Πρόσωπα
«Δεν υπάρχουν έρωτες νόμιμοι ή μη νόμιμοι. Υπάρχουν μόνον έρωτες χωρίς επίθετο»
Ο «παράνομος» έρωτας του Ανδρέα Εμπειρίκου με την ασθενή του.
Από την Άντρια Γεωργίου
Κεντρική φωτογραφία: IANOS
Η πρώτη λέξη που έρχεται στο μυαλό κάποιου, όταν ακούει το όνομα του Ανδρέα Εμπειρίκου, είναι ο υπερρεαλισμός. Ο ίδιος με την ποιητική του συλλογή «Υψικάμινος», εκδοθείσα το 1935, εισήγαγε τον υπερρεαλισμό στην Ελλάδα και έκτοτε παραμένει ένας εκ των σημαντικότερων εκπροσώπων του.
Την εποχή που η «Υψικάμινος» παρουσιάστηκε στο κοινό, θεωρήθηκε έργο σκανδαλώδες, ενώ λίγους μήνες πριν ο Εμπειρίκος είχε δώσει την περίφημη διάλεξή του «Περί Σουρρεαλισμού», η οποία σκανδάλισε επίσης. Ο Οδυσσέας Ελύτης, ο οποίος ήταν παρών, έγραψε χαρακτηριστικά ότι η διάλεξη πραγματοποιήθηκε «μπροστά σε μερικούς βλοσυρούς αστούς που άκουγαν, φανερά ενοχλημένοι, ότι εκτός από τον Κονδύλη και τον Τσαλδάρη, υπήρχαν και άλλοι ενδιαφέροντες άνθρωποι στον κόσμο, που τους έλεγαν Φρόυντ ή Μπρετόν».
Τριαντάφυλλα στο Παράθυρο
(από την «Υψικάμινο»)
Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια
Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα
και απ’ αυτή την αγαλματώδη παρουσία του
περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι
η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη
μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η
λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της
καθεμιάς ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν
εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων.
Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς
μας.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος γεννήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1901 στη Βράιλα της Ρουμανίας και άφησε την τελευταία του πνοή στις 3 Αυγούστου του 1975, στην Κηφισιά, χτυπημένος από τον καρκίνο του πνεύμονα. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια εφοπλιστών, αλλά ο ίδιος επέλεξε να ασχοληθεί με τα γράμματα. Μάλιστα, όταν στις επιχειρήσεις του πατέρα του ξέσπασαν απεργίες, προτίμησε να παραιτηθεί από τη διευθυντική θέση, την οποία τότε κατείχε, για να μη φανεί ασυνεπής στις μαρξιστικές του ιδέες. Απαλλαγμένος πλέον από υλικές και ηθικές δεσμεύσεις, αφιερώθηκε στα γραπτά του και άσκησε το επάγγελμα του ψυχαναλυτή. Υπήρξε πρωτοπόρος και στον εν λόγω τομέα, αφού ήταν ο πρώτος που άσκησε την ψυχανάλυση στον ελληνικό χώρο, σε μια εποχή, μάλιστα, που το έδαφος δεν ήταν ιδιαίτερα πρόσφορο.
Ο Εμπειρίκος ερωτεύεται την ασθενή του
Κόντρα σε κάθε επιστημονική δεοντολογία, ο Ανδρέας Εμπειρίκος ερωτεύθηκε παράφορα την ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου*, η οποία κατέφυγε κοντά του, για να απαλλαγεί από τους δικούς της δαίμονες. Οι αρχές της ψυχανάλυσης απαγορεύουν αυστηρά την ανάπτυξη φιλικών –πόσω μάλλον ερωτικών– σχέσεων μεταξύ ασθενούς και ψυχαναλυτή, αλλά μπροστά στον έρωτα αυτά είναι ψιλά γράμματα. Η Μάτση ήταν βαθιά τραυματισμένη από δύο προηγούμενους αποτυχημένους γάμους και από τον θάνατο των γονιών της και έτσι ζήτησε ψυχολογική στήριξη από τον Εμπειρίκο. Σύντομα, όμως, η επαγγελματική-θεραπευτική σχέση των δύο μετατράπηκε σε έναν μεγάλο έρωτα που οδήγησε το ζεύγος στα σκαλιά της εκκλησίας τον Ιούλιο του 1940.
