Τα ενδημικά είδη (και υποείδη) της Κύπρου

Ο ενδημισμός του νησιού είναι πλούσιος. Μια συζήτηση με τον Δασικό Λειτουργό του Τμήματος Δασών και ερευνητή Χάρη Νικολάου ήταν αρκετή για να πάρουμε μια δυνατή γεύση από τα πιο σημαντικά είδη της ενδημικής πανίδας μας, την οποία και μοιραζόμαστε μαζί σας μέσα από τις σημαντικές πληροφορίες και τις εντυπωσιακές φωτογραφίες αυτού του άρθρου.

Article featured image
Article featured image
Τα πλείστα ζώα της Κύπρου έχουν αφροασιατική προέλευση εξού και το νησί διαθέτει αρκετά είδη, τα οποία δεν συναντώνται στην υπόλοιπη Ευρώπη.


«Η Κύπρος είναι ένα εντυπωσιακό μωσαϊκό βιοτόπων. Ένα μικρό νησί που έχει καταστεί καταφύγιο για πολλά είδη που δεν συναντώνται αλλού», μάς ανέφερε κύριος Χάρης Νικολάου, προσθέτοντας ότι «είναι επιτακτική η ανάγκη να διατηρήσουμε και να προστατέψουμε την πλούσια βιοποικιλότητα του τόπου. Η οικιστική και άλλη ανάπτυξη δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να γίνεται εις βάρος της άγριας ζωής. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι ένα “πάντρεμα” των δύο. Αν επενδύσουμε σε αυτόν τον τεράστιο φυσικό πλούτο που διαθέτουμε, το οικονομικό όφελος θα είναι επίσης τεράστιο».

Στη συζήτηση που κάναμε, ο κ. Νικολάου μάς μίλησε, μεταξύ άλλων, για τον πλούσιο ενδημισμό του νησιού λόγω της γεωγραφικής του απομόνωσης, αλλά και για το πόσο σημαντικό είναι για μια χώρα να έχει να επιδείξει πληθώρα ενδημικών ειδών. «Είναι και θέμα marketing σε κάποιο βαθμό», μάς εξήγησε ο κ. Νικολάου, τονίζοντας περαιτέρω ότι «η παρουσία πολλών ενδημικών ειδών δύναται να προσελκύσει το ενδιαφέρον μελετητών ανά το παγκόσμιο, δίδοντας ταυτόχρονη ώθηση και στον τουρισμό».

Σταθήκαμε, τέλος, στο πολύ σημαντικό κομμάτι της εκπαίδευσης του κόσμου, αφού στην Κύπρο η άγνοια οδήγησε πολλά είδη στην εξαφάνιση. Αναφέρουμε ενδεικτικά το ενδημικό υποείδος του νεροκότσυφα που εξαφανίστηκε για πάντα από τον πλανήτη τη δεκαετία του ‘60-’70, αλλά και τον μαύρο γύπα και τον κλόκκαρο, τα οποία, παρότι δεν είναι ενδημικά της Κύπρου, εξαφανίστηκαν για πάντα από το νησί.

Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: «Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι ένα ενδημικό είδος, αν χαθεί από τον τόπο μας, θα χαθεί για πάντα από όλο τον πλανήτη. Θα αποτελεί παρελθόν και θα στερήσουμε από τις επόμενες γενιές τη δυνατότητα να το ζήσουν και να το απολαύσουν. Χάνεται για πάντα ένας σημαντικός κρίκος της βιοποικιλότητας που η διατήρησή της είναι πιο επιτακτική από ποτέ».

Hemiechinus auritus dorotheae-Σκαντζοχοιρος.jpg
Hemiechinus auritus dorotheae - Σκαντζόχοιρος


Προϋπόθεση για να θεωρηθεί ένα είδος ως ενδημικό είναι να είναι μόνιμος κάτοικος της χώρας ή να αναπαράγεται μόνο σε αυτή.


