Μίλα μου
«Νοιώθω ότι δεν έχω καμία συμμετοχή στον δίσκο μου»
Με τον Παναγιώτη μιλήσαμε στο τηλέφωνο ένα πρωί, εν μέσω lockdown. Αμέσως μετά, μου είχε στείλει τέσσερα από τα καινούργια κομμάτια του δίσκου για να ακούσω. Ενθουσιάστηκα!
Ακόμα περισσότερο ενθουσιάστηκα όταν περίπου έναν μήνα μετά, έχοντας κανονίσει πλέον δια ζώσης συνάντηση, σε καφετέρια στη Λευκωσία, μου είπε πως σχεδόν όλα τα κομμάτια του δίσκου τα έχει γράψει σε μόλις ένα μήνα.
Ενθουσιάστηκα και με τους συμμετέχοντες καλλιτέχνες στον δίσκο, αφού έχει να περηφανεύεται για ερμηνείες από Απόστολο Ρίζο, Δημήτρη Μυστακίδη, Γιάννης Διονυσίου και Παυλίνα Κωνσταντοπούλου, μέχρι Φώτη Σιώτα που έπαιξε βιολί.
Ενθουσιάστηκα με το «χιτάκι» του δίσκου, αφού τους στίχους συνυπογράφει ένας φίλος, ο Χάρης Κατσιάμης, ο οποίος βασικά ήταν και ο μεσάζων για να πραγματοποιηθεί αυτή η συνέντευξη.
Η CITY συνάντησε τον Παναγιώτη Τσαππή, έναν πολύ ταλαντούχο Κύπριο τραγουδοποιό, λίγο πριν την κυκλοφορία του πρώτου του δίσκου. #interview #rough #comingsoon
Posted by City Free Press on Friday, 19 June 2020
Ο Παναγιώτης Τσαππής είναι μια περίπτωση τραγουδοποιού που δεν μπορείς να προσπεράσεις. Και αυτό θα το διαπιστώσεις εύκολα, σύντομα, αφού από την Κυριακή 21 Ιουνίου θα μπορείς πλέον να ακούσεις τα καινούργια τραγούδια του από τον πρώτο του δίσκο με τίτλο «Ωδή στη νύχτα».
Τραγούδια που ο ίδιος, ακούγοντάς τα, νοιώθει σαν να μην του ανήκουν. Όπως χαρακτηριστικά μου λέει, «αυτός που βάζει το στίγμα του σε ένα κομμάτι είναι ο ερμηνευτής. Λόγω του ότι δεν ερμηνεύω εγώ τα κομμάτια, πραγματικά τα ακούω μετά την ερμηνεία και ακούω κάποιον άλλο να λέει ένα δικό του κομμάτι. Και είναι πολύ παράξενο αυτό το πράγμα. Νιώθω ότι δεν είμαι εκεί εγώ, ότι δεν έχω καμία συμμετοχή. Είναι πολύ περίεργο να γράφεις κάτι και τελικά να φεύγει από σένα, τόσο πολύ, που να ξεχνάς ότι είναι δικό σου κομμάτι. Αυτό το διάστημα που έχω τα κομμάτια στο αυτοκίνητο, παίζει το κομμάτι, τελειώνει και λέω ‘α ναι, εγώ το έγραψα’».
Ο λόγος που γίνεται ένας δίσκος είναι για να αφήσεις το αποτύπωμά σου. Στις μέρες μας, δυστυχώς, βλέπω ότι πολλοί παίρνουν δρόμους άλλων, θέλουν να γίνουν κάποιοι άλλοι που δεν είναι. Οπότε, στην ουσία, η μαγική συνταγή είναι να χαράξεις την πορεία σου.
Τι προσδοκείς πως θα αλλάξει για σένα με αυτό τον δίσκο;
Έκανα τον δίσκο με σκοπό να συλλέξω αυτά που έχω κάνει μέσα στα χρόνια. Διότι, φτάνεις σε ένα σημείο που μαζεύεις και μαζεύεις και θέλεις να βγάλεις προς τα έξω αυτό που νιώθεις, αυτό που έμαθες, αυτό που θέλεις να κάνεις. Οπότε, περιμένω πως όταν το κάνω ο κόσμος θα γνωρίσει την πλευρά του συνθέτη που έχω και όχι μόνο του performer με την οποία με έχουν γνωρίσει όλο αυτό τον καιρό.
