Πρόσωπα
«Εγώ θα μείνω με τους εργάτες να τραγουδήσω»
«Εγώ τα ιερά δεν τα αγγίζω. Προτιμώ να αγγίζω τα ιερά τέρατα», θα πω στον Μιχάλη (η προϊστορία της φράσης δεν μας ενδιαφέρει). Και ο Πάμπλο Νερούδα είναι ένα απ’ αυτά. Κατά τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες «είναι ο μεγαλύτερος ποιητής του 20ού αιώνα, σε όλες τις γλώσσες». Κατ’ εμέ είναι ένας εκ των μεγαλυτέρων.
Πρόσωπα
«Εγώ θα μείνω με τους εργάτες να τραγουδήσω»
«Εγώ τα ιερά δεν τα αγγίζω. Προτιμώ να αγγίζω τα ιερά τέρατα», θα πω στον Μιχάλη (η προϊστορία της φράσης δεν μας ενδιαφέρει). Και ο Πάμπλο Νερούδα είναι ένα απ’ αυτά. Κατά τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες «είναι ο μεγαλύτερος ποιητής του 20ού αιώνα, σε όλες τις γλώσσες». Κατ’ εμέ είναι ένας εκ των μεγαλυτέρων.
Από την Άντρια Γεωργίου
Πριν από μερικά χρόνια σε ένα ταξίδι μου στη Θεσσαλονίκη, καθόμουνα δίπλα σε δύο κοπέλες – θα ήτανε δεν θα ήτανε 20 χρόνων. Η μία είχε μια αδιόρατη θλίψη στα μάτια, την οποία, όμως, ο προσεκτικός παρατηρητής του πόνου εύκολα μπορούσε να διακρίνει. Πριν απομονωθώ, βάζοντας τα ακουστικά στα αυτιά μου, πρόλαβα να γίνω αδιάκριτη. Μέσες άκρες είχα καταλάβει ότι την παίδευε ένας έρωτας, για τον οποίο έκανε μάλλον και το ταξίδι.
Στην τσάντα μου είχα τη συλλογή του Νερούδα «Είκοσι ερωτικά ποιήματα και ένα τραγούδι χωρίς καμιάν ελπίδα». Στο εισαγωγικό σημείωμα της έκδοσης, ο μεταφραστής έγραφε: «Η βαθιά βίωση του τι είναι νεανικός έρωτας και τι η ματαίωσή του, μια βίωση πικρή και αναπότρεπτη, μια βίωση ντυμένη με τις πιο πυκνές εκφράσεις, που ξεχύνονται με μορφή μαγματωδών λέξεων από φαντασία αφηνιασμένη και από καρδιά φλεγόμενη, συνθέτει τον πυρήνα των είκοσι ποιημάτων και του ανέλπιδου τραγουδιού».
Αυθόρμητα ξετρύπωσα το βιβλίο από τον πανικό της τσάντας και τής το έδωσα. Η κοπέλα παραξενεύτηκε που μια τρελή στο διπλανό κάθισμα του αεροπλάνου τής χάριζε ένα δεφτέρι με ποιήματα, αλλά χαμογέλασε ευγενικά και το πήρε. Δεν ξέρω τη συνέχεια. Έβαλα τα ακουστικά και κοιμήθηκα όπως επιτάσσει η προσωπική μου τελετουργία σε κάθε ταξίδι. Δεν ξέρω, επίσης, τι απέγινε εκείνος ο έρωτας. Δεν ξέρω καν τι απέγινε το βιβλίο. Εγώ, πάντως, συνειδητά απέφευγα να το ξανααγοράσω, μέχρι πρόσφατα, όταν το βρήκα σ’ ένα υπαίθριο βιβλιοπωλείο σε κάποιο φεστιβάλ και το πήρα. Το πρώτο άγγιγμα μού θύμισε το περιστατικό και είπα πως θα παραβιάσω τον νόμο του προσωπικού χώρου και της αναδυόμενης μνήμης και θα το μοιραστώ. «Πήγαινε πρώτα στη σελίδα 65», τής είπα. Εκεί έγραφε τα εξής:
«Να συλλογιέμαι εγώ και ήσκιους να καταπίνω
μέσα στην άπατη μοναξιά.