Τι ορίζεται ως ενδημικό είδος

Ενδημικός θεωρείται ο οργανισμός που συναντάται μόνο σε μια γεωγραφική περιοχή ή χώρα και πουθενά αλλού στον κόσμο. O καθορισμός ενός είδους ως ενδημικού προκύπτει πλέον μέσα από μοριακές-γενετικές αναλύσεις και δεν βασίζεται, όπως γινόταν στο παρελθόν, μόνο σε μορφολογικά χαρακτηριστικά.

Στο παρελθόν, πριν η επιστήμη της Βιολογίας αναπτυχθεί, τα ενδημικά είδη καθορίζονταν εν πολλοίς από τα μορφολογικά τους χαρακτηριστικά, γεγονός, όμως, που οδηγούσε συχνά σε μη ασφαλή συμπεράσματα. Είναι εξαιτίας αυτού, μάλιστα, που παλαιότερα αναφέρονταν πολλά περισσότερα είδη ως ενδημικά της Κύπρου, τα οποία, όμως, στην πορεία αποδείχθηκε μέσω πιο εξειδικευμένων αναλύσεων ότι δεν ήταν. Υπάρχει, βέβαια, πλούσιο έδαφος για ανακάλυψη νέων ενδημικών ειδών. Αρκεί μόνο να πούμε ότι πολύ πρόσφατα, το 2006, ο κυπριακός ποντικός (Mus cypriacus) κατοχυρώθηκε ως ενδημικό είδος και ήταν μάλιστα το πρώτο ενδημικό θηλαστικό που περιγράφηκε τα τελευταία 100 χρόνια, ενώ ακόμη πιο πρόσφατα, το 2019, το θουπί από ενδημικό υποείδος έχει πλέον περιγραφεί ως ενδημικό είδος.

Σήμερα, για να αναγνωρισθεί ένα είδος ως ενδημικό πρέπει να εγκριθεί από επιτροπή αναγνωρισμένων επιστημόνων που ορίζονται από επιστημονικά περιοδικά. Οι εν λόγω επιτροπές, αφού εξετάσουν την εισήγηση μιας ομάδας επιστημόνων που μελέτησαν ένα συγκεκριμένο είδος και εξετάσουν τη μεθοδολογία και τα αποτελέσματα, μπορούν αναλόγως να αποδεχτούν τον διαχωρισμό ενός είδους ως ενδημικού. Υπάρχει, δηλαδή, μια ολόκληρη διαδικασία μέχρι να κατοχυρωθεί ένα είδος ως ενδημικό.

Ενδημικά είδη και υποείδη

Το ενδημικό είδος είναι αυτό του οποίου οι διαφορές είναι τέτοιες που το καθορίζουν ως ένα εντελώς διαφορετικό είδος από τα υπόλοιπα. Το ενδημικό υποείδος από την άλλη είναι εκείνο, το οποίο δεν παρουσιάζει τόσο εμφανείς διαφορές και έτσι κατατάσσεται στην κατηγορία του υποείδους. Ενδημικό υποείδος είναι, για παράδειγμα, το κυπριακό αγρινό (Ovis gmelini ophion) το οποίο αποτελεί είδος άγριου προβάτου. Πρόσφατα, επίσης, όπως ανέφερα και πιο πάνω, είχαμε την περιγραφή ενός νέου ενδημικού είδους στην Κύπρο, αφού το θουπί που ήταν μέχρι πρόσφατα ενδημικό υποείδος (Otus scops cyprius), κατοχυρώθηκε βάσει νέων γενετικών αναλύσεων ως είδος (Otus cyprius).