Είσαι μουσικός. Τραγουδάς κιόλας;
Δεν παρουσιάστηκα ποτέ ως τραγουδιστής, παίζω νέυ, κιθάρα και πιάνο, αλλά δεν βγήκα ακόμα έξω ακόμα ως τραγουδιστής. Γι’ αυτό και τα τραγούδια επέλεξα να τα ερμηνεύσουν κάποιοι που είναι καταξιωμένοι στην ερμηνεία.
Θα έλεγες πως είναι καλή η φωνή σου;
(Γέλια). Μπορώ να πω πως ναι. Αυτό μου λένε τουλάχιστον.
Μιας και μιλάμε για έναν δίσκο, τον πρώτο σου, ποιος δίσκος που άκουσες τελευταία σου έκανε εντύπωση;
Παίζω ελληνικά, αλλά ακούω περισσότερο ξένη μουσική. Θαυμάζω πολύ τον Tigran Hamasyan, είναι ένας φοβερός πιανίστας που περνώ ατέλειωτες ώρες μαζί του. Επίσης, τα τελευταία χρόνια θαυμάζω τον Jordan Rakei και τον Robert Glasper. Από ελληνικό ρεπερτόριο, η τελευταία δουλειά του Θανάση με τον Μάλαμα και η «Μικρή βαλίτσα» του Αλκίνοου.
Ποιο δίσκο θεωρείς αριστούργημα;
Είναι τόσοι πολλοί. Από πρόσφατες δουλειές το «Mockroot» του Tigran Hamasyan και από πιο παλιές, διαχρονικές το «The Wall» των Pink Floyd.
Ακούς και πιο mainstream πράγματα, ελαφρολαϊκό πχ;
Σε σχέση με το mainstream θα πρέπει να το ορίσουμε για να μπορέσω να απαντήσω στην ερώτηση, αλλά σε σχέση με το ελαφρρολαϊκό κανένα σημείο του εαυτού μου δεν αγγίζει αυτό το πράγμα. Γενικά, νομίζω ότι ο στόχος της μουσικής είναι να νιώσεις. Το συγκεκριμένο είδος πραγματικά δεν με κάνει να νιώσω κάτι.
Όχι μόνο το κράτος, αλλά και κόσμο που γενικά δεν ασχολείται με την τέχνη, βλέπει εμάς και την τέχνη σαν κάτι δευτερεύον. Δεν ξέρω πόσες φορές έχω ακούσει την κουβέντα «Πότε θα πιάσεις μια κανονική δουλειά;».
Ποια στιγμή από τη διαδικασία παραγωγής του δίσκου θα έλεγες πως ήταν ανεκτίμητη;
Ανεκτίμητα ήταν όλα τα ξενύχτια με τον Θοδωρή Κουέλη, στην Ελλάδα, που πραγματικά χωρίς αυτόν τίποτα δεν θα ήταν εφικτό. Ήταν οι συνεργασίες με άτομα που ίδιος με έφερε κοντά, ήταν οι συμβουλές στην ενορχήστρωση, οι αθώες στιγμές στο στούντιο… Το άλλο που έχω να θυμάμαι είναι το πόσο τεράστιοι είναι οι καλλιτέχνες που ήρθαν μπροστά μου. Ενώ εσύ νιώθεις δέος όταν τους βλέπεις, οι ίδιοι είναι απίστευτα ταπεινοί. Και ο Απόστολος Ρίζος και ο Δημήτρης Μυστακίδης και ο Γιάννης Διονυσίου και η Παυλίνα Κωνσταντοπούλου και όλοι οι υπόλοιποι, εκ των οποίων κάποιοι ήταν φίλοι μου, ενώ άλλοι ήταν άνθρωποι που θαύμαζα και απλώς ήρθα τώρα σε επαφή. Είναι τόσο ταπεινοί και τόσο αγνοί και σε καμιά περίπτωση δεν αντιλαμβάνονται αυτό που εσύ νιώθεις όταν είσαι μπροστά τους.
