλει να αγαπήσω τη δημοσιογραφία. Εκεί μού δόθηκε η ευκαιρία να έρθω σε επαφή και με το μουσικό ραδιόφωνο και να μπει το πρώτο σκουλήκι, το οποίο δεν με εγκατέλειψε ποτέ.

ΤΕΛΕΙΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΛΥΚΕΙΟ βρέθηκα ξανά στην Ελλάδα, όπου σπούδασα Χρηματοοικονομική και Τραπεζική Διοικητική στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Ακόμα, όμως, και ως φοιτητής σε ένα διαφορετικό αντικείμενο, επιδίωκα να δημοσιογραφώ για το πράγμα που ήξερα και αγαπούσα περισσότερο απ’ όλα. Το ελληνικό τραγούδι. Τότε ξεκίνησα μία σειρά από συνεργασίες, όπως ήταν το περιοδικό Δίφωνο αλλά και με διάφορα άλλα μουσικά και πολιτιστικά περιοδικά. Όσο περισσότερο ένιωθα να μπαίνω σε αυτό, τόσο περισσότερο αγαπούσα και τη δημοσιογραφία.

42663298_10156926460049009_1087670725063475200_n.jpg



ΠΑΝΤΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΓΙΝΩ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ.
Εάν με ρωτούσες τώρα τι δουλειά θα έκανα αν δεν ήμουν δημοσιογράφος, θα σου έλεγα: δημοσιογράφος. Ερχόμενος στην Κύπρο, πριν από τρία χρόνια, για δεύτερη φορά, είχα την τύχη να εργαστώ, μεταξύ άλλων, και στο ραδιόφωνο, τη μεγάλη μου αγάπη. Η δημοσιογραφία σήμερα για μένα είναι ένα όχημα με το οποίο μπορώ πολύ πιο εύκολα και χωρίς προσχήματα να αποκτώ γνώση για διάφορα ζητήματα και να έρχομαι πιο κοντά στην πραγματικότητα.

Η ΠΟΙΗΣΗ μπήκε σχετικά νωρίς στη ζωή μου. Θυμάμαι τον εαυτό μου στο Δημοτικό να γράφει ιστοριούλες με μοναδικό ζητούμενο την ομοιοκαταληξία και έναν μίνιμουμ ρυθμό. Τότε νόμιζα πως έγραφα ποίηση, επειδή κατάφερνα να κάνω δυο-τρεις ρίμες. Στη συνέχεια κατάλαβα προφανώς, ότι αυτό δεν μου αρκούσε. Ήθελα αυτά που έγραφα να έχουν ένα νόημα.

ΟΤΑΝ ΞΕΚΙΝΗΣΑ να γράφω δεν ήθελα να δείχνω σε κανέναν τα ποιήματά μου. Όταν κάποια στιγμή στην Ε’ Δημοτικού μάς έβαλε ο δάσκαλος να γράψουμε έκθεση -δεν θυμάμαι το θέμα- εγώ αντί για πεζό, έγραψα ποίημα για το οποίο μάλιστα ο δάσκαλος μού θύμωσε γιατί νόμιζε ότι το έγραψε κάποιος άλλος. Η εξέλιξη προέκυψε μέσα από τα βιβλία που διάβαζα αλλά και από το γεγονός ότι άκουγα πολύ ελληνικό τραγούδι.

ΤΟ ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΜΙΧΑΗΛ ήταν το ψευδώνυμο που χρησιμοποίησα στο ίντερνετ όταν στα 18 μου γράφτηκα για πρώτη φορά σε ένα ποιητικό forum, το Lexima. Τότε δεν ήθελα να βάλω το πραγματικό όνομα, ήταν περίεργες εποχές για μένα. Ήθελα να παίξω άμυνα μέχρι να καταλάβω τι γινόταν απέναντι σε μια πραγματικότητα που για μένα εκείνη την εποχή ήταν λίγο δύσκολη, μεγάλη και σκοτεινή. Την αγάπησα αυτή την υπογραφή.