Μα εσύ να είσαι μακριά κάπου,
κι απ’ ό,τι ζωντανό πιο πέρα ακόμα.
Να συλλογιέμαι, να λευτερώνω πουλιά, να εκπορεύω εικόνες,
να καταχωνιάζω φανούς και λαμπάδες στα έγκατα.
Καμπαναριό μου με τη καταχνιά και τις αντάρες,
εκειδά πέρα, εκειδά πέρα, αλάργα!
Να φορτώνω εγώ δίφρους με θρηνωδίες,
ν’ αλέθω εδώ ελπίδες σκυθρωπές,
ο αμίλητος εγώ μυλωνάς,
και σένα να σε κουκουλώνει η νύχτα,
έξω, μακριά απ’ την πόλη.
Η παρουσία σου είν’ απόμακρη, αλλόκοτη για μένα,
σαν και τι!...
Αναλογίζομαι πως ήταν η ζωή μου προτού να ‘ρθεις εσύ.
Η ζωή μου προ πάσης ελεύσεως, η στυφή η ζωή μου.
Το σκούξιμο εκείνο εκεί κατάντικρυ στη θάλασσα,
ανάμεσα στα βράχια,
να πιλαλάει ελεύθερο, λωλό, ίσα με την ούγια της θάλασσας.
Η μάνητα του παράπονου, το σκούξιμο εκείνο εκεί,
η μοναξιά της θαλάσσης.
Να ξεμπουκάρουνε ώσπερ βιαίας πνοής
και ν’ ανέρχονται στους ουρανούς. (…)»
Ο ποιητής που ύμνησε τον έρωτα και την επανάσταση
Σαν σήμερα, το 1904, γεννήθηκε ο Χιλιανός ποιητής Νεφταλί Ρικάρδο Ρέγιες Μπασοάλτο, γνωστός ανά την υφήλιο με το φιλολογικό ψευδώνυμο Πάμπλο Νερούδα (προς τιμήν του Τσέχου συγγραφέα και ποιητή Γιαν Νερούντα). Ο πατέρας του ήταν εργάτης σε σιδηροδρομικό σταθμό και η μητέρα του δασκάλα. Δεν τη γνώρισε ποτέ, καθώς πέθανε έναν μήνα μετά τη γέννησή του.
Η έφεσή του στην ποίηση φάνηκε από πολύ νωρίς. Ο ίδιος έγραφε: «Η φύση έμπαινε στο κεφάλι μου σαν δυνατό πιοτό. Μόλις 10 χρονών αγόρι ήμουν κιόλας ποιητής, μεθυσμένος από την πλάση, τη γη, τον άνθρωπο». Το 1921 ξεκίνησε σπουδές Παιδαγωγικής και Γαλλικών, ενώ την ίδια χρονιά κέρδισε το πρώτο βραβείο ποίησης για το ποίημά του «La canción de fiesta» («Το Τραγούδι της Γιορτής»). Εντούτοις, η πραγματική αναγνώριση ήρθε με τη δεύτερη συλλογή του «Veinte Poemas de Amor y una Canción Desesperada» («Είκοσι ερωτικά ποιήματα και ένα τραγούδι χωρίς καμιάν ελπίδα»), η οποία δημοσιεύθηκε το 1924 και έμελλε να καθιερωθεί ως έργο κλασικό της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Η ενασχόλησή του με την ποίηση δεν μπορούσε, ωστόσο, να του εξασφαλίσει τα προς το ζην και έτσι το 1927, σε ηλικία 23 ετών, εισήλθε στο διπλωματικό σώμα. Ευτυχώς. Η θητεία του ως διπλωμάτη υπήρξε το έναυσμα για την πολιτικοποίησή του και το πέρασμά του στην πολιτική ποίηση, δίνοντάς μας έναν εξαιρετικό πολιτικό λόγο, επηρεασμένο από τις αρχές του μαρξισμού. Ο Νερούδα ως διπλωμάτης γνώρισε από πρώτο χέρι τις αδικίες εις βάρος των φτωχών, τη συμφεροντολογία των Ευρωπαίων εμπόρων και τη βαναυσότητα των απολυταρχικών καθεστώτων. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τη δολοφονία από τους φασίστες του επίσης ποιητή και φίλου του, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, τον ώθησαν να ενταχθεί στο κομμουνιστικό κόμμα της Χιλής. Τα έργα του άρχισαν να γίνονται όλο και πιο πολιτικοποιημένα με αποκορύφωμα το «Canto General» («Γενικό Άσμα»), ένα επικό ποίημα για τη Λατινική Αμερική (το εν λόγω μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη). Με τα ποιήματά του πολέμησε τον φασισμό, ενώ ως διπλωμάτης εξασφάλισε τη μεταφορά 2.000 προσφύγων του ισπανικού εμφυλίου στη Χιλή.
