Άποψη
Κύπριος δάσκαλος επιχειρηματολογεί υπέρ της κατάργησης της κατ’ οίκον εργασίας στις μικρές τάξεις του Δημοτικού Σχολείου
«Η κατ’ οίκον εργασία, στα παιδιά του Α’ κύκλου του Δημοτικού Σχολείου, δεν έχει μαθησιακά οφέλη (οπότε είναι ανώφελη) και επηρεάζει δυσμενώς το παιδαγωγικό κλίμα (οπότε είναι επικίνδυνη) καθώς και το οικογενειακό κλίμα (οπότε είναι απαράδεκτη)», γράφει μεταξύ άλλων ο εκπαιδευτικός Αντώνης Ζαρίντας.
Ένα από τα αμετακίνητα του εκπαιδευτικού αφηγήματος του τόπου είναι ότι η κατ’ οίκον εργασία είναι εξαιρετικά ωφέλιμη κι απαραίτητη για τη μάθηση των παιδιών και υποχρέωση του σχολείου να την αναθέτει. Αν και δεν τεκμαίρεται πειστικά η πιο πάνω διαισθητική γνώμη, έχει παραδόξως παγιωθεί μαζικά και φαντάζει αδύνατον να αλλάξει. Τουτοιοτρόπως, ορίζει το τι συνιστά μάθηση και σκιαγραφεί τον ρόλο του δασκάλου. Υπ’ αυτήν την έποψη, η μάθηση εκλαμβάνεται ως μια συνεχής κοπιώδης και σχεδόν αυτοτιμωρητική ατομική αναμέτρηση με σχολικά φυλλάδια κι ο δάσκαλος ως «διατροφολόγος», όπως τον περιγράφει ο Πάουλο Φρέιρε, που δίνει στον μαθητή προπαρασκευασμένη γνώση να καταβροχθίσει. Ως εκ τούτου, είναι διάχυτη η εντύπωση ότι ο δάσκαλος που βάζει πολλά μαθήματα για το σπίτι είναι εργατικός, ενώ αυτός που δεν βάζει ή βάζει λίγα είναι οκνηρός. Είναι όμως έτσι;
Σύμφωνα με τις οδηγίες του Υπουργείου Παιδείας οι εργασίες που ανατίθενται στο σπίτι πρέπει να διακρίνονται από τα πιο κάτω χαρακτηριστικά γνωρίσματα:
Να είναι προσεκτικά διαβαθμισμένες και να ανταποκρίνονται στην ηλικία και στις ικανότητες των παιδιών.
Να εμπίπτουν στα ενδιαφέροντα των παιδιών, ώστε να είναι δημιουργικές και ευχάριστες.
Να είναι ανάλογες με τα μέσα που διαθέτουν τα παιδιά και η οικογένειά τους.
Να απαιτούν λίγο χρόνο για να ολοκληρωθούν.
Να μπορούν να γίνουν από τα ίδια τα παιδιά χωρίς τη συνεχή βοήθεια των γονιών.
Τονίζεται, επίσης, ότι σε καμία περίπτωση η κατ’ οίκον εργασία δεν πρέπει να γίνεται σε βάρος του ελεύθερου χρόνου των παιδιών. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι βέβαιο ότι οι πιο πάνω οδηγίες γίνονται αποδεκτές κι εφαρμόζονται.
Πέραν όμως των οδηγιών του ΥΠΠΑΝ, μια πιο ευρεία και βαθιά ενατένιση του ζητήματος, με τη βοήθεια της παιδαγωγικής θεωρίας κι έρευνας, προσθέτει και τα ακόλουθα στοιχεία:
Δεν υπάρχει κανένα ερευνητικό εύρημα που να υποστηρίζει ότι η κατ’ οίκον εργασία επιδρά θετικά στη μάθηση των μικρών παιδιών ηλικίας 6-9χρ. (Α’-Γ’ τάξη). Μικρή θετική επίδραση εντοπίζεται στις μεγαλύτερες τάξεις του Δημοτικού, μέχρι να καταστεί σταδιακά σημαντική στις ηλικίες Λυκείου και Πανεπιστημίου. Για ποιο λόγο τα μικρά παιδιά (Α’-Γ’ τάξη) δεν ωφελούνται καθόλου από την κατ’ οίκον εργασία;
Τα μικρά παιδιά δεν είναι έτοιμα να διαχειριστούν συναισθηματικά και νοητικά την κατ' οίκον εργασία. Υπάρχουν αντικειμενικές δυσκολίες που σχετίζονται με τη λειτουργία του εγκεφάλου κατά το αναπτυξιακό στάδιο που διανύουν. Ως εκ τούτου, δεν μπορούν να διαβάζουν μόνα τους στο σπίτι. Θα είναι μια επίπονη έως και μάταιη διαδικασία, η οποία ενδέχεται να τα ζημιώσει καταρρακώνοντας τα κίνητρα και την αυτοπεποίθησή τους.
