Χρόνια τώρα, μεγάλωσα, μεγαλώσαμε μαθαίνοντας να σιωπούμε για να μην προσβάλουμε κάποιον –που μας προσβάλλει. Να μην θίξουμε κάποιον μπας και τον ενοχλήσουμε και εξασκήσει επάνω μας τη δύναμή του.
Για χρόνια ολόκληρα η κυπριακή κοινωνία μας έχει γαλουχήσει να εξασφαλίζουμε τη σιγουριά, τη μονιμότητα, την επιτυχία, αλλά δεν μας έχει μάθει πώς να βγαίνουμε απ’ αυτήν όταν πλέον δεν μας προσφέρει όλα όσα ελπίζαμε. Όταν μας ξεζουμίσει κάθε ίχνος δημιουργικότητας, έμπνευσης και αξιοπρέπειας.
«Κρύψε να περάσουμε», «να λαλείς καλά που έσιεις δουλειά», «έσιει άλλους που εν έχουν τίποτε, εσύ καλά την έσιεις», «εν να σάσουν τα πράματα». Και κάπως έτσι μαθαίνεις να ζεις με την μετριότητα, να συμβιβάζεσαι με τα ελάχιστα που σου δίνουν πείθοντας τον εαυτό σου πως αυτά αξίζεις. Πως παντού αυτό συμβαίνει, άρα εσύ γιατί πρέπει να αναζητάς κάτι διαφορετικό, κάτι πιο πάνω. Με ποιο δικαίωμα απαιτείς κάτι καλύτερο για τη ζωή σου; Ε;
Αν ψάχνεις να βρεις τα αίτια του κυπριακού φοβικού συνδρόμου που μας κυριεύει δεκαετίες τώρα, θα ανακαλύψεις πολλές δικαιολογίες και παραμέτρους που δίνουν άλλοθι σε αυτές τις συμπεριφορές. Όμως τι γίνεται όταν μέσα σου σε τρώει σαν σαράκι η αμφιβολία πως αυτό που σου έχουν διδάξει για χρόνια, δεν είναι το σωστό;
Όταν βλέπεις καθημερινά τη ζωή σου να πετιέται, κι εσύ το μόνο που κάνεις είναι να παραπονιέσαι στους διαδρόμους και στο Facebook για τα κακά της μοίρας σου, βρίσκοντας συμπαράσταση από ομοιοπαθείς που πάσχουν επίσης από το ίδιο φοβικό σύνδρομο.
«Εν να φκάλεις εσύ την κουφή που την τρύπα για ούλλους;» αναρωτιέται μεγαλόφωνα και με στόμφο κάποιος δίπλα, θέλοντας να επιβάλλει ομερτά σε όποιο αίσθημα επανάστασης και αντίδρασης δεν είναι συλλογικό.
Και το πετυχαίνει, γιατί καταφέρνει να σου ξυπνήσει εκείνο το φοβικό σύνδρομο που σ’ έχει ποτίσει εξ απαλών ονύχων και δεν μπορείς να το αποβάλεις μέχρι να κλείσεις τα μάτια σου. Και σιωπάς και περιμένεις και υπομένεις, μέχρι την επόμενη φορά που θα νιώσεις την αμφιβολία να ξυπνά μέσα σου, λίγα λεπτά πριν σου την καταπνίξει ο επόμενος δίπλα…