Τον γνωρίσαμε πριν σχεδόν δύο δεκαετίες, μέσα από τους πολλά υποσχόμενους (τότε) Πυξ Λαξ, αναγνωρίζοντάς τον ως τη ροκ συνιστώσα της παρέας. Έκτοτε ρίχνουμε γεμάτες ματιές στο παρελθόν παραδεχόμενοι πως οι υποσχέσεις τηρήθηκαν με αξιοπρέπεια, το τραγούδι κέρδισε ύψος και το όνειρο συνεχίζεται- μοναχικά πια- με τις ίδιες αρχές και αξίες. «Τα παραμύθια λένε ψέματα γι’ αυτό και δεν πεθαίνουν», λέει ο Μάνος Ξυδούς ξέροντας να τραγουδά μονάχα την αλήθεια, φιλτράροντάς την ηλεκτρικά και προσφέροντάς μας έναν δίσκο που μυρίζει κάτι από τις εποχές του αθώου ρομαντισμού του.
Η έννοια ποιότητα είναι τελείως υποκειμενική. Σήμερα ακούμε ο ένας τον άλλο, όταν καλούμαστε να υπερασπίσουμε το δικό μας έργο, να μιλάμε απλά για έλλειψη ποιότητας στο ελληνικό τραγούδι. Κι όταν έρχεται η ώρα να μπούμε στην θέση του ακροατή- κριτή τότε στο έργο του άλλου δεν βρίσκουμε τίποτα καλό.
Ας ξεκινήσουμε με στίχους από ένα νέο τραγούδι σας: Κανείς δεν ξέρει τίποτα εδώ/ είσαι μόνος σου με τη σκληρή αλήθεια/ στους δρόμους της αγάπης δεν υπάρχει φως/ γι’ αυτό είναι πάντα νύχτα. Αν βάλουμε στη θέση «της αγάπης» την αγάπη για το ελληνικό τραγούδι, ποια είναι η σκληρότερη αλήθεια με την οποία έρχεται αντιμέτωπος κάποιος που θέλει να συμβάλει στην ποιότητα και την εξέλιξή του με το ρόλο του δημιουργού;
Η έννοια ποιότητα είναι τελείως υποκειμενική. Σήμερα ακούμε ο ένας τον άλλο, όταν καλούμαστε να υπερασπίσουμε το δικό μας έργο, να μιλάμε απλά για έλλειψη ποιότητας στο ελληνικό τραγούδι. Κι όταν έρχεται η ώρα να μπούμε στην θέση του ακροατή- κριτή τότε στο έργο του άλλου δεν βρίσκουμε τίποτα καλό.
Δυστυχώς αυτό είναι το φαινόμενο που επικρατεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια στην Ελλάδα και ίσως τελικά από εκεί ξεκινά κι όλο το πρόβλημα σχετικά με την εγχώρια τέχνη. Το έχουν πει και μεγάλες προσωπικότητες: αντί να ενωθούμε και να διακρίνουμε τις καλές στιγμές του άλλου, όταν δούμε καλή προσπάθεια, κυρίως εμείς οι μεγαλύτεροι από νεότερους, τους θάβουμε.
Αυτό είναι ανεπίτρεπτο. Διότι πώς θα συντηρηθεί μια φωτιά στην κορυφή αν δεν υπάρχει και φωτιά στη βάση; Κι όμως, βλέπουμε πως δεν σταμάτησε ποτέ να συμβαίνει αυτό. Έτσι είμαστε σαν λαός τελικά. Θυμάμαι τον εαυτό μου μικρό, ξεκίνησα να ακούω Rock&Roll- μπορεί ως θύμα της μόδας, πες το όπως θες- μετά συνέχισα με ό,τι υπήρχε στην ξένη σκηνή της δεκαετίας του ’70 και ξαφνικά σκάει μπροστά μου ο Σαββόπουλος, ο οποίος εξέφρασε στα ελληνικά όλα αυτά που άκουγα τόσα χρόνια σε ξένους δίσκους.
