Γράφει ο Άρης Μαραγκόπουλος
Φεύγουν οι ηλικιωμένοι, ο ένας μετά τον άλλον, αθόρυβα, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Πανδημία και «υποκείμενα νοσήματα» τους εξασφαλίζουν έναν αιφνίδιο, απαρηγόρητο, μοναχικό θάνατο, χειρότερο κι απ' τον χειρότερο πνιγμό.
Ποιος νοιάζεται γι' αυτούς;
Μια ιδρυματοποιημένη, απολίτιστη κοινωνία έχει βολευτεί να τους κλείνει στα γηροκομεία «για να ησυχάσει» απ' αυτούς. Οι ηλικιωμένοι είναι ανώφελοι, άχρηστοι και αχρείαστοι, βάρος στους απάνθρωπους συγγενείς τους.
Η αδιάβαστη κοινωνία που έχει χάσει, πολύ πριν την πανδημία, τον μίτο του πολιτισμού, του ανθρωπιστικού πολιτισμού, που επιστρέφει αγνώριστη και άγνωμη σε μια μακρινή εποχή ΠΡΙΝ τους Τραγικούς, πριν τον Αριστοτέλη, πριν τον Ντάντε, πριν τον Ραμπελέ, πριν τον Σαίξπηρ, πριν τους διαφωτιστές, πριν τον Μαρξ, – αυτή η αδιάβαστη κοινωνία δεν φροντίζει να μαθαίνει από τη σοφία των γηραιότερων.
Κάθε ηλικιωμένος είναι η συμπυκνωμένη σοφία μιας ολόκληρης ζωής γεμάτης παθήματα / μαθήματα, γεμάτης νίκες και ήττες, γεμάτης πόθους και πληγές, γεμάτης ιστορίες, γεμάτης μνήμη. Αλλά ετούτη η κοινωνία έχει κλείσει τ' αυτιά της σ' αυτή τη συμπυκνωμένη σοφία, δεν θέλει να την ακούσει καν, τρομάζει ακόμα και στη σκέψη να σταθεί προσεκτικά κοντά στο στόμα και στο αυτί ενός ηλικιωμένου.
Ο ηλικιωμένος, γι' αυτήν, αποτελεί μόνο πρόβλημα, τίποτε άλλο.
Κι όμως, κι όμως: κάθε ηλικιωμένος που φεύγει, κανονικά θα πρέπει να καταγράφεται ως σοβαρή πολιτισμική απώλεια για την κοινωνία που δεν κατάφερε να τον αφουγκραστεί.
Βεβαίως, αυτή η κοινωνία, στην πλειονότητα των μελών της, αγνοεί αυτή την αρχαία αλήθεια.
«Ένας ακόμα γέρος έφυγε», σχολιάζει αυτή η αδιάβαστη, αμόρφωτη, άγνωμη κοινωνία.
Δεν μπορεί να δει ότι έτσι, έτσι ακριβώς, όπως η τελευταία πνοή του πνιγμένου, του απελπισμένου «γέρου» στο νοσοκομείο, έτσι θα φύγει κι αυτή, χωρίς κανένας και τίποτε να μπορεί να της δώσει μια λυτρωτική ανάσα, μια παρηγοριά ψυχής.