ΕΙΝΑΙ η τρίτη φορά που εκδίδω ένα πλήρες έργο υπό τη μορφή βιβλίου. Σκόρπια άλλα ποιήματά μου έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά της Ελλάδας και σε ηλεκτρονικά περιοδικά. Η αλήθεια είναι ότι έχω αγωνία για την παρουσίαση, η οποία θα πραγματοποιηθεί στις 8 Οκτωβρίου στην αίθουσα Καστελιώτισσα, διότι είναι η πρώτη που κάνω μόνος μου στην Κύπρο και η πρώτη, που γίνεται για το συγκεκριμένο βιβλίο. Σε αυτήν έχω όπως και την προηγούμενη φορά τη στήριξη και την αγάπη του Σολώνειου Κέντρου Βιβλίου, ενώ τώρα θα υπάρχουν και ομιλητές οι οποίοι θα καταθέσουν τη δική τους οπτική απέναντι στο βιβλίο. Θα έχω τη χαρά να μιλήσουν για τις Τρεις τελείες, τρεις άνθρωποι τους οποίους εκτιμώ βαθύτατα. Αυτοί είναι ο πρύτανης του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κώστας Γουλιάμος, ο δικηγόρος Γιώργος Κολοκασίδης και η αναπληρώτρια καθηγήτρια Δημοσιογραφίας και Επικοινωνίας στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Σοφία Ιορδανίδου. Παράλληλα, θα υπάρχει μουσική παρέμβαση από τον Γιώργο Καλογήρου, ο οποίος θα ερμηνεύσει κομμάτια που έχουνε σχέση τόσο με το βιβλίο όσο και με το soundtrack του βιβλίου, το οποίο γράφτηκε υπό την επήρεια γύρω στων σαράντα περίπου κομματιών. Ο Γιώργος Καλογήρου είναι κατά την άποψή μου ένας πλήρης καλλιτέχνης, ο οποίος έχει πιάσει ακριβώς τον παλμό τόσο της δικής μας γενιάς όσο και της ιστορίας που φέρει αυτός ο τόπος, επομένως είναι μεγάλη η χαρά μου να τον έχω στην παρουσίαση. Α, θα κεράσουμε και πολύ καλό κρασί από το The Winery Wine Bar and Cellar.

ΤΡΕΙΣ ΤΕΛΕΙΕΣ_.jpg


ΤΟ ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΜΙΧΑΗΛ ήταν το ψευδώνυμο που χρησιμοποίησα στο ίντερνετ όταν στα 18 μου γράφτηκα για πρώτη φορά σε ένα ποιητικό forum. Την αγάπησα αυτή την υπογραφή.


ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΤΕΛΕΙΕΣ; Τρία σημεία στίξης ή αν προτιμάς, το ίδιο σημείο στίξης τρεις φορές. Αυτό το βιβλίο έρχεται να απαντήσει καταρχήν σε τρία δικά μου «γιατί». Στο γιατί αγαπώ το ελληνικό τραγούδι, στο γιατί αγαπώ τις σφιχτές ρίμες και στο γιατί αγαπώ το μέτρο στον λόγο. Είμαι της άποψης ότι όταν δίνουμε στον εαυτό μας την απόλυτη ελευθερία στα πάντα, συνήθως ξεφεύγουμε και δεν κάνουμε τίποτα. Αυτή η οριοθέτηση της σφιχτής ρίμας, του απολύτως αυστηρού μέτρου και των κανόνων της ομοιοκαταληξίας, σε μένα απελευθερώνουν δημιουργικότητα και λειτουργούν ως μια πηγή ταυτότητας και επικοινωνίας με τους υπόλοιπους.