Ποιοι άλλοι είναι οι συμμετέχοντες καλλιτέχνες στον δίσκο;
Η αρχή έγινε με την Παυλίνα Κωνσταντοπούλου. Είχα ένα κομμάτι, «Ο Μιναρές κι η εκκλησιά», και χωρίς καν να τη γνωρίζω καλά καλά την είχα πάρει τηλέφωνο για να τη ρωτήσω κατά πόσο θα ήθελε να το πει. Το άκουσε και μου είπε πως θα το πει με χαρά. Η ίδια δεν το γνωρίζει, αλλά είναι ο λόγος που ξεκίνησε να γίνεται αυτή η δουλειά. Μου έδωσε το θάρρος να πιστέψω στη μουσική μου. Ένας άλλος από τους αρκετά σημαντικούς που συμμετέχουν στον δίσκο, ερμηνεύοντας δύο κομμάτια, είναι ο Σταύρος Χριστοδούλου, ο οποίος ζει Αθήνα. Όποτε πήγαινα Αθήνα να γράψω, πήγαινα εκεί. Ήταν ο οικοδεσπότης, ο «ψυχολόγος» μου. Είναι επίσης ο τεράστιος Γιάννης Διονυσίου που μου έκανε την τιμή να παραβρεθεί και να μοιραστεί ένα ντουέτο με την Παυλίνα. Επίσης, έπαιξε μέσα βιολί ο Φώτης Σιώτας τον οποίο θαυμάζω από έφηβος, ο Στέφανος Δορμπαράκης παίζει κανονάκι, ο Σωτήρης Μαργώνης παίζει παραδοσιακό βιολί σε κάποια κομμάτια, ο Δημήτρης Μεσημέρης τραγούδησε το μοναδικό κυπριακό κομμάτι που έχει μέσα ο δίσκος, ο πολύ καλός φίλος Νικόλας Καλούτσης που είπε ένα κομμάτι και ο Νικόλας Μελής έπαιξε πιάνο. Τα κρουστά έπαιξε ο δεξιοτέχνης Βαγγέλης Καρίπης και ούτι ο Γιάννης Κουτής. Ο Θοδωρής Κουέλης μαζί με όλα τα άλλα έπαιξε κοντρα-μπάσο, φυσικό και ηλεκτρικό. Ο Νικόλας Αργυρού, πέρα από τη στήριξη καθ’ όλη την πορεία, έκανε και τα φωνητικά σε ένα κομμάτι. Ένα μεγάλο «ευχαριστώ» επίσης στη Μικαέλλα Τσαγγάρη για τις ηχογραφήσεις που έγιναν στην Κύπρο, αφού δεν ήταν δυνατό να τους πιάσω όλους και να πάμε Αθήνα. Να συμπληρώσω ότι ο παιδικός μου φίλος, Ανδρόνικος Καλλή, μου δάνεισε τους στίχους του για το τραγούδι «Διαβάτης».
Ποιο είναι το καλύτερο part στη δημιουργία ενός δίσκου;
Ένα πολύ καλό σημείο, που μπορώ να ξεχωρίσω τώρα, είναι αυτό που στέλνεις στον άλλο το κομμάτι σε ένα demo, με μια κιθάρα, από το δωμάτιό σου, και το ακούς για πρώτη φορά μιξαρισμένο! Είναι εκεί που καταλαβαίνεις τη σημασία που έχει στη δημιουργία η ενορχήστρωση, ο καλλιτέχνης που θα έρθει να παίξει βιολί, κιθάρα κλπ. Καταλαβαίνεις πόσο πολύ αλλάζει το τραγούδι με την εισδοχή των υπόλοιπων καλλιτεχνών.
Ενορχηστρώσεις ποιος έκανε;
Εγώ σε συνεργασία με τον Θοδωρή. Είχα εγώ μια ιδέα, μπήκαμε στούντιο και ο ίδιος, λόγω και της εμπειρίας του και του ότι είναι φοβερός μουσικός, μου έδωσε χρήσιμες συμβουλές. Μαζί, οι δυο μας, δημιουργήσαμε όλη την εικόνα.
Ο δίσκος πότε ηχογραφήθηκε, πριν την πανδημία;
Οι ηχογραφήσεις ξεκίνησαν τον περασμένο Νοέμβρη και σταμάτησαν με το lockdown. Έμειναν κάποιες μικρές οι οποίες έγιναν αργότερα.
