Be My Guest
Στην Κύπρο «τούτ' οι μιάλοι εν πολλά παράξενοι τελικά»
Έχουμε τους μιάλους που μας αξίζουν;
Γράφει η Ιόλη Χαρίτου
Η κάθε χώρα έχει τους «πρίγκιπες» που της αξίζουν. Ή τουλάχιστον έτσι επιμένουμε να πιπιλάμε. Με την κάθε παραξενιά να ενθρονίζεται στην καρέκλα της ακράτητης φιλοδοξίας και να μεταφράζεται -απ’ όσους «μικρούς» έχουν ξεμείνει- σε ακατάσχετο κομπλεξισμό, καμιά φορά η ελπίδα να «μιαλύνει» τούτη η χώρα πεθαίνει αγκομαχώντας.
Για κάποιους που αρνούνται να «μιαλύνουν», η γλώσσα είναι επικοινωνία. Και οι διάλεκτοι δεν μπορούν παρά να είναι το αλάτι κι η σάλτσα της.
Ο πρίγκιπας του Σαιντ-Εξυπερύ δεν έχει να κάνει με τους πρίγκιπες που ξέρουμε. Ίσως γι’ αυτό, δεκαετίες ολόκληρες μετά την εμφάνισή του, συνεχίζει να εμπνέει το παγκόσμιο κοινό.
Η πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου στα κυπριακά από τον Ιάκωβο Χατζηπιερή, ήχησε σαν χαρμόσυνη καμπάνα στα αυτιά μου. Παρόλα αυτά, πριν πάρω το αντίτυπο της έκδοσης αυτής στα χέρια μου, είχα προλάβει να εκτεθώ στην διαδικτυακή μόλυνση. «Μα τι εννοεί στα κυπριακά; Εν έχει κυπριακή γλώσσα», «Το ελληνικό εν μας έκαμνε τζαι εθέλαμεν και κυπριακό;». Στο δρόμο για το βιβλιοπωλείο είχε μεσολαβήσει, ξανά-μανά, στο διαδίκτυο αυτή τη φορά, το πιο γραφικό κι απ’ τα ορεινά χωριά μας ντιμπέιτ γλώσσας-διαλέκτου-ιδιώματος.
Ένα ντιμπέιτ που προσωπικά, μετά από τόσα χρόνια συζήτησης, μου προκαλεί έντονο το χασμουρητό όπως ακριβώς στον Μικρό Πρίγκιπα όταν συναντήθηκε με τον Βασιλιά στο έργο.
Αυτός ο αχταρμάς σνομπισμού και κομπλεξισμού των εραστών της εξουσίας της γλώσσας, απόρροια μίας ταυτότητας η οποία αδυνατεί να ξεκαθαρίσει, ηχεί στα αυτιά κάποιων από εμάς πιο κουραστικός κι απ’ την κούραση την ίδια: Ποιοι είμαστε, πού πάμε, τι μας στερούν και ποιοι;
Για κάποιους που αρνούνται να «μιαλύνουν», η γλώσσα είναι επικοινωνία. Και οι διάλεκτοι δεν μπορούν παρά να είναι το αλάτι κι η σάλτσα της. Η μικρή επανάσταση στην οποιαδήποτε εξουσία τής επιβάλλεται.
Μεγαλώνοντας σε μία Κύπρο την περίοδο που προσπαθούσε να ξεπλύνει την παραδοσιακή κοινωνία από πάνω της, οι «μιάλοι» και όχι οι «μεγάλοι», προσωπικά μου φαίνονται πιο διαχειρίσιμοι. Πιο βατοί.
Η μετάφραση ή προσαρμογή ή ό,τι θέλουμε να το αποκαλέσουμε τον Μικρού Πρίγκιπα του Σαιντ-Εξυπερύ στα κυπριακά, έχει μιλήσει στις καρδιές κάποιων από εμάς. Κι αυτό γιατί, όντως, on ne voit bien qu'avec le cœur.
Το ένιωσα διαβάζοντας το βιβλίο, το ένιωσα και στην θεατρική παράσταση που πάτησε πάνω στην εν λόγω μετάφραση και απογείωσε τον κυπριακό (αν μάς επιτρέπεται) χαρακτήρα αυτού του παγκόσμιου έργου. Γιατί αν δεν δεις το χωριό σου, δεν ξέρω αν αξίζει να το αποκαλείς «παγκόσμιο».
Την Παρασκευή που μας πέρασε, στην πανέμορφη ταράτσα του ιδρύματος Άρτος στους Αγίους Ομολογητές, ένιωσα την ψυχή μου να μυαλινίσκει όταν ο Γιάννης Μίνως, σε έναν ανατριχιαστικά ειλικρινή και τόσο ηχητικά κοντά μας μονόλογο, τα είπε όλα με τον πιο αθώο, τον πιο παιδικό, άρα και τον πιο ειλικρινή τρόπο. Στα κυπριακά. Τόσο κοντά μας που λυπάμαι, πραγματικά, που αυτή τη στιγμή αποτυπώνω τις εντυπώσεις μου στην κοινή ελληνική.