Γενικά, η εξέλιξη των μοριακών μεθοδολογιών δύναται να αλλάξει το στάτους αρκετών ειδών, εννοώντας ότι κάποια από τα ενδημικά υποείδη μεταπηδούν στην κατηγορία του είδους, ενώ άλλα παύουν να θεωρούνται ενδημικά. Για παράδειγμα το κυπριακό σκαθάρι (Propomacrus cypriacus) θεωρούνταν ενδημικό, αλλά πέρυσι βάσει νέας μελέτης υποστηρίχθηκε ότι δεν είναι ενδημικό, όπως και ο σταυρομύτης (Loxia curvirostra quillemardi), που θεωρούνταν ενδημικό υποείδος του νησιού, αλλά πριν από μερικά χρόνια βρέθηκαν πληθυσμοί στην Τουρκία και έτσι έπαψε να θεωρείται ενδημικό υποείδος της Κύπρου. Πέραν τούτων, υπάρχει και πλούσιο έδαφος για έρευνα, αφού συνεχώς νέα είδη περιγράφονται ως ενδημικά αλλά και αντίστροφα.

Θουπί-Otus cyprius.jpg
Θουπί - Otus cyprius


Η σημασία του ενδημισμού για την εκάστοτε χώρα

Είναι πολύ σημαντικό για μια χώρα να έχει να επιδείξει έναν πλούσιο ενδημισμό, αφού αυτό την καθιστά σημαντική από άποψη βιοποικιλότητας, περιβάλλοντος, κ.λπ. Θα λέγαμε ότι είναι και θέμα marketing σε κάποιο βαθμό, αφού η παρουσία πολλών ενδημικών ειδών δύναται να προσελκύσει το ενδιαφέρον μελετητών ανά το παγκόσμιο που φθάνουν στην εκάστοτε χώρα, για να δουν ζώα που δεν υπάρχουν αλλού. Με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται ο τουρισμός, ενώ έλκονται ερευνητικά προγράμματα και δίδονται κονδύλια από οργανισμούς ή την Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε να μελετηθούν είδη που δεν εμφανίζονται αλλού και σε περίπτωση που χαθούν, θα εξαφανιστούν για πάντα από τον πλανήτη.

Τα ενδημικά είδη, άλλωστε, λόγω και της ένταξής μας στην ΕΕ, έχουν ένα καθεστώς προστασίας πιο αναβαθμισμένο σε σχέση με άλλα είδη. Όταν ένα είδος κατοχυρωθεί ως ενδημικό, αποκτά την ίδια στιγμή αυστηρή προστασία και η χώρα-μέλος της ΕΕ υποχρεούται να δημιουργεί χώρους προστασίας των εν λόγω ειδών, όπως είναι, για παράδειγμα, το Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο Natura, ένα ευρύ ευρωπαϊκό δίκτυο προστατευόμενων φυσικών περιοχών για είδη χλωρίδας, πανίδας και οικοτόπων.

Ο πλούσιος ενδημισμός της Κύπρου

Η Κύπρος διαθέτει πλούσιο ενδημισμό –με το ποσοστό του ενδημισμού να αγγίζει το πολύ σημαντικό 10% του συνόλου των ζώων– λόγω της γεωγραφικής της απομόνωσης. Ως γνωστόν, τα φυτά και τα ζώα που ζουν σε γεωγραφικά απομονωμένες περιοχές έχουν την τάση να αναπτύσσουν ενδημικές μορφές.

Πριν από εκατομμύρια χρόνια η Κύπρος αναδύθηκε από τη θάλασσα, ενώ δεν ενώθηκε ποτέ με κάποια γειτονική χέρσο. Κατά τις περιόδους αυτές, η στάθμη της θάλασσας ήταν πολύ χαμηλότερη από τη σημερινή, επομένως, είτε κολυμπώντας, είτε επιπλέοντας πάνω σε κορμούς δέντρων, διάφορα ζώα μπόρεσαν να φθάσουν μέχρι το νησί και να το εποικίσουν. Έπειτα, οι εν λόγω πληθυσμοί απομονώθηκαν από τους υπόλοιπους γειτονικούς πληθυσμούς λόγω της νησιωτικής φύσης της Κύπρου. Μέσα από διεργασίες χιλιάδων χρόνων η γενετική σύσταση των πληθυσμών εν τέλει άλλαξε και τα είδη αναπτύχθηκαν σε ενδημικές μορφές.

