Το τραγούδι της ημέρας είναι ένα μελοποιημένο ποίημα του ποιητή της εργατιάς, Κώστα Βάρναλη, που σαν σήμερα πέθανε.
Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2020
2
λεπτά
Ποιητής, συγγραφέας, κριτικός, μεταφραστής και εν γένει διανοούμενος της Αριστεράς, ο Κώστας Βάρναλης αγαπήθηκε και διαβάστηκε (κυρίως) από τους ανθρώπους του μόχθου. Υπήρξε ο ποιητής των μεγάλων ανατροπών, ο άνθρωπος που καυτηρίασε με την ειρωνεία του την εκμετάλλευση της εποχής και προκάλεσε τους φτωχούς να ξυπνήσουν μονομιάς, να ‘ρθει ανάποδα ο ντουνιάς. Για την τέχνη του ο Βάρναλης τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν το 1959. Για την αριστερή του ιδεολογία, «τιμωρήθηκε» από το ελληνικό κράτος με απολύσεις, εξορίες και φυλακές.
Ο Βάρναλης γεννήθηκε στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας στις 21 Φεβρουαρίου 1884. Φοίτησε στα διδασκαλεία του και αργότερα σπούδασε κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1919 μετέβη στο Παρίσι, όπου συνέχισε τις σπουδές του, ενώ επιστρέφοντας δίδαξε ως καθηγητής σε γυμνάσια και το 1924 ανέλαβε τη διδασκαλία της Νεοελληνικής Φιλολογίας στην Παιδαγωγική Ακαδημία που διηύθυνε ο Δημήτρης Γληνός.
Η έκδοση των έργων του, «Το φως που καίει» (1922) και «Ο λαός των Μουνούχων» (1923) με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας, τού στοίχισε εν τέλει την απόλυσή του, το 1926. Ο Βάρναλης αποκλείστηκε από κάθε δημόσια θέση και αναγκάστηκε να εργαστεί έκτοτε κυρίως ως δημοσιογράφος. Τον ίδιο χρόνο έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της εφημερίδας «Πρόοδος».
Επέστρεψε το 1927 και δυο χρόνια αργότερα νυμφεύτηκε τη φιλόλογο και ποιήτρια Δώρα Μοάτσου (1895-1979). Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα μαζί με τον Δημήτρη Γληνό και ύστερα από εντολή του Γεωργίου Κονδύλη εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και στον Άγιο Ευστράτιο.
Από τότε, παρά τις διώξεις και τις απαγορεύσεις του έργου του, διατήρησε ως τον θάνατό του την ιδεολογική του συνέπεια. Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1974. Χιλιάδες κόσμου κατέκλυσαν τους δρόμους της Αθήνας, μετατρέποντας την κηδεία του σε μια τεράστια διαδήλωση. Το πλήθος τραγουδούσε, μεταξύ άλλων, ένα από τα πιο γνωστά του ποιήματα, έναν ύμνο και συνάμα μοιρολόι των απανταχού καταπιεσμένων.
Οι «Μοιραίοι» χαρακτηρίστηκαν ως ένα από τα κατορθώματα του νεοελληνικού λυρισμού. Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μαύρος Γάτος» το 1922, τον ίδιο χρόνο που ο ποιητής με τη σύνθεσή του «Το φως που καίει», εγκαταλείποντας τις προηγούμενες αναζητήσεις του, χάραξε τη νέα του πορεία: να υπηρετήσει με την τέχνη του την αριστερή ιδεολογία, στην οποία είχε ενταχθεί.
Ο κοινωνικός στόχος του ποιήματος είναι σαφής: να απεικονίσει με τα πιο παραστατικά χρώματα τη δυστυχία των απόκληρων της ζωής. Γιατί, αν κάτι φώτισε με την τέχνη του ο Κώστας Βάρναλης, είναι τη ζωή αυτών των «άθλιων» στην υπόγεια, σκοτεινή ταβέρνα.