Ψυχολογία
Γιατί τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης δεν μιλάνε έγκαιρα;
Ο Δρ Φλώρης Στύλιος, Ψυχίατρος/Ψυχοθεραπευτής, και η Μαρία Γρηγορίου, μεταπτυχιακή φοιτήτρια Κλινικής Ψυχολογίας, εξηγούν στη CITY τους οκτώ λόγους, για τους οποίους τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης δεν σπάνε πιο γρήγορα τη σιωπή τους.
«Η αλήθεια είναι ότι η πληρότητα της ψυχής μπορεί μερικές φορές να υπερχειλίσει σε μια απόλυτη κενότητα της γλώσσας. Γιατί κανένας μας δεν μπορεί να εκφράσει ακριβώς το μέτρο των αναγκών ή των σκέψεων ή των θλίψεών του»
Φλώμπερ, «Μαντάμ Μποβαρύ»
Είναι πράγματι πολύ σύνηθες για τα θύματα να καθυστερούν να αποκαλύψουν το τραυματικό γεγονός, εάν και εφόσον βρουν ποτέ το θάρρος να το κάνουν. Η τήρηση μυστικοπάθειας προς το συμβάν είναι συχνό χαρακτηριστικό των θυμάτων, ενώ μειωμένο είναι το ποσοστό που θα προχωρήσει σε καταγγελία κατά του θύτη.
Σεξουαλική παρενόχληση/κακοποίηση: Ένας συγχρονισμένος βιασμός ψυχής και σώματος.
Περιπτώσεις όπως η πρόσφατη δημόσια αναφορά της κας Μπεκατώρου, η οποία εξομολογείται τη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη σε νεαρή ηλικία, προσφέρονται ως μια νέα ευκαιρία που διαιωνίζει απόψεις, κατά κύριο λόγο συμπαράστασης, αλλά σκεπτικισμού που εμπεριέχουν ένα συγκεκαλυμμένο κατηγορώ κατά των θυμάτων.
Είναι δυσάρεστα εκπληκτικό το πόσοι άνθρωποι μετατοπίζουν τουλάχιστον κάποιου είδους ευθύνη στα θύματα, θέτοντας το ρητορικό ερώτημα «γιατί περίμεναν μέχρι τώρα για να μιλήσουν».
Η Επιτροπή Ίσης Απασχόλησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής αναφέρει ότι λαμβάνει 12.000 κατηγορίες για σεξουαλική παρενόχληση ετησίως, με τις γυναίκες ως θύματα να αντιπροσωπεύουν περίπου το 83% των αναφορών. Αυτός ο αριθμός πιστεύεται ότι αποτελεί μόνο την κορυφή ενός μεγάλου παγόβουνου. Σε μια πρόσφατη μελέτη αναφέρεται ότι περίπου τρία έως τέσσερα άτομα που βιώνουν σεξουαλική παρενόχληση δεν κάνουν ποτέ επισήμως καταγγελία για αυτήν. Αντ’ αυτού, οι γυναίκες-θύματα συνήθως «αποφεύγουν τον δράστη, αρνούνται ή υποτιμούν τη σοβαρότητα της κατάστασης ή προσπαθούν να αγνοήσουν, να ξεχάσουν ή ακόμη και να υπομείνουν τη συμπεριφορά».
Είναι πράγματι πολύ σύνηθες για τα θύματα να καθυστερούν να αποκαλύψουν το τραυματικό γεγονός, εάν και εφόσον βρουν ποτέ το θάρρος να το κάνουν. Η τήρηση μυστικοπάθειας προς το συμβάν είναι συχνό χαρακτηριστικό των θυμάτων ενώ μειωμένο είναι το ποσοστό που θα προχωρήσει σε καταγγελία κατά του θύτη.
Ως μη συναινετική σεξουαλική δραστηριότητα χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε μορφή σεξουαλικής δραστηριότητας που μπορεί να είναι ή να την αισθάνονται τα άτομα ως ανεπιθύμητη.
Συμπεριφορές που εμπίπτουν σε αυτήν περιλαμβάνουν:
-την ακατάλληλη σωματική επαφή
-την παραβίαση της ιδιωτικότητας
-άσεμνα σεξουαλικά αστεία ή άσεμνα σχόλια ή χειρονομίες
-την έκθεση μερών του σώματος με προβολή γραφικών εικόνων
-ανεπιθύμητα σεξουαλικά μηνύματα, γραπτά μηνύματα ή τηλεφωνικές κλήσεις
-σεξουαλική δωροδοκία
-εξαναγκασμό και ανοιχτά αιτήματα για σεξουαλικές πράξεις
-σεξουαλική ευνοιοκρατία προσφέρεται προς όφελος για σεξουαλική εύνοια και συνεπακόλουθα απόρριψη προώθησης ή αύξησης αποδοχών επειδή δεν υπήρχε η επιθυμητή ανταπόκριση.