Δεν μπορώ να φανταστώ πως υπάρχει κάποιος που να υποστηρίζει πως ο Σαββόπουλος δεν άφησε σημαντικό έργο. Μετά εμφανίστηκε ο Σιδηρόπουλος κι ακολούθησαν τόσοι και τόσοι: οι Μουσικές Ταξιαρχίες, ο Πορτοκάλογλου με τους Φατμέ, οι Τερμίτες, οι Κατσιμιχαίοι…αν αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονταν στο εξωτερικό, με βασικό όπλο το στίχο που έγραψαν, θα είχαν κάνει μεγάλα πράγματα. Διότι δεν βλέπω και πολλές διαφορές στο στίχο σε σχέση με κλασικά έργα του εξωτερικού.
Όλα αυτά αν τα σκεφτείς σοβαρά σού αφήνουν το αίσθημα της αισιοδοξίας. Φτάνει μόνο να αποβάλεις τον φθόνο για κάτι καλό που γίνεται. Όποιος κι αν είσαι. Δεν έχουμε να χάσουμε απολύτως τίποτα λέγοντας τα πράγματα με το όνομά τους και δίνοντας αξία εκεί που πρέπει. Παρόλο λοιπόν που ο δρόμος της αγάπης για το ελληνικό τραγούδι είναι κλειστός και είναι πάντα νύχτα, ας μην ξεχνάμε πως από το σκοτάδι γεννιέται το φως τις περισσότερες φορές.
Δεν μπορώ να φανταστώ πως υπάρχει κάποιος που να υποστηρίζει πως ο Σαββόπουλος δεν άφησε σημαντικό έργο. Μετά εμφανίστηκε ο Σιδηρόπουλος κι ακολούθησαν τόσοι και τόσοι: οι Μουσικές Ταξιαρχίες, ο Πορτοκάλογλου με τους Φατμέ, οι Τερμίτες, οι Κατσιμιχαίοι…αν αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονταν στο εξωτερικό, με βασικό όπλο το στίχο που έγραψαν, θα είχαν κάνει μεγάλα πράγματα. Διότι δεν βλέπω και πολλές διαφορές στο στίχο σε σχέση με κλασικά έργα του εξωτερικού.
Σε μια παλαιότερη συνέντευξη που είχατε παραχωρήσει ως Πυξ Λαξ στο Δίφωνο, τον Απρίλιο του 2002, είχατε αναφέρει πως «ποτέ άλλοτε στην Ελλάδα δεν υπήρχαν τόσα καλά συγκροτήματα· είναι πάνω από 1000». Όπως τότε έτσι και σήμερα, εκείνοι που κυριαρχούν στη δισκογραφία είναι οι μεμονωμένοι τραγουδοποιοί και οι τραγουδιστές. Δεν θα έπρεπε κάποια από αυτά τα καλά συγκροτήματα, έκτοτε, να έχουν δώσει τουλάχιστον το σήμα τους;
Στη δεκαετία του ’70 εμφανίστηκαν οι Socrates, μια πολύ σπουδαία μπάντα με σπουδαίους μουσικούς, οι οποίοι ξεκίνησαν από την Ελλάδα και κατέληξαν να παίζουν με τους Led Zeppelin και τον Eric Clapton. Επίσης δύο άλλο συγκροτήματα που δημιουργήθηκαν στα Πατήσια, οι Forminx με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου και λίγο οι We Five του Ντέμη Ρούσου και του Μάκη Σαλιάρη, τα οποία χώρισαν και οι μουσικοί τους έκαναν μεγάλη καριέρα στο εξωτερικό. Μετά εμφανίστηκαν οι Poll που τάραξαν τα νερά της δισκογραφίας, με το θρυλικό «Ταγάρι» να πουλά πάνω από 400.000 