ΜΕ ΡΩΤΟΥΝ ΠΟΛΛΟΙ κι αυτό έχει από μόνο του ένα ενδιαφέρον που δεν είχα προβλέψει. Κοιτώντας κανείς το εξώφυλλο, όπως και κάθε τι, μπορεί να δει διαφορετικά πράγματα. Ένας θα πει ότι βλέπει δυο βυζιά. Ένας άλλος ότι βλέπει δυο δεξαμενές ζωής. Ένας τρίτος μπορεί να δει κάτι άλλο. Αυτό που ενοχλεί εμένα στην ερμηνεία του οποιουδήποτε πράγματος είναι η «πορνογραφική προσέγγιση», διότι παραπέμπει σε κάτι το επιδερμικό. Όταν αυτό γίνεται συνείδηση τότε υπάρχει σοβαρό πρόβλημα, όχι μόνο στο θέμα αισθητικής αλλά και στο θέμα του ότι ερμηνεύουμε τα πράγματα μέσα από τον χαβαλέ και την εκτόνωση. Ο κόσμος, όμως, δεν χτίζεται με εκτονώσεις. Κινείται με ορμές. Και οι ορμές είναι κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό. Η αλήθεια στα πράγματα είναι το πετρέλαιο στη μηχανή για να φτάσεις σε κάτι ανώτερο.

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΤΑ μπορεί να αντλήσω την έμπνευσή μου. Αυτά που με απασχολούν περισσότερο είναι υπαρξιακά ζητήματα, ερωτικά ζητήματα, πολιτικά ζητήματα. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι άλλο που να μπορεί να αποτελέσει έναν τόσο σκληρό πυρήνα έμπνευσης ώστε να έχει απασχολήσει την τέχνη.

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ του θανάτου όπως και το νόημα των πραγμάτων αποτυπώνονται σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό στα γραπτά μου, είτε ευθέως, είτε διαγωνίως είτε υπαινικτικά.

ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ νιώθω ότι ανακάλυψα τον εαυτό μου. Αν θεωρήσουμε ότι η ψυχανάλυση έρχεται να μοντελοποιήσει τις ανακαλύψεις της τέχνης, η οποία προηγήθηκε πάρα πολύ στα συμπεράσματα και στους μηχανισμούς της ανθρώπινης ψυχής, τότε θα σου πω ότι αυτή τη στιγμή δεν έχω καμία ανάγκη την ψυχανάλυση.

Η ΓΡΑΦΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ, κατά την οποία φέρνεις στο μυαλό σου όλα τα ερεθίσματα από τον εξωτερικό κόσμο, τα φιλτράρεις με την προσωπική σου οπτική και τα αποτυπώνεις στο χαρτί. Από εκεί και πέρα, με τη διαδικασία της έκδοσης, καλείς τον κόσμο σε μία συνομιλία. Τους λες την αλήθεια σου και περιμένεις να δεις αν τους ακουμπά, αν συντονίζονται με αυτήν και τι αλήθεια θα σου δώσουν πίσω.

12042636_10153745587804009_9036747246308677625_n.jpg


Η δική μου ρίζα, αν μπορώ να πω, είναι ασφαλώς ο Σεφέρης, αλλά τρέφω πολύ μεγάλη αγάπη στον ποιητικό λόγο του ελληνικού τραγουδιού.


ΟΤΑΝ ΕΙΣΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ, ΔΕΝ ΓΡΑΦΕΙΣ. Το μεγαλύτερο μέρος της τέχνης γενικώς παρήχθη μέσα από τον πόνο. Ο πόνος είναι αυτό που κινητοποιεί το συναίσθημα. Όταν είσαι ευτυχισμένος δεν έχεις κανένα καημό να επιδοθείς σε μια μοναχική διαδικασία όπως είναι η γραφή, η ζωγραφική, η σύνθεση κτλ. Όταν είσαι ευτυχισμένος, βγαίνεις έξω, έρχεσαι κοντά με άλλους ανθρώπους και εξωτερικεύεις αυτό το αίσθημα ευτυχίας. Ζεις.

ΔΕΝ ΘΕΩΡΩ ΚΑΚΗ την τέχνη που γίνεται με σκοπό την εμπορική επιτυχία. Ο Μπετόβεν, για παράδειγμα, δεν έγραφε παρτιτούρες απλώς για να ξεκαυλώσει. Έγραφε και τις πουλούσε κατά παραγγελία. Η εμπειρία έχει δείξει ότι όταν ασχολείσαι μόνο με το πώς θα εισπράξεις αποδοχή και χρήματα καταλήγεις, ακόμα και αν είσαι ταλαντούχος, να παράγεις ευτελή τέχνη. Κακή είναι η τέχνη που είτε δεν καταφέρνει να συντονίσει κανέναν μαζί της, είτε συντονίζει κάποιους σποραδικά και για λίγο.