Αρκετές είναι οι γυναίκες που βιώνουν αυτό που πιο εύστοχα θα μπορούσε να περιγραφεί ως σεξουαλική κακοποίηση ή παρενόχληση: να εξαναγκαστεί μία γυναίκα να συναινέσει σε σεξουαλικές πράξεις με έναν άνδρα σε θέση ισχύος, με ένα άντρα που εξουσιάζει τη γυναίκα, καθιστώντας την ανίκανη να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Μια παραβίαση που διαπράττεται από κάποιον με «εξουσία» πάνω σε κάποιον που είναι ευάλωτος.
Δεν θα μπορούσαμε εννοείται να παραλείψουμε ότι και το ανδρικό φύλο παρενοχλείται και δέχεται σεξουαλική κακοποίηση, αλλά λόγω περιορισμένου χώρου, το άρθρο θα έχει ως επίκεντρο τον σεξουαλικά κακοποιημένο γυναικείο πληθυσμό. Οι περιοχές δυσλειτουργίας είναι κοινές κατά τη σεξουαλική κακοποίηση τόσο σε άντρες όσο και σε γυναίκες. Υποφέρουν, βιώνοντας και αυτοί τις ίδιες συναισθηματικές επιπτώσεις.
Αντί να συνεχίσουμε να επικεντρωνόμαστε στην προσπάθεια να καταλάβουμε γιατί τα θύματα δεν προχωρούν σε έγκαιρη αναφορά, θα ήταν πολύ πιο παραγωγικό να ρωτήσουμε «Γιατί επιτρέπουμε στους θύτες να συνεχίζουν να παρενοχλούν και να επιτίθενται σεξουαλικά σε ευάλωτα θύματα;».
Γιατί τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης δεν μιλάνε έγκαιρα;
Η αναστολή στο να αναφέρουν τέτοιου είδους περιστατικά συγκεντρώνεται στα οκτώ παρακάτω σημεία:
1. Η Ντροπή
Η ντροπή είναι ο πυρήνας του έντονου συναισθηματικού τραύματος που βιώνουν οι γυναίκες και οι άντρες, όταν παρενοχλούνται σεξουαλικά. Ως ειδικός στην ντροπή, ο Gershen Kaufman δήλωσε εύστοχα στο βιβλίο του «Shame: The Power of Caring»: «Η ντροπή είναι μια φυσική αντίδραση στην παραβίαση ή στην κατάχρηση. Στην πραγματικότητα, η κακοποίηση από τη φύση της είναι ταπεινωτική και απάνθρωπη». Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις. Το θύμα αισθάνεται ότι ο εισβολέας τού λερώνει το «είναι», ενώ ταυτόχρονα αισθάνεται αβοήθητο με μια καταρρακωμένη αξιοπρέπεια. Νιώθει να βρίσκεται απροστάτευτο στο έλεος ενός άλλου ατόμου, αυτού που το παρενοχλεί/κακοποιεί.
Αυτή η αίσθηση ντροπής οδηγεί συχνά τα θύματα να κατηγορούν τον εαυτό τους για το σεξουαλικό παράπτωμα του θύτη. «Προσπαθώ να ξεχάσω ότι μου έχει συμβεί εμένα αυτό», συνδυαστικά βέβαια με τις επανειλημμένες επιπλήξεις προς τον εαυτό και με μια φωνή στο μυαλό τους να τους λέει, «διώξε από πάνω σου αυτό που συνέβη».
Η Lee Corfman, η γυναίκα που ανέφερε σε δημοσιογράφο στο Washington Post ότι κακοποιήθηκε από τον Roy Moore, όταν ήταν 14 ετών, είπε: «Ένιωσα υπεύθυνη. Νόμιζα ότι ήμουν μια ανήθικη γυναίκα». Με την πάροδο του χρόνου, τα θύματα που βίωσαν σεξουαλική παρενόχληση στο σχολείο ή στον εργασιακό τους χώρο αναφέρουν: «Υποθέτω ότι ήταν δικό μου λάθος. Είμαι πολύ φιλικός άνθρωπος και πάντα πρόσχαρη και ευγενική με το αφεντικό μου... Νομίζω ότι φταίω που σκέφτηκε ότι φλερτάρω μαζί του...». Στην προσπάθειά τους να μην γίνουν θύματα των αρνητικών τους συναισθημάτων, λανθασμένα μεταφέρουν την ευθύνη στον εαυτό τους γινόμενοι οι ίδιοι θύτες των δικών τους αρνητικών συναισθημάτων.