Πόσα χρόνια γράφεις; Πότε γράφτηκαν τα συγκεκριμένα τραγούδια;
Γενικά γράφω τα τελευταία 5-6 χρόνια. Σε σχέση με τον δίσκο, μόνο ένα κομμάτι είναι παλιό, το οποίο έγραψα στα 23-24 μου (σ.σ. σήμερα είναι 29). Τα υπόλοιπα τα έγραψα τον τελευταίο χρόνο, όταν είχε ξεκινήσει η παραγωγή. Βασικά, τα έγραψα μέσα σε έναν μήνα. Είχα από πριν μια εμπειρία σύνθεσης, και μέσω κάποιων θεατρικών παραστάσεων όπου είχα γράψει τη μουσική και μέσω κάποιων άλλων αυτοσχεδιασμών που μπορείτε να τα βρείτε στο Youtube.
«Ο μιναρές κι η εκκλησιά» που εδώ και δύο χρόνια παίζεται σε κάποια live μας, νομίζω ότι έχει αγαπηθεί ήδη από τον κόσμο και πως κάποιοι περιμένουν να το ακούσουν και μέσα στον δίσκο.
Τι μουσικό background έχεις;
Παιδί, είχα ξεκινήσει με λαϊκά έγχορδα, μπουζούκι και κιθάρα και μετά ήρθε το νέυ που πλέον είναι και η μεγάλη μου αγάπη. Οι ήχοι της ανατολικής μεσογείου.
Ποια θα έλεγες πως είναι η πιο δυνατή ιστορία σου που έγινε τραγούδι;
Έχω ένα τραγούδι, το τελευταίο στον δίσκο, που είναι και το αγαπημένο της Παυλίνας Κωνσταντοπούλου (το ερμηνεύει η ίδια) και αναφέρεται σε ένα παιδί που έχασε πρόωρα τη ζωή του. Εκείνο το κομμάτι με συγκινεί ιδιαίτερα. Δεν περιγράφει ακριβώς την ιστορία, αλλά η έμπνευση για τη δημιουργία του αντλήθηκε από τον χαμό ενός φίλου.
Τι συστατικά πρέπει να έχει ένας δίσκος για να πετύχει;
Ο λόγος που γίνεται ένας δίσκος είναι για να αφήσεις το αποτύπωμά σου. Στις μέρες μας, δυστυχώς, βλέπω ότι πολλοί παίρνουν δρόμους άλλων, θέλουν να γίνουν κάποιοι άλλοι που δεν είναι. Οπότε, στην ουσία, η μαγική συνταγή είναι να χαράξεις την πορεία σου. Και νομίζω εκεί έξω υπάρχει κόσμος που θέλει να σε ακούσει, που ταυτίζεται.
Στον δίσκο υπάρχει και το τραγούδι «Ρε άδρωπε». Τι περισσότερο πιστεύεις πως έδωσες στο κομμάτι εσύ σε σχέση με την προηγούμενη μελοποίησή του;
Να σου πω από πού ήρθε η ιδέα για το κομμάτι... Είχα γράψει μια μουσική και τότε συνεργαζόμουνα με τον Γιώργο Γρηγορίου, τον Κινέζο, εξ ου και τον ρώτησα κατά πόσο ήθελε να γράψει στίχους. Ο ίδιος μου είπε πως μόλις την άκουσε, του ήρθε στο μυαλό αυτό το ποίημα. Βλέποντας το ποίημα, είδα ότι όντως ταίριαζε απόλυτα με τη μουσική. Εκ των υστέρων έμαθα ότι το ποίημα το είχε γράψει ο Κυριάκος Καρνέρας, το ‘74, ο οποίος μάλιστα ζούσε στην Ξυλότυμπου, δίπλα στο χωριό μου που είναι το Δασάκι. Και ταυτίστηκα απόλυτα. Το ποίημα είναι συγκλονιστικό. Οπότε, στην ουσία τη μουσική την έγραψα χωρίς να ξέρω για πού προορίζεται. Έδεσε όμως τόσο καλά! Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να ευχαριστήσω και την οικογένεια Καρνέρα.