ΣΑΦΩΣ ΚΑΙ ΜΑΣ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ οι ποιητές και οι συγγραφείς που αγαπάμε, όπως και αυτοί που δεν αγαπάμε, αλλά έτυχε να πέσουμε πάνω τους. Η δική μου ρίζα, αν μπορώ να πω, είναι ασφαλώς ο Σεφέρης, αλλά τρέφω πολύ μεγάλη αγάπη στον ποιητικό λόγο του ελληνικού τραγουδιού, ο οποίος εκφράζεται μέσα από τους στίχους του Μάνου Ελευθερίου, του Άλκη Αλκαίου, του Κώστα Τριπολίτη, του Νίκου Γκάτσου, της Λίνας Νικολακοπούλου, της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, όπως και μέσα από την απλή γραφή του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Από τους πιο σύγχρονους μου αρέσει πολύ ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος, η Ελένη Φωτάκη, ο Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης, όπως και πολλοί τραγουδοποιοί.

ΜΙΑ ΓΝΩΡΙΜΙΑ που με καθόρισε ήταν αυτή που είχα το 2006 με τον σπουδαίο Έλληνα ποιητή Μάνο Ελευθερίου. Τον γνώρισα τυχαία στην Αθήνα, την ημέρα που γινόμουν είκοσι χρονών. Ήμουν πάρα πολύ αγχωμένος και ενθουσιασμένος, γιατί εγώ εκείνη τη στιγμή έβλεπα μπροστά μου ένα από τα λογοτεχνικά μου είδωλα. Τον πλησίασα και του είπα, ξέρετε γράφω κι εγώ και θα ήθελα να σας στείλω να διαβάσετε. Μετά από πάρα πολλούς μήνες σιωπής, μου απάντησε, βρεθήκαμε, μετά ξαναβρεθήκαμε, έτσι εξελίχθηκε μια όμορφη σχέση. Τον Μάνο Ελευθερίου τον θεωρώ δάσκαλο, διότι μέσα από το παράδειγμά του, τόσο εγώ, όσο και πολλοί άλλοι, μάθαμε να περπατάμε στον γραπτό λόγο. Ποτέ δεν μας έκανε υποδείξεις, αλλά πάντα μας έδινε συμβουλές. Βρισκόμουν μαζί του πάρα πολύ συχνά στην Αθήνα και σε όλο αυτό το διάστημα ούτε μείωσε ούτε επαίνεσε ποτέ τη δουλειά μου, απλώς συζητούσαμε επί των κειμένων μου. Καμιά φορά και επί των δικών του κειμένων. Μια νύχτα, στο σπίτι του, παρέα με τον ηθοποιό Χρήστο Χατζηπαναγιώτη, μας είχε αναγνώσει για πρώτη φορά τον Νοητό Λύκο, ένα έργο που το συνέγραφε αργά και σταθερά από τα μέσα της δεκαετίας του ’80.

Κακή είναι η τέχνη που είτε δεν καταφέρνει να συντονίσει κανέναν μαζί της, είτε συντονίζει κάποιους σποραδικά και για λίγο.


70349354_10157881223719009_8964340381684596736_n.jpg


ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ που δεν έχει στόχους. Κοινωνικά, θέλω να βρίσκομαι σε μεγαλύτερη αρμονία με την κοινωνία και να πάλλομαι στον ίδιο ρυθμό που πάλλονται και άλλοι όμοιοι ή παρόμοιοι άνθρωποι με μένα. Είμαι κάθετα αντίθετος στον ατομισμό και όταν βλέπω διαφημίσεις οι οποίες τον προάγουν στεγνά, εκνευρίζομαι. Δεν μπορεί να γίνει κάποιος κάτι μόνος του. Είμαστε κομμάτι ενός όλου το οποίο οφείλουμε να κάνουμε καλύτερο, πιο λειτουργικό, πιο ανθρώπινο και λιγότερο άδικο. Γενικώς, ο ατομισμός και η ατομικότητα είναι νομίζω το αντι-στοίχημα της δικής μας εποχής. Γιατί είμαστε ως ανθρώπινο γένος εύκολα χειραγωγήσιμοι όταν λειτουργεί ο καθένας μόνος του.

ΜΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΦΟΒΟ όταν γενικεύεται γύρω μου ένα συναίσθημα οπαδικό και καφενειακό. Όταν, δηλαδή, όλα ερμηνεύονται με το καλαμπούρι, τον χαβαλέ και με την επιδερμικότητα της στιγμής. Όταν αρχίζει η κοινωνία και ρέπει προς μια φιλοσοφία εφήμερου, το οποίο έρχεται και συμπληρώνεται με αισχρή ημιμάθεια, ελλιπή γνώση γεγονότων και πολύ φανατισμό από τις προηγούμενες γενιές ή από συμφέροντα, αυτό με ενοχλεί.

Για να γκρεμίσεις κάποιου το όνειρο είναι πολύ πιο απλό. Απλά στέρησέ του αυτό που νομίζει ότι έχει.


IMG_4095.jpg



ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ. Προφανώς και δεν έχω φτάσει στο επίπεδο της απόλυτης ευτυχίας. Η ευτυχία, μιας και θέλεις να καταλήξουμε σε αυτό, νομίζω ότι είναι ο στόχος που θέλουμε να φτάσουμε. Αν είμαστε ευτυχισμένοι, δεν μας νοιάζει τίποτα. Αλλά, πραγματικά, ποιος είναι αυτός που θα ισχυριστεί ότι είναι απόλυτα ευτυχισμένος; Οι αισιόδοξοι βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο, οι απαισιόδοξοι μισοάδειο. Το ερώτημα είναι: υπάρχει ποτήρι; Κάποιος είχε πει κάποτε ότι τα μισογεμάτα ποτήρια ανατρέπονται πιο εύκολα. Για να χτίσεις ένα όνειρο και να το ακολουθήσεις με προορισμό την ευτυχία είναι μια πολύ πιο δύσκολη, επίπονη και πολύπλοκη διαδικασία. Για να γκρεμίσεις κάποιου το όνειρο είναι πολύ πιο απλό. Απλά στέρησέ του αυτό που νομίζει ότι έχει.

ΝΑΙ, ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΑ ΟΝΕΙΡΑ. Είναι στο χέρι του καθενός να τοποθετήσει τον πήχη εκεί που θεωρεί ότι μπορεί να φτάσει και έπειτα να τον ξεπεράσει. Από την αυτογνωσία ξεκινάνε τα πάντα και έτσι και την κατακτήσεις, μπορείς να πορευθείς με πολύ πιο σταθερά και γρήγορα βήματα προς την ευτυχία.

ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΑΝ Η ΤΕΧΝΗ μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Τι είναι η τέχνη; Δεν θα μας απαντήσει ποτέ κανείς σωστά σε αυτό το ερώτημα. Όμως, αν η κοινωνία φτάσει στο σημείο που δεν θα έχει ανάγκη την τέχνη, τότε σημαίνει ότι δεν θα υπάρχει άνθρωπος με ελλείψεις, ελαττώματα, συμπλέγματα ή απωθημένα. Η τέχνη έρχεται να δώσει παρηγοριά, συμβουλές και το όραμα για ένα κενό που έχουμε εμείς. Έρχεται να παλέψει έναντι στην πλήξη, τη βαρεμάρα, τον φανατισμό, τη λήθη και την επιδερμικότητα απέναντι στα πράγματα. Άρα αν φτάσει η ανθρωπότητα σε ένα σημείο που να μην έχει ανάγκη την τέχνη, πάει να πει ότι θα είναι μια πλήρης, ευτυχισμένη και ευημερούσα ανθρωπότητα. Την ανταλλάζω εύκολα με την τέχνη.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