Η αίσθηση ντροπής έχει σωρευτικό αποτέλεσμα. Ανάλογα με το πόσο μια γυναίκα έχει ήδη ντροπιασθεί από προηγούμενη κακοποίηση ή από εκφοβισμό, μπορεί να επιλέξει να προσπαθήσει να ξεχάσει ολόκληρο το περιστατικό, να βάλει το κεφάλι της στην άμμο, στρουθοκαμηλίζοντας και να προσποιείται ότι δεν συνέβη ποτέ.
Κατανοώντας το συναίσθημα της ντροπής, υποβοηθούμαστε να εξηγήσουμε τον λόγο που πολλές γυναίκες-θύματα κατηγορούν τον εαυτό τους, όταν υποστούν σεξουαλική κακοποίηση/παρενόχληση και γιατί οι περισσότερες από αυτές δεν αναφέρουν το παράπτωμα. Το συναίσθημα της ντροπής αγγίζει βαθιά το υπαρξιακό μας «είναι», το τραυματίζει και μας κάνει να νιώθουμε εκτεθειμένοι και αναξιόπιστοι. Όταν ντρεπόμαστε, θέλουμε να κρυφτούμε. Χαμηλώνουμε τα κεφάλια μας, μαζεύουμε τους ώμους μας και κλεινόμαστε προς τα μέσα, προσπαθώντας να κάνουμε τον εαυτό μας αόρατο.
Οι περισσότεροι άνθρωποι όταν νιώσουν βαθιά την ντροπή μέσα τους, βιώνουν ταυτοχρόνως μια έντονη και βαθιά πεποίθηση ότι είναι «ελαττωματικοί» και νιώθουν αφόρητα «ενοχικοί». Αισθάνονται ανάξιοι της προσοχής και της αγάπης των άλλων. Η ντροπή μπορεί επίσης να μας κάνει να νιώθουμε απομονωμένοι, να νιώθουμε, δηλαδή, ότι ξεχωρίζουμε αρνητικά από το πλήθος. Στους πρωτόγονους πολιτισμούς, οι άνθρωποι εξορίζονταν από τη φυλή τους, όταν παραβίαζαν τους κανόνες της κοινωνίας. Η ντροπή μετατρέπεται σε ένα συναίσθημα αυτοεξορισμού ανάμεικτό με το συναίσθημα της αναξιότητας και της ανεπάρκειας προς τους άλλους και την κοινωνία ευρύτερα.
Η σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση μπορεί να είναι μια ταπεινωτική εμπειρία, για να τη συνειδητοποιήσει/αποτιμήσει το θύμα στο δικό του μυαλό, πόσω μάλλον να την αναγνωρίσει και να την αναφέρει δημόσια. Τα θύματα της σεξουαλικής παρενόχλησης/κακοποίησης τείνουν να αισθάνονται ντροπή, επειδή ως ανθρώπινα όντα θέλουμε να πιστεύουμε ότι έχουμε τον έλεγχο τού τι συμβαίνει σε εμάς. Όταν αυτή η προσωπική μας δύναμη αμφισβητείται όπως συμβαίνει σε καταστάσεις είδους θυματοποίησης, τότε αισθανόμαστε ταπεινωμένοι. Πιστεύουμε ότι θα έπρεπε να μπορούσαμε να προστατεύσουμε τον εαυτό μας. Και επειδή δεν τα καταφέραμε, μάς κυριεύει ένα αίσθημα αδυναμίας. Αυτή η αδυναμία είναι που μας προκαλεί το συναίσθημα του εξευτελισμού, που οδηγεί στην ντροπή και σε μια εσωτερική μοναξιά.
Είναι κάποιες φορές ευκολότερο να κατηγορήσεις τον εαυτό σου για την αδυναμία σου παρά να παραδεχτείς ότι κάποιος άλλος σε κατέστησε αβοήθητο ή θύμα. Δικάζεις ουσιαστικά τον εαυτό σου για το έγκλημα, προσπαθώντας να μειώσεις την αξία ενός μοιραίου γεγονότος. Όταν κάτι τραυματικό συμβαίνει στη ζωή μας, μάς θυμίζει ότι στην πραγματικότητα δεν έχουμε πάντα τον έλεγχο των καταστάσεων, γεγονός που προκαλεί μεγάλο φόβο και ανασφάλεια μέσα μας. Μας αφαιρεί την ισορροπία και την αίσθηση ότι πατάμε γερά στη γη. Αυτά τα συναισθήματα είναι ενοχλητικά και μας κλονίζουν υπαρξιακά, έτσι προτιμάμε να κατηγορήσουμε τον εαυτό μας για τη θυματοποίησή μας, παρά να αποδεχτούμε ότι είχαμε χάσει τον έλεγχο της κυριαρχίας κατά τη διάρκεια του τραύματος. Η κυριαρχούσα αίσθηση ότι θα έπρεπε να κάνουν κάτι παραπάνω αντανακλά την επιθυμία των θυμάτων να ελέγξουν αυτό που δεν είναι υπό έλεγχο.
