Πρόσωπα
Η Αντωνία θυμάται τις μέρες που έπρεπε να χωριστεί από την Τουρκοκύπρια σύντροφό της λόγω των κλειστών οδοφραγμάτων
Βρεθήκαμε για καφέ στην παλιά Λευκωσία, λίγες ώρες πριν κάνει το τεστ Covid-19 έτσι ώστε να μπορεί να περάσει στα κατεχόμενα και να δει την Τσιτσέκ, τέσσερις μήνες μετά το κλείσιμο των οδοφραγμάτων.
Πρόσωπα
Η Αντωνία θυμάται τις μέρες που έπρεπε να χωριστεί από την Τουρκοκύπρια σύντροφό της λόγω των κλειστών οδοφραγμάτων
Βρεθήκαμε για καφέ στην παλιά Λευκωσία, λίγες ώρες πριν κάνει το τεστ Covid-19 έτσι ώστε να μπορεί να περάσει στα κατεχόμενα και να δει την Τσιτσέκ, τέσσερις μήνες μετά το κλείσιμο των οδοφραγμάτων.
Ήταν αγχωμένη για το τεστ. Φοβόταν και το μετά, όταν θα έπρεπε να επιστρέψει και πάλι στις ελεύθερες περιοχές και θα χωρίζονταν και πάλι.
Προσπαθούσε να δείχνει ψύχραιμη στη διάρκεια της κουβέντας μας, αλλά τα χέρια της ήταν νευρικά. Κοίταζε το κινητό της και μετά εμένα, κάπως απολογητικά, που δεν ήταν εντελώς συγκεντρωμένη στην κουβέντα μας.
Με ρωτάει αν μπορεί να κάνει ένα τσιγάρο, γνέφω καταφατικά. Στην Τσιτσέκ δεν είχε αναφέρει τίποτα για τη συνάντησή μας. Δεν ξέρει ελληνικά και ίσως τι φόβιζε το τι θα μπορούσε να δημοσιευτεί.
«Με πήρε ένα βράδυ τηλέφωνο κλαίγοντας και μου έλεγε πως θα ήθελε να τρέξει να έρθει να με βρει, να με αγκαλιάσει, να με φιλήσει και ας έμπαινε φυλακή. Την άκουγα και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα».
Μια Ελληνοκύπρια μιλά για τη σχέση της με μία Τουρκοκύπρια την περίοδο του lockdown. Εύκολος στόχος για τη μάζα των social media. Η Αντωνία, όμως, ήθελε να μιλήσει. Να πει σε όλους πως το κλείσιμο των οδοφραγμάτων είχε κι άλλες επιπτώσεις εκτός από τα προφανή.
Δεν ήταν μόνο οι εργαζόμενοι, δεν ήταν μόνο οι ασθενείς. «Όπως εμάς, γνωρίζω πολλά ζευγάρια που μέσα σε μία νύχτα βρέθηκαν ο ένας στη μία πλευρά και ο άλλος στην άλλη, χωρίς να γνωρίζουμε πότε και εάν θα βρεθούμε ξανά. Αν πας ένα ταξίδι ξέρεις πως θα λείψεις δύο εβδομάδες, ένα μήνα, ένα χρόνο. Αλλά έχεις μια ημερομηνία επιστροφής. Το επεξεργάζεσαι και το χωνεύεις. Στην περίπτωσή μας, δεν ξέραμε πως θα εξελισσόταν όλο αυτό», λέει.
Οι δύο τους γνωρίστηκαν μέσω date app, και μάλιστα από το πρώτο μήνυμα της Τσιτσέκ στην Αντωνία μεσολάβησε ένας μήνας, έως ότου απαντήσει η δεύτερη. «Εκείνη την περίοδο ήμουν εθελόντρια στο Pride και έτρεχα καθημερινά, δεν είχα καθόλου ώρα γι’ αυτά. Όταν τελείωσαν όλα και ηρέμησα, άνοιξα να δω τα μηνύματά μου. Διάβασα το μήνυμα της Τσιτσέκ και σκεφτόμουν πως ένα μήνα μετά θα είχε φύγει το ενδιαφέρον. Κι όμως για ένα ανεξήγητο λόγο αποφάσισα να της στείλω πίσω και λίγο μετά μου απάντησε», θυμάται η Αντωνία.
«Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα έκανα κάτι ερωτικό με Τουρκοκύπρια. Βασικά, δεν είχα φανταστεί ποτέ πως θα είχα φίλους Τουρκοκύπριους. Είχα επισκεφθεί τα κατεχόμενα μερικές φορές, αλλά μόνο ως επισκέπτρια. Δεν ήξερα πως είναι οι άνθρωποι απ’ εκεί. Πώς λειτουργούν, πώς συμπεριφέρονται. Η πρώτη επαφή έγινε μέσω κάποιων Τ/κ συναδέλφων και μετά ήρθε η Τσιτσέκ».
Από ένα σημείο και μετά έμενε στο σπίτι μου όλο και πιο συχνά. Πηγαίναμε εκδρομές, βόλτες, ταξίδια. Της γνώρισα εγώ την ελεύθερη και εκείνη εμένα την κατεχόμενη Κύπρο.
Πριν αποφασίσουν πως θα είναι μαζί ως ζευγάρι, πέρασε αρκετός καιρός. Δεν ήθελε να βιαστεί -είχε βγει από μία άλλη σχέση-, δεν ήταν σίγουρη αν ήταν έτοιμη για κάτι καινούργιο. Κι όμως, οι μέρες που περνούσαν με την Τσιτσέκ ήταν όμορφες και ενδιαφέρουσες. «Από ένα σημείο και μετά έμενε στο σπίτι μου όλο και πιο συχνά. Πηγαίναμε εκδρομές, βόλτες, ταξίδια. Της γνώρισα την ελεύθερη και εκείνη την κατεχόμενη Κύπρο. Είμαστε τόσο διαφορετικές σαν χαρακτήρες, αλλά έχουμε και τόσα κοινά που αυτό κάνει το συνδυασμό μας ιδανικό».
Πλέον, ήταν πιο χαλαρή. Το έβλεπα στα μάτια και τα χέρια της. Η έκφρασή της έχει μια γλυκάδα όση ώρα αναπολούσε τις στιγμές που έζησαν μαζί. Η Τσιτσέκ, καθημερινά, μετά που έκλεινε το μαγαζί της, περνούσε το οδόφραγμα, με την Αντωνία να την περιμένει για να πάνε μαζί στο σπίτι.
Όλα κυλούσαν ομαλά, λέει, μέχρι που άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα κρούσματα. «Στην αρχή ήταν μια υποβόσκουσα ανησυχία, η οποία δεν εκφραζόταν ιδιαίτερα. Στη συνέχεια, όσο τα κρούσματα αυξάνονταν, μεγάλωνε και η ανασφάλειά μας. Η Τσιτσέκ άρχισε να αραιώνει τις επισκέψεις της. Φοβόταν μήπως κλείσουν τα οδοφράγματα και μείνει αποκλεισμένη στις ελεύθερες περιοχές. Είχε το μαγαζί της, το οποίο έπρεπε να ανοίγει, το σπίτι της, τις δουλειές της. Δεν μπορούσε να το ρισκάρει. Στις 10 Μαρτίου την άφησα στο οδόφραγμα της Λήδρας, την αποχαιρέτησα, της είπα πόσο την αγαπώ και έφυγα. Ήταν η τελευταία φορά που την είδα από κοντά. Λίγες μέρες μετά με πήρε τηλέφωνο στο κινητό κλαίγοντας και μου ανακοίνωσε πως κλείνουν τα οδοφράγματα. Είχα παγώσει. Προσπάθησα να μείνω ψύχραιμη για να μην τη φοβίσω περισσότερο, αλλά μέσα μου ήμουν σοκαρισμένη. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν πως δεν θα αντέξουμε. Πως αυτό θα μας διαλύσει και θα τελειώσουμε. Δεν της το είπα ποτέ αυτό.
Μιλούσαμε αμέτρητες ώρες και είχαμε πράγματα να πούμε, πράγματα που δεν λέγαμε όσο μέναμε μαζί. Καταλάβαμε ακόμη περισσότερο η μία την άλλη και πως έχουμε ανάγκη η μία την άλλη.
Λίγες μέρες αργότερα έκλεισε και η εταιρεία που δούλευα, είχε εμφανιστεί κρούσμα από το εξωτερικό και μας έστειλαν σπίτι. Σε μία εβδομάδα βρέθηκα εντελώς μόνη σε ένα διαμέρισμα να μην έχω τίποτα να κάνω και να σκέφτομαι πως θα κάνω αυτή τη σχέση να δουλέψει. Τις πρώτες δύο εβδομάδες νομίζω ήμουν σε φάση κατάθλιψης».