δίσκους τότε. Τη δεκαετία του ’80 βγήκαν κι άλλα μεγάλα συγκροτήματα με ανάλογη επιτυχία και το ίδιο συνεχίστηκε και τη δεκαετία του ’90. Το 2002 υπήρχαν μπάντες όπως τα Ξύλινα Σπαθιά, τα Διάφανα Κρίνα, οι Active Member, αν θέλετε κι εμείς, τα οποία ήταν must για τις δισκογραφικές εταιρίες. Και ανεξάρτητα από το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα οι εταιρίες που δεν νοιάζονται και τόσο για την ουσία, ως λέγεται, έψαχναν διακαώς ανάλογες περιπτώσεις. Όταν η παραγωγή ενός δίσκου συγκροτήματος, κατά μέσο όρο, κόστιζε τρία εκατομμύρια δραχμές, καταλαβαίνετε πόσα χρήματα έβγαζαν με 300.000 πωλήσεις. Δεν μπορούσαν να κάνουν τόσο φτηνές παραγωγές με καταξιωμένους καλλιτέχνες. Γιατί κακά τα ψέματα οι δικές μας παραγωγές ήταν πιο «ερασιτεχνικές» και με χαμηλά κόστη. Το πρόβλημα πού είναι λοιπόν: είναι δύσκολο για μια ομάδα στην Ελλάδα να διαχειριστεί την επιτυχία. Και μη νομίζεις πως το θέμα είναι στα λεφτά. Οι διαμάχες για τα χρήματα είναι ελάχιστες. Η ανθρώπινες τριβές δημιουργούν προβλήματα κι εκεί σταματά η πορεία των συγκροτημάτων.
Η δημιουργία ενός τραγουδιού μοιάζει πολύ με τον έρωτα: όταν πάρεις όλα όσα αποζητάς από μια γυναίκα, ψάχνεις άλλη. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό, δεν μπόρεσα ποτέ να το εξηγήσω. Όπως δεν μπόρεσα να εξηγήσω γιατί δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό
Οι Πυξ Λαξ είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν στα τραγούδια τους ένα τεράστιο κοινό, προερχόμενο από όλα τα είδη του τραγουδιού. Σήμερα κάτι τέτοιο δεν βλέπουμε να υπάρχει γύρω από μία καλλιτεχνική παρουσία. Ποια ήταν η συνταγή που δεν μπόρεσε να επαναληφθεί;
Ευτυχώς δεν είχαμε συνταγές. Ήμασταν μια «χύμα» μπάντα μέχρι την τελευταία στιγμή. Ό,τι είχε ο καθένας μέσα στο μυαλό του το μοιραζόταν και το βγάζαμε μπροστά μαζί. Υπήρχαν βέβαια αντιρρήσεις και τσακωμοί, αλλά υπήρχε μια ελευθερία έκφρασης. Οι Πυξ Λαξ ευτύχησαν να έχουν από την αρχή έναν πολύ καλό τραγουδιστή, τον Μπάμπη Στόκα, το οποίο θεωρώ έναν από τους καλύτερους τραγουδιστές στην Ελλάδα. Και ας μη γελιόμαστε, εκεί βασίστηκε η επιτυχία των Πυξ Λαξ. Επίσης είχαν τον Φίλιππο Πλιάτσικα ο οποίος γεννήθηκε μελωδός. Μπορεί να συνθέσει μελωδίες από το πουθενά. Αργότερα μπήκαμε κι εμείς μέσα, προερχόμενοι από διαφορετικές σχολές, μα δεν αφήσαμε ποτέ το διαφορετικό να γίνει ένα. Στην ουσία δεν ξέραμε τι γινόταν, αυτή είναι η αλήθεια. Ό,τι κάναμε το κάναμε από ένστικτο.