Ακόμα και σήμερα, οι γυναίκες κατηγορούνται ότι προκάλεσαν τη δική τους θυματοποίηση με σχόλια όπως «Τι περίμενε όταν ντύνεται έτσι;» και «Δεν έπρεπε να είχε πιει τόσο πολύ». Οι γυναίκες του 21ού αιώνα νιώθουν ντροπή. Οι γυναίκες νιώθουν ντροπή, όταν αντιμετωπίζουν εκδηλώσεις θαυμασμού από άνδρες στον δρόμο. Οι γυναίκες νιώθουν ντροπή, όταν οι άνδρες χλευάζουν το σώμα τους ή κάνουν δυσφημιστικές παρατηρήσεις σχετικά με το μέγεθος του στήθους ή της πλάτης τους. Οι γυναίκες νιώθουν ντροπή, όταν ολόκληρο το «είναι» τους μειώνεται ανάλογα με το πόσο ελκυστικό ή μη ελκυστικό ένα άλλο άτομο τα βρίσκει.
Αυτή η αίσθηση ντροπής έχει σωρευτικό αποτέλεσμα. Ανάλογα με το πόσο μια γυναίκα έχει ήδη ντροπιασθεί από προηγούμενη κακοποίηση ή από εκφοβισμό, μπορεί να επιλέξει να προσπαθήσει να ξεχάσει ολόκληρο το περιστατικό, να βάλει το κεφάλι της στην άμμο, στρουθοκαμηλίζοντας και να προσποιείται ότι δεν συνέβη ποτέ. Επιχειρεί να αποφεύγει οποιαδήποτε επαφή με το συγκεκριμένο συμβάν και προσπαθεί να επανέλθει στην καθημερινότητά της, σαν να μην έχει προηγηθεί ποτέ ένα τόσο τραυματικό γεγονός.
2. Άρνηση/ελαχιστοποίηση
Η τάση να κατηγορούν τον εαυτό τους και να κατακλύζονται από αισθήματα ντροπής οδηγεί στον επόμενο σημαντικό λόγο, για τον οποίο οι γυναίκες δεν προχωρούν μπροστά: άρνηση και ελαχιστοποίηση. Πολλές γυναίκες αρνούνται να πιστέψουν ότι η μεταχείριση που υπέστησαν ήταν στην πραγματικότητα καταχρηστική. Υποτιμούν το μέγεθος της ζημιάς της σεξουαλικής παρενόχλησης, ακόμη και σεξουαλικής κακοποίησης. Πείθουν τον εαυτό τους ότι «δεν ήταν μεγάλη υπόθεση». Όπως μου είπε μια ασθενής: «Ξέρω πολλές γυναίκες που βιάστηκαν βάναυσα και έχω φίλες που κακοποιήθηκαν σεξουαλικά στην παιδική τους ηλικία. Η σεξουαλική παρενόχληση από το αφεντικό μου δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με αυτό που πέρασαν αυτές οι γυναίκες. Είπα στον εαυτό μου να προχωρήσω και να ξεχάσω».
Δυστυχώς, μία άλλη ασθενής με επισκέφθηκε, διότι υπέφερε από κατάθλιψη. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί τη νύχτα, ήταν ανόρεκτη, είχε χάσει τα κίνητρά της και είχε απομονωθεί από τους φίλους και την οικογένειά της. Όταν εντοπίσαμε αυτά τα συμπτώματα, ανακαλύψαμε ότι όλα ξεκίνησαν μετά το περιστατικό σεξουαλικής παρενόχλησης. Η κατάθλιψη είναι μία από τις βασικότερες συνέπειες της σεξουαλικής παρενόχλησης ή κακοποίησης. Τα θύματα μπορεί να βιώσουν αυτο-αμφιβολία, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλή αυτοεκτίμηση και σε συνδυασμό με την απελπισία της κατάστασης, μπορεί να οδηγηθούν ακόμα και στην κατάθλιψη.
