Συνήθως, αν όχι πάντα, οι δημόσιες τοποθετήσεις της κεφαλής της Εκκλησίας της Κύπρου είτε υπό μορφή τυχαίων δηλώσεων είτε υπό μορφή συνεντεύξεων μάς αφήνουν με μια πικρή γεύση στο στόμα.
Γνωστός για τις κάθετες και πολλές φορές ακραίες απόψεις του, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Β’, καταφέρνει πάντα να δημιουργεί (αρνητική) εντύπωση με τις τοποθετήσεις του, δίνοντας μπόλικη τροφή για συζήτηση και σχολιασμό.
Φαίνεται, όμως, πως η υπόθεση με την πανδημία δημιούργησε εύφορο έδαφος για μια αλλαγή στον τρόπο σκέψης του, αφού μετά από μία μεγάλη περίοδο απουσίας από τα κοινά, ο Αρχιεπίσκοπος επανήλθε, με μία συνέντευξή του στο ΡΙΚ και την εκπομπή «Από Μέρα σε Μέρα», μιλώντας πολύ λογικά νουθετώντας πιστούς και ιερείς να ακολουθήσουν τις οδηγίες και τα διατάγματα του κράτους, ως προς το κοινό καλό, παρά το γεγονός ότι διανύουμε την κορύφωση του Θείου δράματος.
Σε σχέση με το Άγιο Φως είπε: «Ζήτησα φέτος να μην μεταφερθεί στην Αρχιεπισκοπή από τα Ιεροσόλυμα το Άγιο Φως για να μην προκαλέσει το ποίμνιο. Θα πάρω από το ακοίμητο καντήλι που υπάρχει στον καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννη και θα δώσω στην κάθε ενορία», σημείωσε, καταλήγοντας πως «το φως τι θα το κάνω, αφού δεν μπορούν οι πιστοί να το πάρουν;».
Πώς σχολίασε, όμως, τη στάση των Μητροπολιτών Μόρφου και Τριμυθούντος: «Δεν νομίζω ότι χρειάζονται μάθημα από μένα, είναι άνθρωποι μορφωμένοι, είναι θεολόγοι, αλλά αυτή η νοοτροπία δεν είναι σωστή. Και αναγκάζουν και τον Γενικό Εισαγγελέα να πει κανένα λόγο και να τους κακοφανεί» σημείωσε.
«Πρέπει να σταματήσουν να συμπεριφέρονται με αυτό τον τρόπο. Όλοι πρέπει να ενώσουμε τις προσπάθειές μας, να καλέσουμε τον κόσμο να μείνει σπίτι και να παρακολουθεί τις λειτουργίες από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο», υπογράμμισε, τονίζοντας ότι ο άνθρωπος δεν θα πεθάνει αν δεν πάει εκκλησία.
Απευθύνοντας ξανά έκκληση προς όλους, είπε πως οι εκκλησίες θα ανοίξουν όταν φύγει ο κορωνοϊός. Και τόνισε ότι «ξέρουν πολύ καλά οι αδελφοί, πως όλοι οι κληρικοί προσεύχονται και για αυτούς που λείπουν».
«Και πρέπει να σεβόμαστε και τον συνάνθρωπό μας, τον αδελφό μας», υπογράμμισε, παραθέτοντας το ρητορικό ερώτημα: «Γιατί να παρακούσουμε με κίνδυνο να μεταδώσουμε την ασθένεια ο ένας προς τον άλλον και να θρηνήσουμε θύματα;».
Όπως είπε, δεν αποφάσισαν μόνοι τους ο Πρόεδρος και οι Υπουργοί, άκουσαν τους ιατρούς και τους ειδικούς. «Ξέρουν κάτι περισσότερο από εμάς. Γι’ αυτό πρέπει να υπακούσουμε», πρόσθεσε.