Προϋπόθεση για να θεωρηθεί ένα είδος ως ενδημικό είναι να είναι μόνιμος κάτοικος της χώρας ή να αναπαράγεται μόνο σε αυτή. Έχουμε, βέβαια, δύο κλασικά παραδείγματα πουλιών της Κύπρου, τον τρυπομάζη και τη σκαλιφούρτα, που παρότι μεταναστεύουν, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, εντούτοις, επιστρέφουν στο νησί και αναπαράγονται μόνο εδώ, οπότε θεωρούνται ενδημικά.

Δημιουργία νάνων μορφών

Ο ενδημισμός στην Κύπρο πάει πολύ πίσω χρονικά. Συγκεκριμένα, έχουν βρεθεί σε διάφορες θέσεις στο νησί απολιθώματα νάνων ιπποπόταμων και νάνων ελεφάντων, που ζούσαν στο νησί μέχρι και πριν από 12.000 χρόνια. Τα μεγάλα αυτά ζώα λόγω του φαινομένου, γνωστού ως «νησιωτικός νανισμός» –φαινόμενο που θέλει τα μεγάλα θηλαστικά που ζουν σε νησιωτικά περιβάλλοντα να μικραίνουν σε μέγεθος–, ανέπτυξαν σταδιακά νάνες μορφές. Οι κυπριακοί ελέφαντες και ιπποπόταμοι, με την πάροδο χιλιάδων χρόνων και λόγω της απομόνωσής τους στο νησιωτικό περιβάλλον, εξελίχθηκαν σε ενδημικά ζώα της Κύπρου. Αιτίες του νανισμού στα νησιωτικά οικοσυστήματα είναι η μικρή έκταση των νησιών σε σχέση με τις ηπειρωτικές περιοχές που οδηγεί σε μειωμένη ανάγκη για πρόσληψη τροφής.

Αγρινό-Ovis gmelini ophion.jpg
Αγρινό - Ovis gmelini ophion


Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι ένα ενδημικό είδος, αν χαθεί από τον τόπο μας, θα χαθεί για πάντα από όλο τον πλανήτη.



Η ενδημική πανίδα του νησιού

ΘΗΛΑΣΤΙΚΑ

Αγρινό - Ovis gmelini ophion

Το πλέον εμβληματικό ενδημικό ζώο της Κύπρου, αλλά και το μεγαλύτερο θηλαστικό του νησιού. Πρόκειται, όπως προαναφέραμε, για ενδημικό υποείδος και όχι για είδος. Έφθασε στο νησί από την Ασία με τους πρώτους ανθρώπους, πριν από περίπου 10.000 χρόνια, με σκοπό να εκτραφεί και να χρησιμοποιηθεί για τη γούνα, το κρέας και το γάλα του. Κάποιοι οικόσιτοι πληθυσμοί διέφυγαν, δημιουργώντας άγριους πληθυσμούς. Εν τέλει, λόγω της γεωγραφικής απομόνωσης χιλιάδων χρόνων, το κυπριακό αγρινό ανέπτυξε διαφοροποίηση από τους υπόλοιπους πληθυσμούς αγρινών που συναντώνται σε άλλες περιοχές του κόσμου (βλ. Κορσική, Σαρδηνία κ.ά.), και εξελίχθηκε σε ενδημικό.

Σήμερα, ο πληθυσμός των αγρινών στην Κύπρο είναι γύρω στα 3.000 ζώα. Ζουν στο δάσος της Πάφου, το οποίο, για σκοπούς προστασίας του εν λόγω ζώου, βρίσκεται κάτω από το καθεστώς της μόνιμα απαγορευμένης περιοχής κυνηγίου, ήδη από την εποχή της Αγγλοκρατίας (1939), όταν οι αγγλικές Αρχές απαγόρευσαν διά νόμου το κυνήγι στην περιοχή, για να προστατεύσουν το αγρινό, του οποίου ο πληθυσμός είχε μειωθεί δραματικά λόγω της λαθροθηρίας. Σήμερα, είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι ο αριθμός των αγρινών άρχισε να μεγαλώνει, ενώ έχουμε έναν μόνιμο πληθυσμό, γύρω στα 200 ζώα, και στο δάσος Τροόδους, περιοχή στην οποία το ζώο όχι μόνο διαβιοί, αλλά και αναπαράγεται.