Επιπλέον είναι πολύ συχνές και οι δικαιολογίες που επικαλούνται οι γυναίκες για τους κακοποιητές τους. Για παράδειγμα: «ένιωσα λύπηση γι’ αυτόν» ή «σκέφτηκα ότι δεν είχε αρκετό σεξ στο σπίτι του» ή ακόμα και «ήξερα ότι δεν μπορούσε να βοηθήσει τον εαυτό του». Τέλος, οι γυναίκες πείθονται ότι είναι το πρώτο και μόνο θύμα του σεξουαλικού παρενοχλητή/θύτη.
Πρόσφατα, η Beverly Young Nelson πήγε στην τηλεόραση, για να περιγράψει την ιστορία της για το πώς ο γνωστός Ρόι Μουρ τής επιτέθηκε σεξουαλικά, όταν ήταν 16 ετών και είπε: «Νόμιζα ότι ήμουν το μόνο θύμα του Ρόι Μουρ». Ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν.
«Ξέρω πολλές γυναίκες που βιάστηκαν βάναυσα και έχω φίλες που κακοποιήθηκαν σεξουαλικά στην παιδική τους ηλικία. Η σεξουαλική παρενόχληση από το αφεντικό μου δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με αυτό που πέρασαν αυτές οι γυναίκες. Είπα στον εαυτό μου να προχωρήσω και να ξεχάσω».
3. Φόβος για τις συνέπειες
Ο φόβος των επιπτώσεων είναι ένα τεράστιο εμπόδιο που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες, όταν αναφέρουν σεξουαλική παρενόχληση ή κακοποίηση. Φόβος ότι θα χάσουν τη δουλειά τους, φόβος ότι θα χάσουν την αξιοπιστία τους, φόβος για τη σωματική τους ακεραιότητα. Πολλές μάλιστα δεν το αποκαλύπτουν, φοβούμενες ότι δεν θα τις πιστέψουν. Το γεγονός ότι το σεξουαλικό παράπτωμα είναι το πλέον αναφερόμενο έγκλημα, οφείλεται στην κοινή πεποίθηση ότι οι γυναίκες συνθέτουν αυτές τις ιστορίες, για να ελκύσουν την προσοχή. Σε περιπτώσεις θυμάτων με προφίλ «υψηλού κινδύνου», τα θύματα συχνά χαρακτηρίζονται ευκαιριακά, κατηγορούνται για τη δική τους θυματοποίηση και κάποιες φορές ακόμη τιμωρούνται για το ότι προχωρούν σε καταγγελία.
Ένας άλλος λόγος, για τον οποίο τα θύματα δεν το αναφέρουν ή καθυστερούν την αναφορά είναι ο φόβος για πιθανά «αντίποινα». Οι θύτες, απειλούν συχνά τις ζωές, τις δουλειές και τη σταδιοδρομία των θυμάτων τους. Πολλά θύματα, επίσης, φοβούνται τη θέση εξουσίας του θύτη και το πώς θα μπορούσε να την χρησιμοποιήσει. Όσοι έχουν αναφέρει σεξουαλική παρενόχληση ή επίθεση, ειδικά από ισχυρούς άντρες, ανέφεραν ότι έχασαν τη δουλειά τους και ότι η σταδιοδρομία ή η φήμη τους είχαν καταστραφεί. Η σεξουαλική παρενόχληση καλύπτει όλους τους κλάδους – τις τέχνες, τον αθλητισμό, την πολιτική, τα μέσα ενημέρωσης, την τεχνολογία, τον ακαδημαϊκό τομέα και τη βιομηχανία υπηρεσιών. Είναι μία πανταχού παρούσα έννοια και πράξη. Ένα πανταχού παρόν έγκλημα.
Ο φόβος των επιπτώσεων είναι ένα τεράστιο εμπόδιο που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες, όταν αναφέρουν σεξουαλική παρενόχληση ή κακοποίηση. Φόβος ότι θα χάσουν τη δουλειά τους, φόβος ότι θα χάσουν την αξιοπιστία τους, φόβος για τη σωματική τους ακεραιότητα. Πολλές μάλιστα δεν το αποκαλύπτουν, φοβούμενες ότι δεν θα τις πιστέψουν.
4. Χαμηλή αυτοεκτίμηση
Μερικά θύματα λόγω των χαμηλών επιπέδων αυτοεκτίμησής τους, δεν αντιλαμβάνονται τη σοβαρότητα του τραύματος. Δεν εκτιμούν ούτε σέβονται το σώμα τους ή τη δική τους ακεραιότητα στον βαθμό που πρέπει, οπότε, αν κάποιος τα παραβιάσει, υποτιμούν και παραμερίζουν το γεγονός.
Οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις/κακοποιήσεις πλήττουν την αυτοεκτίμηση και την αυτοεικόνα μιας γυναίκας. Ξεκινώντας από την πρώιμη παιδική ηλικία, το μέσο κορίτσι βιώνει ανεπιθύμητες σεξουαλικές παρατηρήσεις και γίνεται αποδέκτης σεξουαλικής συμπεριφοράς από αγόρια και άντρες του περιβάλλοντός του και μη. Παρατηρήσεις σχετικά με το σώμα της και τη σεξουαλικότητά της προέρχονται από αγόρια στο σχολείο ή από άνδρες στους δρόμους. Τα νεαρά κορίτσια σήμερα διαμαρτύρονται συνεχώς για εκφοβισμό και σχολιασμούς περί του σώματος και συγκεκριμένα των γεννητικών τους οργάνων. Ένας εκφοβισμός που ξεκινά από το σχολείο, συνοδεύοντας ακόμα και τη μετέπειτα πορεία τους στην κοινωνική ζωή. Ακόμα και ένα κορίτσι με υψηλή αυτοεκτίμηση δεν μπορεί να διατηρήσει την αίσθηση της ασφάλειάς του, εάν παραβιάζεται σεξουαλικά. Νιώθει τόση ντροπή που είναι δύσκολο να σηκωθεί και να βαδίσει με το κεφάλι ψηλά. Δεν μπορεί να θέσει γερά θεμέλια, για να κτίσει την αγάπη προς τον εαυτό της.
Ερευνητές σε μία πρόσφατη μελέτη διαπίστωσαν ότι η μεταχείριση των γυναικών ως σεξουαλικών αντικειμένων συμβάλλει στον περαιτέρω φόβο των γυναικών για πιθανή επικείμενη σεξουαλική παρενόχληση.
5. Συναισθήματα απελπισίας και ανικανότητας
Οι έρευνες έδειξαν ότι τα θύματα που δεν μπορούν να δουν διέξοδο από μια καταχρηστική κατάσταση, σύντομα αναπτύσσουν μια αίσθηση απελπισίας και αδυναμίας και αυτό με τη σειρά του συμβάλλει στην εγκατάλειψη και στην απροθυμία φυγής ή αναζήτησης βοήθειας. Συγκεκριμένα, αυτή η επίκτητη αδυναμία (ή αλλιώς «μαθημένη αβοηθησία») αφορά στην ψυχική κατάσταση που βιώνει ένα άτομο μετά την έκθεσή του σε ένα αναπόφευκτο κι έντονα οδυνηρό γεγονός, μέσα από την οποία μαθαίνει να παραιτείται από την προσπάθεια να αποφύγει τον πόνο, όντας αδύναμο να αντιδράσει. Αυτή η αδυναμία θεωρείται ότι είναι μία από τις βασικές αιτίες της κατάθλιψης.
Μια ιδέα που αναπτύχθηκε αρχικά από την έρευνα των ψυχολόγων Martin Seligman και Steven D. Meier, έδειξε ότι η εν λόγω αδυναμία είναι ένα φαινόμενο που αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι, όταν οι άνθρωποι αισθάνονται ότι δεν έχουν τον έλεγχο τού τι συμβαίνει, τείνουν απλώς να παραιτηθούν και να αποδεχτούν τη μοίρα τους. Γίνονται έρμαιο των συναισθημάτων και των σκέψεών τους. Οι γυναίκες αισθάνονται ότι είναι αχρείαστο να προχωρήσουν, επειδή έχουν δει τον τρόπο, με τον οποίο τους έχουν συμπεριφερθεί οι «άλλοι».
Οι γυναίκες που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση ή παρενόχληση αισθάνονται ιδιαίτερα ανίσχυρες, καθώς δεν έλαβαν τη δικαιοσύνη που χρειάζονταν τόσο απεγνωσμένα. Αυτοί οι φόβοι μπορούν να κάνουν τις γυναίκες να πιστεύουν ότι δεν υπάρχει πουθενά ελπίδα βοήθειας και έτσι αισθάνονται παγιδευμένες στην απελπισία τους. Περιβάλλονται από μία αίσθηση μοναξιάς και ανημποριάς, έλλειψη προστασίας από τη σεξουαλική παρενόχληση. Μια αίσθηση αβοηθητότητας και ανικανότητας για αλλαγή της κατάστασης, που τις κάνει να μην θέλουν να στραφούν σε φορέα υποστήριξης. Η έλλειψη αυτοεκτίμησης και το αίσθημα ντροπής τούς στερεί τη δύναμη και τους ακυρώνει την πεποίθηση ότι οι συνθήκες μπορούν να αλλάξουν.