Ο Εμπειρίκος ύμνησε τον έρωτά του με τη Μάτση και σε ένα ποίημα τής γράφει: «Ήσουν σαν μια σιγή που την διαπερνά ο άνεμος. Το τραύμα σου όμως, το είχα επουλώσει και οι λέξεις που λέγαμε, μας πλησιάσανε τόσο, που και η σιγή και το διάκενο των ημερών πριν γνωρισθούμε, χάθηκαν ολοτελώς. Στο γήπεδο της συναντήσεώς μας, που έγινε γήπεδο της αγάπης μας, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είσαι καλή και η καλλονή σου υπερβαίνει τα όρια της πολιτείας, και φθάνει ίσαμε τα κράσπεδα της χθεσινής σου μοναξιάς, που την κατέλυσες εσύ. Ναι, στο γήπεδον αυτό, δεν γειτνιάζουν άλλοι, είμαι κοντά σου εγώ και μένω μεσ’ στις ελπίδες σου, όπως μένεις εσύ μέσα στα βλέφαρά μου, όταν κοιμάμαι. Οι λέξεις των άλλων δεν έχουν σημασία, γιατί χάσαν το ύφος που είχανε πριν γνωρισθούμε, και τα πρόσωπα των άλλων ήρχισαν να μοιάζουν με ξένα πρόσωπα, άγνωστα σε μένα και, ίσως, και σε σένα. Ωστόσο, τι πειράζει. Το κέλυφος του παρελθόντος έσπασε, και βγήκες εσύ, γιομάτη, οριστική και με βελούδο που άφηνε ημίγυμνο το στήθος σου. (…) Αγάπη μου, σε αγαπώ, και θα ‘ναι το ταξείδι μας, σαν ανοιξιάτικη πομπή των μύρων». Και αυτό είναι μόνο ένα από τα πολλά ποιήματα που ο Εμπειρίκος θα αφιέρωνε στη γυναίκα της ζωής του.
Απόλυτος, κυριαρχικός έρωτας, ο οποίος, όμως, δεν ήταν δυνατό να χαρίσει στο ζευγάρι τον καρπό του. Η Μάτση δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει και δεν ήθελε να στερήσει από τον Εμπειρίκο το δικαίωμα να γίνει πατέρας. Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που έθεσε τέρμα και στους δύο προηγούμενούς της γάμους. «Αύριο θα σμίξω τα δυο σου σκέλη, μήπως και γεννηθεί ένα μικρό / λυπητερό παιδάκι, θα το λένε Ιούς, Μανιούς, ίσως και / Aqua Marina. / Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης, δώστε να / πεθάνω όλους τους θανάτους». Οι πιο πάνω στίχοι αποτυπώνουν τον πόνο της για την αδυναμία της να αποκτήσει ένα παιδί. Έτσι, το ζευγάρι χώρισε οριστικά τον Δεκέμβριο του 1946. Τον επόμενο χρόνο ο Ανδρέας παντρεύτηκε τη Βιβίκα Ζήση, με την οποία έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του και μαζί απέκτησαν έναν γιο, ενώ η Μάτση μετά από μία σύντομη σχέση με τον ποιητή Ανδρέα Καμπά, μετέβη στο Παρίσι, όπου έζησε για οκτώ χρόνια με τον Ισπανό ζωγράφο Χαβιέρ Βιλατό.
«Με εκριζώνεις»
Ο Εμπειρίκος, όμως, ήταν ο μεγάλος της έρωτας. Το 1985, δύο χρόνια πριν πεθάνει και δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του Εμπειρίκου, η Μάτση έγραψε το κύκνειο άσμα της, την «Αντίστροφη αφιέρωση», στην οποία επιστρέφει σ’ αυτόν σαν να μην έφυγε ποτέ. Η δυναμική των στίχων της είναι ενδεικτική:
«Θα ‘θελα εσένα που η καρδιά σου πιάνει από την διώρυγα του Μπέριγκ μέσα απ’ όλη τη Ρωσία και απ’ το φαράγγι Λονδίνο Παρίσι Γενεύη για να φτάσει ως το Αιγαίο θα ‘θελα όποιοι και να ‘ναι οι πόθοι που έχεις να σου τους φέρνει ο γέρο άνεμος μπροστά σου εκεί που στέκεις να πέφτουνε βροχή όπως τα βατράχια τα σαλιγκάρια και άλλα μικρά ζώα που μας έρχονται έτσι από μακρινές περιοχές υπερπόντιες να σε κοιτάει ο κόσμος και να σαστίζει βλέποντας τον εσαεί ευδαίμονα άντρα μαζί δεν λέγαμε ότι για την τύχη μας οι πόθοι σαν χορταίνουν άλλους πόθους γεννάνε.
Θα ‘θελα μα πόσο θα ‘θελα ναι θα ‘θελα αμέσως τώρα τώρα θέλω να ξεμαλλιάσω λίγο τη σύνταξη για να σε τραγουδήσω όπως έμαθα στο Παρίσι
(…)
εσύ σελίδα μου
εσύ μολύβι μου ερμηνευτή μου
σε ανοίγω συρτάρια
πώς γιατί δεν ήρθες τόσες φορές
σε ξεμάκρυνα εγώ λέω τώρα
δίχως τέλος λυπάμαι
σε κρυάδα γνώρισες ποτέ την καρδιά μου
σε μιαν έκπαγλη χρονιά ανταμώσαμε
σε ληστεύω από αλλουνού τα χέρια
σε ακούω από δω από κει
σε σιωπώ μες στην απέραντη τρυφερότητα
σιγά σιγά να καταλαγιάσουμε
όλα δεν τα ‘χω πει
ΜΕ ΕΚΡΙΖΩΝΕΙΣ
*Σημαντική ποιήτρια. Θεωρείται η πρώτη Ελληνίδα υπερρεαλίστρια. Κατά τον Γ.Π. Σαββίδη είναι «η πολυτιμότερη ερωτική ποιήτρια που διαθέτει η γλώσσα μας».