Οι δυο τους μιλούσαν καθημερινά στο τηλέφωνο. Βιντεοκλήσεις, μηνύματα, κανονικές κλήσεις. Ό,τι εργαλεία είχαν στη διάθεσή τους τα χρησιμοποιούσαν. Στην αρχή ήταν δύσκολα, θυμάται, αλλά γρήγορα όλο αυτό έγινε συνήθεια και βρήκαν τρόπο να περνούν ευχάριστες τις ώρες που είχαν μαζί. «Μιλούσαμε αμέτρητες ώρες και είχαμε πράγματα να πούμε, πράγματα που δεν λέγαμε όσο μέναμε μαζί. Καταλάβαμε ακόμη περισσότερο η μία την άλλη και πως έχουμε ανάγκη η μία την άλλη. Δεν ήταν, όμως, συνέχεια εύκολα. Θυμάμαι κάποιες μέρες να νιώθω έντονα την ανάγκη να τρέχω, να σπάσω τα τείχη και να πάω να την βρω, να την αγκαλιάσω, να την φιλήσω, να τη νιώσω». Συγκινείται καθώς μου περιγράφει τις στιγμές που λύγιζε, που δεν άντεχε άλλο και απολογείται που δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί μπροστά μου.
Δύο μήνες μετά, η Τσιτσέκ στέλνει στην Αντωνία φωτογραφίες από ένα σημείο στο Λήδρα Πάλας, στο οποίο θα μπορούσαν να συναντηθούν έστω και μέσα από τα συρματομπλέγματα. Κλείνουν ραντεβού και λίγες μέρες μετά συναντώνται για πρώτη φορά, έπειτα από δύο μήνες. «Την έβλεπα μέσα από τα σύρματα και ενώ ήμασταν τόσο κοντά, ταυτόχρονα ήμασταν πολύ μακριά. Δεν μπορούσα να την αγγίξω, να τη χαϊδέψω. Καθίσαμε περίπου μία ώρα στο σημείο. Όταν φύγαμε, είπαμε να το ξανακάνουμε. Την επόμενη ημέρα καμία από τις δυο μας δεν ήταν καλά ψυχολογικά. Αποφασίσαμε να το αποφύγουμε έως ότου λυθεί το πρόβλημα.
Μου ζήτησε δύο φορές να παντρευτούμε στο lockdown. Δεν ξέρω εάν το εννοούσε. Το σκέφτομαι κι εγώ πάντως. Πλέον το σκέφτομαι σοβαρά. Αν με ρωτούσες μερικούς μήνες πριν, θα σου έλεγα αποκλείεται. Τα πράγματα τώρα είναι διαφορετικά.
Καθημερινά παρακολουθούσαμε τις ειδήσεις για νεότερα. Μήπως αλλάξει κάτι. Ξέρεις, η μεγαλύτερη ανησυχία μου ήταν τι θα γίνει εάν της συμβεί κάτι, αν αρρωστήσει και δεν είχε κανέναν να τη βοηθήσει. Η οικογένειά της είναι στο εξωτερικό και παρότι έχει κάποιους συγγενείς και φίλους εκεί, εγώ δεν θα ήμουν μαζί της».
Μου δείχνει τη φωτογραφία της και χαμογελάει. «Δεν είναι πολύ όμορφη;», με ρωτάει. «Μου ζήτησε δύο φορές να παντρευτούμε στο lockdown. Δεν ξέρω εάν το εννοούσε. Το σκέφτομαι κι εγώ πάντως. Πλέον το σκέφτομαι σοβαρά. Αν με ρωτούσες μερικούς μήνες πριν, θα σου έλεγα αποκλείεται. Τα πράγματα τώρα είναι διαφορετικά».
Μου εκμυστηρεύεται ότι φοβάται να κάνει το τεστ για Covid-19, γιατί άκουσε πως είναι επίπονο. Αλλά θα το κάνει γιατί θέλει να πάει επιτέλους να τη δει, να μείνουν μαζί, έστω και για τρεις ημέρες. Παρόλο που γνωρίζει πως όταν επιστρέψει στις ελεύθερες περιοχές η ψυχολογία της δεν θα είναι καλή. «Λόγω της δουλειάς της ήταν πιο δύσκολο να έρθει εκείνη, οπότε αποφάσισα να πάω εγώ. Μου έλειψε και το μόνο που σκέφτομαι είναι πότε θα τη δω».