Ορισμένες γυναίκες δεν έχουν τη συναισθηματική δύναμη να αντέξουν σε ένα έντονο χειρισμό, σεξουαλική πίεση ή σε απειλές απόρριψης. Παρ’ όλο που μπορεί να λάβουν προφυλάξεις κατά της σεξουαλικής επίθεσης, όπως να αποφεύγουν να περπατούν μόνες τη νύχτα, να αποφεύγουν την επαφή με τα μάτια, να μεταφέρουν σπρέι πιπεριού στις τσάντες τους, εντούτοις δεν απαλλάσσονται από τον φόβο τους. Ερευνητές σε μία πρόσφατη μελέτη διαπίστωσαν ότι η μεταχείριση των γυναικών ως σεξουαλικών αντικειμένων συμβάλλει στον περαιτέρω φόβο των γυναικών για πιθανή επικείμενη σεξουαλική παρενόχληση.
«Με την πάροδο του χρόνου απλώς παγώνω, όταν ένας άντρας προχωρεί στη σεξουαλική πράξη, ελπίζοντας ότι θα το σταματήσει ή θα φύγει». Αυτή η «παγωμένη αντίδραση» είναι κοινή για όσους κακοποιήθηκαν σεξουαλικά κατά την παιδική τους ηλικία.
6. Ιστορικό σεξουαλικής παραβίασης
Οι γυναίκες που έχουν ήδη τραυματιστεί από σεξουαλική κακοποίηση ως παιδιά ή από σεξουαλική κακοποίηση ως ενήλικες είναι λιγότερο πιθανό να μιλήσουν για μία δεύτερη σεξουαλική παρενόχληση. Η μέχρι τώρα αντικειμενοποίηση των γυναικών μπορεί να αυξήσει τον φόβο τους για πρόκληση σεξουαλικής βίας.
Εκείνοι που υπέστησαν προηγούμενη κακοποίηση πιθανότατα θα ανταποκριθούν σε προθέσεις σεξουαλικής παρενόχλησης πολύ διαφορετικά από τις γυναίκες που δεν έχουν κακοποιηθεί. Μια ασθενής μοιράστηκε: «Με την πάροδο του χρόνου απλώς παγώνω, όταν ένας άντρας προχωρεί στη σεξουαλική πράξη, ελπίζοντας ότι θα το σταματήσει ή θα φύγει». Αυτή η «παγωμένη αντίδραση» είναι κοινή για όσους κακοποιήθηκαν σεξουαλικά κατά την παιδική τους ηλικία. Και όπως προαναφέρθηκε, όσοι ήταν προηγουμένως θύματα είναι πιο πιθανό να σιωπήσουν για την κακοποίηση, καθώς μπορεί να είχαν ήδη βιώσει την εμπειρία, να μην είχαν λάβει οποιαδήποτε βοήθεια και ως εκ τούτου να μην πιστεύουν πια στην απόδοση δικαιοσύνης.
Μια γυναίκα δεν «δίνει» απλώς το σώμα της σε μια σεξουαλική παρενόχληση/κακοποίηση, δίνει ολόκληρη την ακεραιότητά της.
7. Έλλειψη πληροφοριών
Πρόσφατες στατιστικές δείχνουν ότι το 70 τοις εκατό των γυναικών υφίστανται σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία. Μία στις τέσσερις γυναίκες έχει παρενοχληθεί σεξουαλικά στον επαγγελματικό της χώρο. Ωστόσο, πολλές γυναίκες, ακόμη και υψηλού μορφωτικού επιπέδου, δεν είναι εκπαιδευμένες στο τι ακριβώς συνιστά την σεξουαλική παρενόχληση. Δεν την αναγνωρίζουν ως πραγματική απειλή, δεν καταλαβαίνουν πώς τους επηρέασε η σεξουαλική παρενόχληση ή η κακοποίηση, ούτε καταλαβαίνουν τις πραγματικές συνέπειες της μη αναφοράς του συμβάντος για βοήθεια. Τα συναισθηματικά αποτελέσματα αυτού του τύπου παρενόχλησης μπορεί να έχουν καταστροφικές ψυχολογικές επιπτώσεις, όπως:
-Άγχος
-Απώλεια αυτοεκτίμησης
-PTSD ( Μετατραυματικό Σύνδρομο ) - Μελέτες έχουν βρει μια σχέση μεταξύ των θυμάτων σεξουαλικής παρενόχλησης και των συμπτωμάτων PTSD, τα οποία προκαλούν στο θύμα την ψυχολογική αναβίωση του τραύματος
-Αυτοκτονικό ιδεασμό - Μελέτες δείχνουν ότι η σεξουαλική παρενόχληση μπορεί να οδηγήσει σε αυτοκτονική συμπεριφορά. Έως και 15 από 1.000 γυναίκες που μελετήθηκαν ανέφεραν ότι έκαναν απόπειρα αυτοκτονίας μετά από σεξουαλική παρενόχληση.