Η περίοδος ζευγαρώματος αρχίζει μέσα στον Νοέμβριο, ενώ μέσα στον Απρίλιο το θηλυκό αγρινό γεννά ένα, πολύ σπάνια δύο, μικρά. Πρόκειται για αρκετά ντροπαλό ζώο και δύσκολα προσεγγίζεται από τον άνθρωπο. Εντούτοις, αντιμετωπίζει αρκετούς κινδύνους, με κυριότερο ίσως τη λαθροθηρία, αφού το κρέας του θεωρείται πολύ ελκυστικό και δυστυχώς εμπορεύεται παράνομα. Επίσης, άλλοι κίνδυνοι εντοπίζονται στον κατακερματισμό των βιοτόπων του, αλλά και στη μετάδοση ασθενειών λόγω της συνβόσκησης –κυρίως στην περιοχή του Πύργου Τυλληρίας/Κάμπου Τσακκίστρας– με κοπάδια αιγοπροβάτων από τις κατεχόμενες περιοχές.

Ως αυστηρά προστατευόμενο είδος, το αγρινό τυγχάνει σημαντικής προστασίας, η οποία επιβάλλεται και νομοθετικά, αλλά και από την ΕΕ. Συγκεκριμένα, γίνονται έργα διαχείρισης, ώστε να ενισχυθεί ο πληθυσμός του, ενώ σημαντικές ενέργειες γίνονται για διατήρηση του δάσους σε καλή κατάσταση και για βελτίωση των συνθηκών διατροφής του με σπορές εντός του δάσους και τοποθέτηση ποτίστρων, ώστε να βρίσκει πιο εύκολα νερό. Για αρτιότερη προστασία του είδους από τη λαθροθηρία, αρκετοί δρόμοι κλείνουν με μπάρες, ώστε να αποτρέπεται η είσοδος στις εν λόγω περιοχές των λαθροθηρών. Τέλος, εννοείται ότι γίνονται τακτικές καταγραφές του πληθυσμού των ζώων, ενώ παρακολουθείται εξίσου τακτικά η κατάσταση της υγείας τους και ελέγχεται η συνβόσκηση με αιγοπρόβατα.

Κυπριακός ποντικός – Mus cypriacus

Όπως ήδη αναφέραμε, ο εν λόγω ποντικός κατοχυρώθηκε ως ενδημικό είδος μόλις το 2006. Δεν πρόκειται για τον γνωστό, οικόσιτο ποντικό (Mus musculus) που είναι πιο ευρέως γνωστός. Ο κυπριακός ποντικός διαβιοί κυρίως στην ύπαιθρο, μέσα σε χωράφια, αλλά και στα δάση. Συναντάται σε αρκετές περιοχές και εκτός από γενετικές διαφορές, παρουσιάζει και μορφολογικές διαφορές σε σχέση με τον οικόσιτο ποντικό: είναι λίγο πιο μεγάλος σε μέγεθος, ενώ έχει πιο χοντρή ουρά και πιο μεγάλα μάτια.

Κυπριακός ποντικός-Mus cypriacus.jpg
Κυπριακός ποντικός - Mus cypriacus

Κυπριακός ακανθοποντικός - Acomys nesiotes.jpg
Κυπριακός ακανθοποντικός - Acomys nesiotes


Κυπριακός Ακανθοποντικός – Acomys nesiotes

Κυπριακό ενδημικό είδος είναι άλλος ένας ποντικός, ο Κυπριακός Ακανθοποντικός - Acomys nesiotes, ο οποίος δεν πρέπει να συγχέεται με τη γνωστή σε όλους ποντίκα, Rattus rattus. Η προέλευση του ονόματος του γένους, Acomys, προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη «ακή», που σημαίνει αιχμή, αφού το εν λόγω ζώο έχει ακανθώδεις τρίχες, προσαρμογή, την οποία ανέπτυξε, για να προστατεύεται κυρίως από τα φίδια. Το δεύτερο συνθετικό του είδους, nesiotes, δόθηκε κατά την περιγραφή του ως ενδημικού του νησιού της Κύπρου.