Σε σχέση με το ελαφρρολαϊκό, κανένα σημείο του εαυτού μου δεν αγγίζει αυτό το πράγμα. Γενικά, νομίζω ότι ο στόχος της μουσικής είναι να νιώσεις. Το συγκεκριμένο είδος πραγματικά δεν με κάνει να νιώσω κάτι.
Τι έχει η επόμενη μέρα; Τι σκέφτεσαι για την προώθησή του;
Εκτός από κάποιες επαφές που έκανα ήδη με ραδιοφωνικούς σταθμούς, απ’ εκεί και πέρα νομίζω πως η δουλειά είναι αρκετά αξιόλογη και άμα κάτι είναι αρκετά καλό θα πάρει την πορεία του. Κατά τ’ άλλα, γενικά δεν μπήκα καν ποτέ στον κόσμο της διαφήμισης. Δεν έχω καν σελίδα στο Facebook.
Είναι ενδιαφέρον που δεν διστάζεις να πεις πως η δουλειά είναι αρκετά αξιόλογη.
Όπως σου είπα και πριν, αυτός που βάζει το στίγμα του σε ένα κομμάτι είναι ο ερμηνευτής. Λόγω του ότι δεν ερμηνεύω εγώ τα κομμάτια, πραγματικά τα ακούω μετά την ερμηνεία και ακούω κάποιον άλλο να λέει ένα δικό του κομμάτι. Και είναι πολύ παράξενο αυτό το πράγμα. Νιώθω ότι δεν είμαι εκεί εγώ, ότι δεν έχω καμιά συμμετοχή. Είναι πολύ περίεργο να γράφεις κάτι και τελικά να φεύγει από σένα, τόσο πολύ, που να ξεχνάς ότι είναι δικό σου κομμάτι. Αυτό το διάστημα που έχω τα κομμάτια στο αυτοκίνητο, παίζει το κομμάτι, τελειώνει και λέω «α ναι, εγώ έγραψα το κομμάτι».
Μέσα στην προηγούμενη σου απάντηση, καθώς μιλούσες, απομόνωσα έναν υποψήφιο τίτλο για τη συνέντευξη. Θα μπορούσες εσύ, ακούγοντας πια τα τραγούδια σου, να υποψιαστείς ποιο θα είναι το χιτάκι του δίσκου;
Καταρχάς, ο λόγος που δεν έβγαλα single είναι επειδή ακόμα πιστεύω πολύ στο άλμπουμ. Τα κομμάτια έχουν μια ροή, από το πρώτο κομμάτι ως το τελευταίο είναι μια ιστορία, που συνδέεται με δικές μου εμπειρίες και με κάποια άλλα πράγματα που έχουν να κάνουν και με το διάστημα. Κάτι που δεν είπα είναι πως ο δίσκος αφιερώνεται στον Τζορντάνο Μπρούνο, τον πρώτο άνθρωπο που είπε ότι «η γη δεν είναι το κέντρο του κόσμου, ξέρετε, έχει κι άλλα πράγματα» και ο οποίος κάηκε στην πυρά. Αυτό το πράγμα, μάλιστα, απεικονίζεται στο εξώφυλλο του δίσκου. Ο λόγος που ονομάζεται «Ωδή στη νύχτα» είναι επειδή ο όρος νύχτα είναι κάπως διφορούμενος, αφού τη νύχτα ο άνθρωπος υποδηλώνει πραγματικά ποιος είναι. Εκεί ξυπνούν οι ανησυχίες σου, οι έγνοιες σου, χαλαρώνεις και φαίνεται ο πραγματικός σου εαυτός. Και επίσης, τη νύχτα μπορείς να δεις πού πραγματικά είμαστε ως ανθρωπότητα, πού είναι η δημιουργία. Είναι τότε που ο άνθρωπος σκέφτηκε πως δεν είναι εδώ η αλήθεια. Και όλο αυτό, περιγράφεται και μέσα στα κομμάτια του δίσκου. Τώρα, για το χιτάκι, «Ο μιναρές κι η εκκλησιά» που εδώ και δύο χρόνια παίζεται σε κάποια live μας, νομίζω ότι έχει αγαπηθεί ήδη από τον κόσμο και πως κάποιοι περιμένουν να το ακούσουν και μέσα στον δίσκο. Είναι ένα τραγούδι τους στίχους του οποίου γράψαμε μαζί με τον Χάρη Κατσιάμη, πάνω σε μια δική του ιδέα.