Πρόσφατες στατιστικές δείχνουν ότι το 70 τοις εκατό των γυναικών υφίστανται σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία. Μία στις τέσσερις γυναίκες έχει παρενοχληθεί σεξουαλικά στον επαγγελματικό της χώρο. Ωστόσο, πολλές γυναίκες, ακόμη και υψηλού μορφωτικού επιπέδου, δεν είναι εκπαιδευμένες στο τι ακριβώς συνιστά την σεξουαλική παρενόχληση.
8. Δυσπιστία, συναισθηματική αποσύνδεση ή ναρκωτική ουσία
Τέλος, μερικές φορές οι γυναίκες δεν αναφέρουν σεξουαλική παρενόχληση ή κακοποίηση, επειδή τη συγκεκριμένη στιγμή ήταν υπό την επήρεια ψυχοδραστικών ουσιών (ναρκωτικών ή αλκοόλ), τα οποία μπορεί να επηρεάζουν την πλήρη ανάμνηση του γεγονότος. Δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο να τους έχουν δοθεί εν αγνοία τους ή αναγκαστικά ναρκωτικά από τους θύτες. Γι’ αυτό πιθανόν να έχουν μόνο μία «αόριστη» μνήμη για το τι είχε συμβεί. Σε άλλες περιπτώσεις λόγω του ότι το τραύμα διαπράχθηκε καθόσον ήταν κάτω από την επήρεια ουσιών, τείνουν να αμφισβητούν την ίδιά τους τη μνήμη. Επίσης,όπως γνωρίζουμε, το τραύμα συχνά προκαλεί συναισθηματική και γνωστική αποσύνδεση στο θύμα, επηρεάζοντας την καθαρή γνώση και αντίληψή του.
Είναι κατανοητοί οι λόγοι για τους οποίους οι γυναίκες δυσκολεύονται να βρουν μια οδό βούλησης στο να εκκινήσουν την επιθυμία τους και έπειτα να την εκπληρώσουν, δηλαδή την απόφασή τους να μιλήσουν. Αυτές οι γυναίκες αξίζουν την αναγνώρισή μας και κυρίως τη συμπόνια μας. Οι γυναίκες πρέπει να ενθαρρύνονται για διαχείριση και αποσύνδεσή τους από την εσσωτερικευμένη τους ντροπή και μεταβίβαση αυτής της ντροπής στους ίδιους τους θύτες.
Αντί λοιπόν να συνεχίσουμε να επικεντρωνόμαστε στην προσπάθεια να καταλάβουμε γιατί τα θύματα δεν προχωρούν σε έγκαιρη αναφορά, θα ήταν πολύ πιο παραγωγικό να ρωτήσουμε «Γιατί επιτρέπουμε στους θύτες να συνεχίζουν να παρενοχλούν και να επιτίθενται σεξουαλικά σε ευάλωτα θύματα;».
Μια γυναίκα δεν «δίνει» απλώς το σώμα της σε μια σεξουαλική παρενόχληση/κακοποίηση, δίνει ολόκληρη την ακεραιότητά της.
Είναι κατανοητοί οι λόγοι για τους οποίους οι γυναίκες δυσκολεύονται να βρουν μια οδό βούλησης στο να εκκινήσουν την επιθυμία τους και έπειτα να την εκπληρώσουν, λαμβάνοντας την απόφαση να μιλήσουν. Αυτές οι γυναίκες αξίζουν την αναγνώρισή μας και κυρίως τη συμπόνια μας. Οι γυναίκες πρέπει να ενθαρρύνονται για διαχείριση και αποσύνδεσή τους από την εσσωτερικευμένη τους ντροπή και μεταβίβαση αυτής της ντροπής στους ίδιους τους θύτες.
-Δρ Φλώρης Στύλιος, Ψυχίατρος / Ψυχοθεραπευτής, Διευθυντής στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας Mind and Health
-Μαρία Γρηγορίου, Απόφοιτη Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Κύπρου, Μεταπτυχιακή φοιτήτρια Κλινικής Ψυχολογίας, Πανεπιστημίου South Wales, UK