Ο Κυπριακός Ακανθοποντικός παρότι περιγράφηκε ήδη από το 1903 από τη Βρετανίδα παλαιοντολόγο Ροδοθέα Μπέιτς, εντούτοις παραμένει σχετικά άγνωστο είδος στους περισσότερους κατοίκους της Κύπρου. Είναι, βέβαια, αμφίβολο εάν είναι σπάνιο είδος με πολύ μικρούς πληθυσμούς ή απλώς ο δύσκολος εντοπισμός του είναι συνέπεια του κρυπτικού τρόπου ζωής του. Γενικά, οι συνήθειες και ο τρόπος ζωής του διαφέρουν κατά πολύ από τα άλλα τρωκτικά είδη του νησιού. Παρ’ όλα αυτά, είναι σίγουρα ένα είδος που το καθεστώς διατήρησής του στο νησί χρειάζεται αναθεώρηση, αφού δεν περιλαμβάνεται σε καμία λίστα της εθνικής μας νομοθεσίας, αλλά ούτε και σε ευρωπαϊκές οδηγίες ή κανονισμούς.

Σκαντζόχοιρος - Hemiechinus auritus dorotheae

Πρόκειται για ενδημικό υποείδος, αρκετά κοινό στο νησί. Διαφέρει από τους πληθυσμούς των υπολοίπων χωρών τόσο μορφολογικά –έχει λίγο πιο μεγάλα αυτιά και είναι λίγο μεγαλύτερος σε μέγεθος– όσο και γενετικά, εμφανίζοντας γενετικές διαφορές που επιτρέπουν την κατάταξή του ως υποείδους. Ο κυπριακός σκαντζόχοιρος δεν έχει καμία σχέση με το ευρωπαϊκό είδος σκαντζόχοιρου, αλλά είναι πιο στενός συγγενής με τον σκαντζόχοιρο που υπάρχει σε χώρες, όπως η Τουρκία, η Συρία, ο Λίβανος, το Ισραήλ και η Αίγυπτος.

Αξίζει να αναφέρουμε στο σημείο αυτό ότι τα πλείστα ζώα της Κύπρου έχουν αφροασιατική προέλευση εξού και το νησί διαθέτει αρκετά είδη, τα οποία δεν συναντώνται στην υπόλοιπη Ευρώπη. Κλασικό παράδειγμα, μεταξύ άλλων, αποτελεί και ο νυχτοπάππαρος (φρουτονυχτερίδα), αφού η Κύπρος αποτελεί το μόνο ευρωπαϊκό κράτος, στο οποίο εμφανίζεται, γι’ αυτό και το εν λόγω είδος είναι αυστηρά προστατευόμενο τόσο από την εθνική νομοθεσία όσο και από ευρωπαϊκές οδηγίες και συμβάσεις.


ΠΟΥΛΙΑ

Τα πουλιά λόγω του ότι πετούν και αλλάζουν περιοχές, άρα μπορεί να αναπαραχθούν και με γειτονικούς πληθυσμούς του είδους τους, είναι πιο δύσκολο να αναπτύξουν ενδημικές μορφές. Εντούτοις, στην Κύπρο εμφανίζονται τρία ενδημικά είδη και τρία ενδημικά υποείδη πουλιών.

Θουπί – Otus cyprius

Το θουπί θεωρείτο ενδημικό υποείδος (Otus scops cyprius), αλλά πριν από έναν χρόνο αναγνωρίστηκε ως ξεχωριστό είδος, λαμβάνοντας την επιστημονική ονομασία Otus cyprius. Πρόκειται για ένα είδος μικρής κουκουβάγιας, του οποίου ο ενδημικός πληθυσμός είναι μόνιμος κάτοικος του νησιού, ενώ το νησί επισκέπτονται και πληθυσμοί από γειτονικές χώρες.