Εξαρτώνται, λοιπόν, από την πλήρη καθοδήγηση των γονιών τους. Ωστόσο, οι γονείς δεν είναι δάσκαλοι κι ούτε πρέπει να υποχρεώνονται να γίνονται δάσκαλοι στη θέση του δασκάλου. Οι ρόλοι είναι διακριτοί: άλλος του γονιού κι άλλος του δασκάλου.
Ο φόρτος της κατ’ οίκον εργασίας περιορίζει δραστικά τον χρόνο του παιδιού να είναι παιδί. Ταυτόχρονα, περιορίζει και τον χρόνο της οικογένειας να διαχειριστεί η ίδια το απόγευμά της όπως επιθυμεί. Ο χρόνος της οικογένειας είναι ιδιωτικός και πολύτιμος και δεν μπορεί ένας θεσμός να επιχειρεί συστηματικά κι ατεκμηρίωτα να τον ρυθμίζει.
Στην εποχή μας, τα παιδιά έχουν, ευτυχώς, τη δυνατότητα να ασχοληθούν με πάρα πολλές ενδιαφέρουσες απογευματινές δραστηριότητες. Η τέχνη, η μουσική, ο χορός, η άθληση κ.λπ. είναι πολύ πιο σημαντικά για τη ζωή ενός παιδιού από ένα-δυο τυποποιημένα φυλλάδια. Πέραν των προφανών ωφελειών, αποφορτίζονται από τη σχολική μέρα, αναπτύσσουν υπευθυνότητα, κοινωνικοποιούνται, κάνουν αυτό που αγαπούν και φυσικά αβίαστα μαθαίνουν. Εξάλλου, η μάθηση επισυμβαίνει παντού και πάντοτε, ειδικότερα, μάλιστα, εάν συνοδεύεται με προσωπική περιέργεια, παιχνίδι κι απόλαυση. Το σχολείο δεν έχει το μονοπώλιο της γνώσης και των μαθησιακών δυνατοτήτων. Πλούτος μαθησιακών ευκαιριών υπάρχει έξω κι απ’ αυτό. Ως εκ τούτου, θα ήταν προτιμότερο το σχολείο να προετοιμάσει τα παιδιά προς αυτή την κατεύθυνση και να φέρει μέσα στο σχολείο τις εξωσχολικές εμπειρίες και γνώσεις των παιδιών, αντί να τις συρρικνώνει περιορίζοντας με την κατ’ οίκον εργασία τον διαθέσιμο χρόνο. Να προσπαθήσει, εντέλει, να γίνει κάπως σαν το οικείο περιβάλλον του σπιτιού, παρά το σπίτι να γίνει σαν το περιβάλλον (αυτού) του σχολείου.
Ακόμα και η ξεκούραση από μια κουραστική μέρα σ’ ένα, ενίοτε ανυπόφορο, σχολικό περιβάλλον είναι περισσότερο επωφελής, αντί ενός ανιαρού σχολικού φυλλαδίου. Σε μια εποχή όπου όλα τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα κι όλα βιώνονται ως ρευστά σύντομα αποσπάσματα, η παύση αποτελεί επείγουσα ανθρώπινη ανάγκη. Τα παιδιά χρειάζονται επαρκή ξεκούραση και ύπνο, ώστε να μπορέσουν την επόμενη ημέρα να εργαστούν παραγωγικά στο σχολείο.