Γιατί όταν ένα τόσο μεγάλο βιβλίο το διαβάζεις ή όταν το απολαμβάνεις στο θεατρικό σανίδι στα κυπριακά, ξαφνικά καταλαβαίνεις ότι οι «μεγάλοι» όταν γίνουν «μιάλοι» είναι πιο διαχειρίσιμοι. Τουλάχιστον έτσι μοιάζουν στα μεταπολεμικά αυτιά μου. Μεγαλώνοντας σε μία Κύπρο την περίοδο που προσπαθούσε να ξεπλύνει την παραδοσιακή κοινωνία από πάνω της, οι «μιάλοι» και όχι οι «μεγάλοι», προσωπικά μου φαίνονται πιο διαχειρίσιμοι. Πιο βατοί.
Στην θεατρική παράσταση που φέρει την σκηνοθετική υπογραφή του Κώστα Σιλβέστρου, σε θεατρική προσαρμογή Αντρέα Νικολαΐδη, πήγα με τα δύο παιδιά μου. Έναν τετράχρονο που εικάζω ότι κατάλαβε περισσότερα απ’ ότι φαντάζομαι και μού δήλωσε πως θέλει να γίνει πιλότος φεύγοντας απ’ τον χώρο και μία δωδεκάχρονη (γενιά του Tik Tok και του Roblox) που μου ζήτησε το βιβλίο για να το διαβάσει. Μία στιγμή που, για μένα, επιβεβαιώνει τη νευραλγικότητα της Τέχνης, του θεάτρου, των γραμμάτων.
Απ’ την παράσταση κρατάω έναν ενθουσιώδη και όμορφο απ’ όλες τις απόψεις Γιάννη Μίνω, ένα ευρηματικό σκηνικό που στήριξε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το όλο εγχείρημα, μία σκηνοθετική προσέγγιση λιτή και εύμορφη, όπως πρέπει να είναι το καλό θέατρο. Κρατώ επίσης, την αγαπημένη μου σκηνή απ’ το βιβλίο, που την είδα να παίρνει σάρκα μέσα απ’ την θεατρική ερμηνεία, να ομιλεί την γνώριμή μου κυπριακή.
«Α! Έτον έναν υπήκοον», λέει ο βασιλιάς στον Μικρό Πρίγκιπα μαλώνοντάς τον που χασμουριέται μπροστά του. «Διατάσσω σε να χασμουρηθείς», επιβάλλει στο αναπόφευκτο της φύσης ο Βασιλιάς για να τσιμεντώσει την παρουσία του.
«Δώστε διαταγήν του ήλιου να βασιλέψει…», ζητάει ο Μικρός Πρίγκιπας από αυτόν που όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει, για να πάρει την απάντηση «Πρέπει να ζητούμεν που τον καθέναν τούτον που μπόρει να δώκει. Η εξουσία βασίζεται πάνω που ούλλα στην λογικήν. Αν δώκεις διαταγήν στον λαόν σου να πάει να ππέσει στην θάλασσαν, εννά επαναστατήσει. Μπόρω τζιαι ζητώ υπακοήν, επειδή οι διαταγές μου εν λογικές (...) το ηλιοβασίλεμαν σου εν να το δεις. Εν να το απαιτήσω. Εν να καρτερώ όμως, σύμφωνα με την πείραν που κυβερνώ, να γινούν ευνοϊκές οι καταστάσεις». Πόσο κοντά στους πρίγκιπες και στους μιάλους που ζουν ανάμεσά μας.
«Να τον καταδικάζεις σε θάνατον», (τον οποιοδήποτε), «τζιαι κάθε φοράν να του διάς χάρη, για να τον έσσιεις πάντα στο σσιέριν, αφού εν έχουμεν άλλον. Έτσι η ζωή του εν να κρέμμεται που την κρίσην σου…» (έτσι, θα διατηρείς την εξουσία). Πόσο κοντά στην πραγματικότητα (και) στα κυπριακά. Πόσο... κυπριακό.
Κλισεδόρικο αλλά, ο Μικρός Πρίγκιπας, αφορά σ’ ένα έργο για μικρούς και μεγάλους. Αυτούς που αποφάσισαν ότι μεγαλώνοντας θα γίνουν πιλότοι και αυτούς που χρειάζονται αυτό το ελαφρύ σκούντημα για να δουν τη ζωή κατάμουτρα και να επιβεβαιώσουν ότι, όντως, οι μιάλοι που εν παράξενοι, εν μας αξίζουν.