Μετράτε ήδη τέσσερα χρόνια αυτόνομης πορείας. Ποια ήταν η καλύτερη στιγμή που είχατε σαν αυτόνομος καλλιτέχνης, μετά την διάλυση του συγκροτήματος;
Για να γίνει ένας δίσκος απαιτείται κάποιος χρόνος και κάποια ψυχικά αποθέματα. Δεν αναφέρομαι στο χρόνο που είσαι μέσα στο στούντιο, αλλά στο χρόνο της σύλληψης της ιδέας και της δημιουργίας. Όταν αυτό το πράγμα το καταθέσεις, το ηχογραφήσεις, το θεωρείς ξεπερασμένο μέχρι να κάνεις το επόμενο. Αυτό συμβαίνει σε πάρα πολύ κόσμο. Η δημιουργία ενός τραγουδιού μοιάζει πολύ με τον έρωτα: όταν πάρεις όλα όσα αποζητάς από μια γυναίκα, ψάχνεις άλλη. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό, δεν μπόρεσα ποτέ να το εξηγήσω. Όπως δεν μπόρεσα να εξηγήσω γιατί δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό. Καταλαβαίνεις λοιπόν πως οι καλές στιγμές ξεπερνιούνται γρήγορα, ώσπου να έρθουν οι επόμενες.
Είπατε ότι χρειάζεται χρόνος για όλα αυτά. Όμως από την «Κανάστα» το 2004 μέχρι το «Τ’ αστέρια θα’ ναι πάντα μακριά» το 2008, μετράτε πέντε δίσκους σε τέσσερα χρόνια. Ποια ανάγκη σας οδήγησε σε μια δισκογραφική ανανέωση με τόσο γρήγορους ρυθμούς;
Ο ουσιαστικός μου ρόλος δεν είναι τόσο σημαντικός όσο φαίνεται. Η «Κανάστα» ήταν ένας δίσκος που τον χάρηκα παρόλο που δεν ακούστηκε πολύ. Στη συνέχεια συνεργάστηκα με το γυναικείο συγκρότημα Άρωμα Γυναίκας στον δίσκο «Περιμένοντας το νέκταρ» όπου έκανα κυρίως την παραγωγή. Έπειτα ήρθε το «Βράδιασε, τα ξαναλέμε» που στην ουσία πάλι δεν έκανα και πολλά πράγματα, καθώς το 90% των στίχων είναι άλλων στιχουργών και ποιητών. Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να μελοποιήσω τον λόγο, πράγμα πολύ εύκολο ανεξάρτητα με την φιλολογία περί σύνθεσης που ακούγεται από κάποιους. Το δύσκολο είναι να βρεθεί ο σωστός λόγος, από κει και πέρα τα πράγματα είναι απλά. Όσον αφορά το «Μέχρι να πάρεις παγωτό σε βρίσκει ο χειμώνας», η συμμετοχή μου είναι μόνο 20%. Ο δίσκος ανήκει 80% στον Πάνο Κατσιμίχα, εγώ πάλι εμπλέκομαι στην παραγωγή. Το νέο δίσκο τον δούλευα μόνος μου τώρα δύο χρόνια, μέχρι που με βοήθησε πολύ ένα νέο παιδί, ο Βαγγέλης Καραπέτρος, στον οποίο πιστεύω πάρα πολύ.
Δεν αποβαίνει εις βάρος της δημιουργίας όλο αυτό;
Σίγουρα η μεγάλη παραγωγή είναι εις βάρος της δημιουργίας. Αλλά λέω και πάλι πως η ουσία βρίσκεται στο λόγο. Πολλές φορές ακούω δυο δικά μου κομμάτια και μουσικά φαντάζουν όμοια. Όταν μπει όμως ο λόγος, εκεί διαφέρουν ολοκληρωτικά. Ξέχωρα από αυτό όμως δεν μπορώ να κάτσω ήσυχος, να μην το παιδέψω το πράμα. Να μείνω σε μια μεριά και να μην κάνω τίποτα, αυτό δεν γίνεται. Η αλήθεια είναι όμως πως αισθάνομαι υπερβολικά τυχερός. Υπάρχουν ακόμα εταιρίες που μου ανοίγουν την πόρτα και μου δίνουν τη δυνατότητα να μένω ενεργός σε μια πολύ δύσκολη εποχή, παρόλο που δεν πουλάω όσο άλλοι.