«Εγώ θα μείνω με τους εργάτες να τραγουδήσω/(...) για των ψαράδων τον ωκεανό,/ για το ψωμί των παιδικών μας αηδονιών,/ και για την αγροτιά και για τ' αλεύρι μας,/ τη θάλασσα, το ρόδο και το στάχυ,/ τους σπουδαστές, τους ναύτες, τους φαντάρους,/ για όλους τους λαούς σ' όλους τους τόπους,/ για τη λυτρωτική τη θέληση/ των πορφυρών λαβάρων της αυγής./ Πάλεψε πλάι μου, κι εγώ θα σου χαρίσω τα όπλα όλα της ποίησής μου», έγραφε χαρακτηριστικά.
Ποίηση πολιτική με αριστερές επιρροές. Η ποιητική του παραγωγή δεν απέχει από τον βίο του. Ο ίδιος έλεγε: «Η ζωή μου στάθηκε η ίδια η ποίησή μου και η ποίησή μου υπήρξε το στήριγμα όλων των αγώνων μου. Αν και πολλά βραβεία μού δόθηκαν, κανένα δεν μπορεί να παραβληθεί με το τελευταίο βραβείο. Να είμαι ο ποιητής του λαού μου».
Το 1948 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του, όταν η αμερικανόφιλη κυβέρνηση του προέδρου Γκαμπριέλ Γκονζάλες Βιδέλα ποινικοποίησε τον κομμουνισμό και εξέδωσε ένταλμα σύλληψης εις βάρος του ποιητή και τότε γερουσιαστή του κομμουνιστικού κόμματος. Ο Νερούδα έζησε εξόριστος για μερικά χρόνια (1948-1952) σε Αργεντινή και Ευρώπη, ενώ το 1952 επέστρεψε στη χώρα του, έχοντας κερδίσει το βραβείο Στάλιν την προηγούμενη χρονιά. Με την άνοδο στην εξουσία του Σαλβαδόρ Αλιέντε, το 1970, διορίστηκε πρέσβης της χιλιανής κυβέρνησης στο Παρίσι. Ο Νερούδα στάθηκε δίπλα στον σοσιαλιστή ηγέτη, όταν εθνικοποιούσε τις επιχειρήσεις, για να τις ξαναφέρει στα χέρια του λαού της Χιλής.
Το 1971 τού απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το οποίο παρέλαβε όντας άρρωστος από καρκίνο. Δύο χρόνια αργότερα και λίγες μέρες μετά τον θάνατο του Αλιέντε, στις 23 Σεπτεμβρίου 1973, άφησε την τελευταία του πνοή. Ο δικτάτορας Πινοσέτ απαγόρευσε να γίνει δημόσιο γεγονός η κηδεία του μεγάλου ποιητή, αλλά ο λαός της Χιλής αψήφησε την απαγόρευση. Ξεχύθηκε στους δρόμους, για να αποτίσει φόρο τιμής στον Νερούδα, και έτσι η κηδεία του κατέστη η πρώτη δημόσια διαμαρτυρία ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς που είχε επιβληθεί στη Χιλή.