«Θα πεθάνω, μα θα επιστρέψω και θα είμαι χιλιάδες»
Η Εβίτα Περόν γεννήθηκε στις 7 Μαΐου 1919, στο χωριό Χουνίν της Αργεντινής και βρέθηκε (κυριολεκτικά) από τα αλώνια στα υψηλά σαλόνια. Πέθανε στα 33 της χρόνια, αλλά είχε ήδη προλάβει να δημιουργήσει τον δικό της μύθο.
Τρίτη 07 Μαΐου 2019
3
λεπτά
Γράφει η Άντρια Γεωργίου
Η Εβίτα Περόν υπήρξε -μαζί με τα αδέρφια της- το νόθο παιδί ενός πλουσίου γαιοκτήμονα. Αν και είχε δώσει σε όλα το επίθετό του, Ντουάρτε, κανείς δεν τα αντιμετώπιζε ως νόμιμα παιδιά του. Η ίδια, βέβαια, δεν ήταν διατεθειμένη να αποδεχθεί ούτε τη φτώχια ούτε την περιφρόνηση των συγχωριανών της.
Ονειρευόταν να διαπρέψει ως ηθοποιός και έτσι στα 15 της χρόνια εγκατέλειψε τη μίζερη ζωή του χωριού και κατέφυγε στο Μπουένος Άιρες. Δεν κατάφερε να κάνει σημαντική καριέρα ως ηθοποιός, αλλά η νεαρή Εβίτα δεν θα τα παρατούσε τόσο εύκολα.
Το 1944 γνώρισε σε μία φιλανθρωπική εκδήλωση τον κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερό της συνταγματάρχη Χουάν Περόν. Εκείνη ήταν μόλις 24 και ηθοποιός, εκείνος 48 και τότε Υπουργός Εργασίας. Σύντομα έγινε η ερωμένη του και μέσα σε έναν χρόνο η νόμιμη σύζυγός του.
Το 1946 ο Περόν εξελέγη Πρόεδρος και η Εβίτα έγινε η Πρώτη Κυρία της Αργεντινής. Η άσημη κοπέλα είχε μάλλον φτάσει πιο μακριά απ’ ό,τι ονειρευόταν και η ίδια. Έκτοτε, στάθηκε βράχος στο πλευρό του συζύγου της, ακολουθώντας τον σε κάθε δημόσια εμφάνισή του. Η Εβίτα, όμως, δεν θα ήταν απλώς μια Πρώτη Κυρία στη σκιά του ισχυρού συζύγου της. Αναμείχθηκε ενεργά στην άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής και μολονότι δεν κατέλαβε ποτέ κυβερνητική θέση, ενεργούσε ως ντε φάκτο Υπουργός Υγείας και Εργασίας.
Έγινε η «Αγία των Φτωχών». Το 1948 λειτούργησε για πρώτη φορά το φιλανθρωπικό ίδρυμα «Εύα Περόν» και η ίδια εγκαθιδρύεται στις συνειδήσεις των φτωχών ως η προστάτιδά τους. Έχτισε σχολεία, νοσοκομεία, σπίτια, μοίρασε υποτροφίες, ρουχισμό και τρόφιμα. Η δημοτικότητά της στα λαϊκά στρώματα ξεπερνούσε κάθε προσδοκία και σε αυτή στήριξε, σε μεγάλο βαθμό, την πολιτική του ισχύ και ο Χουάν Περόν.
«Παλεύουμε για να έχουμε λιγότερους πλούσιους και λιγότερους φτωχούς. Πρέπει να κάνετε το ίδιο», έλεγε κατά τις επισκέψεις της στην Ευρώπη. Παρείχε γενναιόδωρες αυξήσεις ημερομισθίων στα εργατικά συνδικάτα και συναντούσε τους φτωχούς και τους αρρώστους της Αργεντινής. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Τύπου της εποχής «αγκάλιαζε τους λεπρούς και φιλούσε τους συφιλιδικούς».
Πάλεψε για τα δικαιώματα των γυναικών. Με δική της πρωτοβουλία, προτάθηκε νόμος στη Βουλή για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών και μετά από μία αποτυχημένη προσπάθεια, ο νόμος υπερψηφίστηκε. Η Περόν έγινε το σύμβολο της γυναικείας χειραφέτησης και το 1949 ίδρυσε το Περονιστικό Φεμινιστικό Κόμμα, που ήταν ο γυναικείος βραχίονας του κόμματος του συζύγου της. Όταν το 1951 ο Περόν διεκδικούσε εκ νέου την προεδρία της χώρας, η δημοτικότητά του είχε σημειώσει τεράστια πτώση και η επανεκλογή του οφειλόταν, σύμφωνα με αρκετούς, στις «γυναίκες της Εβίτας». «Διεκδίκησα περισσότερα δικαιώματα για τις γυναίκες, επειδή ήξερα τι αναγκάζονται να υποφέρουν», έλεγε η ίδια.
To 1951 και ενώ είχε διαγνωσθεί με καρκίνο, έλαβε το χρίσμα για την αντιπροεδρία της Αργεντινής, έχοντας τη στήριξη κυρίως της εργατικής τάξης. Εντούτοις, αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την υποψηφιότητά της λόγω πιέσεων από τον στρατό, που δεν ήταν διατεθειμένος να δεχθεί εντολές από μία γυναίκα, αλλά και λόγω της βεβαρημένης της υγείας. Τον Ιούνιο του 1952 έγινε εκ νέου Πρώτη Κυρία της Αργεντινής μετά την επανεκλογή του συζύγου της. Αν και βαριά άρρωστη λόγω του καρκίνου, συνόδευσε τον Χουάν Περόν στον γύρο του θριάμβου, καλύπτοντας το αποστεωμένο σώμα της με μια τεράστια γούνα.
Στις 26 Ιουλίου του 1952, η Εβίτα Περόν άφησε την τελευταία της πνοή σε ηλικία 33 ετών. Ο εκφωνητής του κρατικού ραδιοφώνου της Αργεντινής ανήγγειλε συντετριμμένος στους συμπατριώτες του το θλιβερό γεγονός: «Η κυρία Περόν, η πνευματική αρχηγός της χώρας, πέρασε στην αιωνιότητα». Ολόκληρη η Αργεντινή θρήνησε τον θάνατό της, ενώ στην κηδεία της οκτώ άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στην προσπάθειά τους να αγγίξουν το φέρετρό της.
Η σορός της Εβίτα Περόν ταριχεύθηκε κατ’ εντολή του συζύγου της και τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα. Μετά από πολλές περιπέτειες, το νεκρό σώμα της τάφηκε -μόλις τη δεκαετία του 1970- στον οικογενειακό τάφο των Ντουάρτε, στο κοιμητήριο της Ρεκολέτα στο Μπουένος Άιρες.