Ο Πάνος Κατσιμίχας συμμετέχει σχεδόν σε όλη την προσωπική σας δισκογραφία. Αυτό δεν έχει κάτι από καλλιτεχνική εμμονή;
Αυτό είναι φιλία. Γνωριζόμαστε πάρα πολλά χρόνια με τον Πάνο. Μην ξεχνάς πως το 1993, που κάναμε το «Ασ’ τη να λέει» με τον Βασίλη Καρρά, πολλοί μας χαρακτήρισαν ως τους καινούργιους σκύλους. Δεν μιλήσαμε, δεν είπαμε τίποτα, όμως αυτή ήταν μία στάμπα που τουλάχιστον για εκείνη την εποχή λειτουργούσε πάρα πολύ αρνητικά. Εκεί μπήκαν οι Κατσιμιχαίοι, που τότε βρίσκονταν στην κορυφή της πυραμίδας, βάζοντας πλάτη. Παρά τις διαφωνίες με την εταιρία τους. Δεν ξέρεις πόσο βοήθησε τους Πυξ Λαξ αυτή η ενέργεια κι αυτό δεν το ξεχνάμε. Επίσης η άποψή τους μετρά, τους εμπιστεύομαι. Κυρίως όταν στους δίσκους μου κάνω εγώ την παραγωγή, χρειάζομαι τις συμβουλές κάποιου που είναι κατά κάποιον τρόπο απ’ έξω. Αν λοιπόν δεν συνεργαστείς με τους κοντινούς σου ανθρώπους με ποιον θα συνεργαστείς; Κάπως έτσι έχουν τα πράγματα με τον Πάνο.
Ας κλείσουμε δανειζόμενοι κάτι από τον τίτλο του δίσκου· τ’ αστέρια που κοιτάει ο καθημερινός άνθρωπος πόσο απέχουν από αυτό που δύναται;
Ο στίχος είναι αλληγορικός. Αναφέρεται σε έναν άνθρωπο που μπορεί να είναι ο καθένας μας, ο οποίος ξεκινά με χίλια δυο όνειρα, τα κάνει «πιστεύω» του κι έχει μια φωνή της λογικής στον αντίποδα να λέει «άστα φίλε, μην κάνεις τίποτα, τ’ αστέρια θα’ ναι πάντα μακριά για σένα, δεν τα φτάνεις». Τα κάστανα, δηλαδή, και κρύα να τα φας μωρέ καλά θα’ ναι, δε χρειάζεται να βάλεις το χέρι στη φωτιά και να τα βγάλεις. Αν όμως βάλεις το χέρι στη φωτιά μπορεί να καείς, μα τα κάστανα θα έχουν μεγαλύτερη αξία. Αν συμβιβαστείς με αυτό το σύστημα τότε εκείνο θα σου δώσει το δικό του όνειρο, το American dream, και να είσαι ευχαριστημένος με αυτό. Το θέμα είναι αν θέλει καθένας να ζήσει όλη του τη ζωή με αυτό το όνειρο: να ξυπνά, να δουλεύει, να τρώει, να κοιμάται και πάλι απ’ την αρχή. Πιστεύω ότι το μεγαλύτερο αστέρι που μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος είναι να νιώσει την ικανοποίηση του ερωτισμού. Όλα τα υπόλοιπα είναι μια επανάληψη. Ο έρωτας είναι αυτός που ανοίγει πόρτες. Αν χαθεί ο έρωτας τελειώσαμε.
*Πρώτη δημοσίευση Δίφωνο, Νοέμβριος 2008.
Του Χρήστου Μιχάλαρου