Είναι τόσο ταπεινοί και τόσο αγνοί κάποιοι καλλιτέχνες, που σε καμιά περίπτωση δεν αντιλαμβάνονται αυτό που εσύ νιώθεις όταν είσαι μπροστά τους.
Έχεις υπάρξει στους Περιπλανώμενους, ως μουσικός. Με δεδομένο ότι παίζουν ό,τι καλύτερο υπάρχει στην ελληνική μουσική δημιουργία, θα έλεγες ότι έχουν την απήχηση που τους αξίζει, ή επειδή πρόκειται για cover band ο κόσμος προτιμά να ακούει τα κομμάτια στην αυθεντική εκδοχή τους;
Δεν είμαι πλέον μέλος και δεν μπορώ να μιλήσω εκ μέρους της μπάντας, οπότε θα μιλήσω για τον καιρό που υπήρξα. Τους Περιπλανώμενους τους γνώρισα με τον Κινέζο, ο ίδιος με πήρε μέσα και συζητούσαμε ότι είχαμε αυτή την ανάγκη. Δεν θέλαμε πλέον να είμαστε άλλο ένα cover band. Οπότε και κάποια κομμάτια που θα είναι τώρα στον δίσκο, είχαν ξεκινήσει ως ιδέα από τότε. Όσο για την ερώτησή σου, πραγματικά πιστεύω ότι ήταν μικρό το κοινό για το τι έβγαζε αυτή η μπάντα.
Τι αίσθηση σου άφησε ο κορωνοϊός;
Μου κτυπά πολύ άσχημα το ότι δεν μπορούμε να έρθουμε σε επαφή ο ένας με τον άλλο. Νομίζω πως, άμα κοπεί η επαφή, θα είναι σαν να φοβόμαστε να ζήσουμε για να μην πεθάνουμε.
Σε προβλημάτισε που ο πολιτισμός παραγκωνίστηκε και πάλι ή ήταν αναμενόμενη αυτή η εξέλιξη;
Για μένα ήταν αναμενόμενο. Όχι μόνο το κράτος, αλλά και κόσμο που γενικά δεν ασχολείται με την τέχνη, βλέπει εμάς και την τέχνη σαν κάτι δευτερεύον. Δεν ξέρω πόσες φορές έχω ακούσει την κουβέντα «Πότε θα πιάσεις μια κανονική δουλειά;». Και είμαι σίγουρος ότι την άκουσαν κι άλλοι. Θεωρούν ότι αυτό που κάνεις για την ψυχή, δεν είναι κάτι που χρειάζεται για να ζήσεις.
Πού θα μπορούμε να ακούσουμε live τα τραγούδια στο προσεχές μέλλον;
Ο δίσκος θα κυκλοφορήσει 21 Ιουνίου, και κάποιος μπορεί να τον βρει στο Spotify, στο Youtube και σε άλλες πλατφόρμες. Ο δίσκος θα κυκλοφορήσει επίσης και σε hard copy. Όσο αφορά τα live, περιμένουμε να ξεκαθαρίσει η κατάσταση με την πανδημία. Υπολογίζω για μέσα με τέλος Ιουλίου ότι θα γίνουν κάποιες παραστάσεις στις οποίες θα είναι παρόντες οι περισσότεροι καλλιτέχνες που συμμετέχουν στον δίσκο. Επίσης, θα κυκλοφορήσουν κάποια βίντεο και επί τη ευκαιρία να ευχαριστήσω τη Μαρία Χατζηστυλλή που χωρίς αυτή δε θα ήταν δυνατή η καταγραφή. Επίσης, στη δημιουργία των βίντεο συντέλεσαν η Μαργαρίτα Χαλακατεβάκη με τον Δημήτρη Γκρίντζο στην Ελλάδα και ο Αλέξης Κωνσταντίνου στην Κύπρο, τους οποίους και ευχαριστώ. Τέλος, την υπέροχη ζωγραφιά που θα δείτε στο δίσκο την έφτιαξε ο Αλέξανδρος Παπαντωνίου. Ένα μεγάλο ευχαριστώ και σε όλη την οικογένειά μου για τη συνεχή στήριξη.