Ωστόσο, εάν το σχολείο συνεχίζεται και στο σπίτι, η σχέση του παιδιού μαζί του νομοτελειακά θα διασαλευτεί. Ο κυριότερος λόγος που το σχολείο δεν αρέσει σε κάποια παιδιά είναι επειδή ο/η δάσκαλος/α τούς βάζει (πολλά) μαθήματα στο σπίτι. Τα παιδιά ενώ εισέρχονται με ενθουσιασμό στο σχολείο, μετά από λίγο καιρό αναπτύσσουν αρνητικά συναισθήματα εξαιτίας, κυρίως, της υποχρεωτικής κατ’ οίκον εργασίας. Ο φόρτος της κατ’ οίκον εργασίας διαρρηγνύει την παιδαγωγική σχέση, η οποία απαραιτήτως πρέπει να βιώνεται αρμονικά. Συνεπώς, η σχέση παιδιού-δασκάλου/σχολείου επιβαρύνεται καθοριστικά. Είναι σαν μια ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια κάθε τάξης που θα ήθελε, κατά τα άλλα, να δημιουργήσει περιβάλλον παιδαγωγικής μέθεξης.
Συν τοις άλλοις, διαμέσου της πρακτικής αυτής υποβαθμίζεται ο ρόλος και η επαγγελματική ταυτότητα του δασκάλου σε απλό μεταφορέα συσκευασμένης γνώσης. Ο δάσκαλος δημιουργεί ζωντανά και πολύπλοκα μαθησιακά περιβάλλοντα, τα οποία επιμελείται με παιδαγωγικά κριτήρια κι αναδιαμορφώνει σε άμεσο χρόνο. Η κατ’ οίκον εργασία, ουσιαστικά, υποσκάπτει τον πυρήνα του ρόλου του, αφού δίνει την εντύπωση ότι η δουλειά του, τρόπον τινά, είναι να τυπώνει και να δίνει φυλλάδια στα παιδιά, τα οποία ο καθένας πλέον μπορεί να βρίσκει ελεύθερα στο διαδίκτυο. Η σχολική μάθηση είναι το αποτέλεσμα της κοπιώδους προσπάθειας μέσα στην τάξη και στην παρουσία, καθοδήγηση και υποστήριξη του δασκάλου. Πρόκειται για δουλειά που δεν μπορεί να αντικατασταθεί με την κατ’ οίκον εργασία και, φυσικά, που δεν μπορεί να γίνει από οποιονδήποτε.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η κατάταξη των χωρών στα διεθνή εκπαιδευτικά τεστ. Θα ανέμενε κανείς ότι οι χώρες των οποίων οι δάσκαλοι συνηθίζουν να βάζουν καθημερινώς πολλή κατ’ οίκον εργασία θα κατατάσσονταν στις πρώτες θέσεις. Εντούτοις, οι χώρες με το υψηλότερο σκορ είναι αυτές που οι δάσκαλοι αναθέτουν ελάχιστη ή και καθόλου εργασία για το σπίτι.
Συνοψίζοντας, η κατ’ οίκον εργασία, στα παιδιά του Α’ κύκλου του Δημοτικού Σχολείου δεν έχει μαθησιακά οφέλη (οπότε είναι ανώφελη) και επηρεάζει δυσμενώς το παιδαγωγικό κλίμα (οπότε είναι επικίνδυνη) καθώς και το οικογενειακό κλίμα (οπότε είναι απαράδεκτη). Εν ολίγοις, η κατ’ οίκον εργασία στις μικρές ηλικίες 6-9χρ. δεν προσθέτει τίποτα σημαντικό στη μάθηση των παιδιών, αντιθέτως, εγκυμονεί κινδύνους για το παιδί. Οι λόγοι που υπάρχει μια πεισματική άρνηση στο να αναθεωρηθεί η στάση αυτή είναι πολλοί. Ακροθιγώς, οι λόγοι άπτονται της κοινωνικής πίεσης, μιας αναχρονιστικής αντίληψης για το τι συνιστά μάθηση και γνώση, του στερεοτυπικού ρόλου του δασκάλου, γενικής απροθυμίας για πραγματικό εκσυγχρονισμό, υποτίμησης της ξεχωριστής φύσης των παιδιών, άγνοιας κ.ά. Παρόλα αυτά, η άσκοπη καταπόνηση των μικρών παιδιών πρέπει επιτέλους με κάποιο τρόπο να σταματήσει.
*Το κείμενο του Αντώνη Ζαρίντα δημοσιεύτηκε αρχικά στο Paideia News.