Τρυποράσιης ή Τρυπομάζης – Sylvia melanothorax

Είναι το πουλί που απεικονιζόταν στο κυπριακό δεκάλιρο. Πρόκειται για ενδημικό είδος της Κύπρου με μήκος γύρω στα 13 εκ. και γκριζόμαυρο χρώμα. Τα περισσότερα πουλιά του είδους μένουν στην Κύπρο καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, αν και μερικά μπορεί να φύγουν από το νησί, για να περάσουν τον χειμώνα σε άλλες χώρες. Επιστρέφουν, εντούτοις, για να αναπαραχθούν μόνο στην Κύπρο.

Σκαλιφούρτα -Oenanthe cypriaca.jpg
Σκαλιφούρτα - Oenanthe cypriaca


Σκαλιφούρτα – Oenanthe cypriaca

Επίσης, ενδημικό είδος, παρότι μεταναστευτικό. Πετά μέχρι το Σουδάν, όπου διαχειμάζει, αλλά, όταν έρθει η περίοδος αναπαραγωγής, όλοι οι πληθυσμοί επιστρέφουν στην Κύπρο και αναπαράγονται μόνο εδώ.

Και τα τρία αυτά είδη ενδημικών πουλιών παρουσιάζουν ικανοποιητικούς πληθυσμούς, αλλά εξακολουθούν να είναι αυστηρά προστατευόμενα, αφού ως ενδημικά ο κίνδυνος μείωσής τους είναι πάντα ορατός.

Δεντροβάτης - Certhia brachydactyla dorotheae

Πρόκειται για ενδημικό υποείδος. Ο δεντροβάτης ζει κυρίως στην οροσειρά του Τροόδους, είναι δηλαδή τοπικό ενδημικό. Ανεβοκατεβαίνει σε κορμούς δέντρων –εξού και η ονομασία δεντροβάτης– και έχει μεγάλο, γαμψό ράμφος, αφού τρέφεται με έντομα που βρίσκονται κυρίως μέσα στους φλοιούς των δέντρων. Τα τοπικά ενδημικά φέρουν επιπρόσθετες δικλίδες προστασίας, αλλά αποτελούν και πολύ εύτρωτα είδη λόγω ακριβώς του εντοπισμού τους μόνο σε μία συγκεκριμένη περιοχή.

sylvia melanothorax.jpg
Τρυποράσιης ή Τρυπομάζης – Sylvia melanothorax


Κίσσα - Garrulus glandarius glaszneri

Αρκετά κοινό ενδημικό υποείδος. Παλαιότερα η κίσσα ήταν θηρεύσιμη, επειδή έκανε ζημιές στις καλλιέργειες, αλλά λόγω του ενδημισμού η ΕΕ την έθεσε υπό αυστηρό καθεστώς προστασίας.

Πέμπετσος – Periparus ater cypriotes

Μικρό σε μέγεθος ενδημικό υποείδος της Κύπρου, το οποίο ζει συνήθως σε δασικές περιοχές και πάρκα. Συνήθως συναντάται σε υψόμετρα μεγαλύτερα των 500 μέτρων.


ΕΡΠΕΤΑ

Στην Κύπρο υπάρχει ένα ενδημικό είδος και ένα ενδημικό υποείδος φιδιού, ενώ στην κατηγορία των σαυρών έχουμε, επίσης, ένα ενδημικό είδος και ένα υποείδος.

Κυπριακό Φίδι – Hierophis cypriensis

Το εν λόγω ενδημικό είδος θεωρείτο παλαιότερα ότι απαντούσε μόνο στο δάσος της Πάφου, αλλά τελικά αποδείχθηκε ότι έχει πιο ευρεία εξάπλωση, αφού συναντάται στο δάσος του Μαχαιρά, της Λεμεσού, του Τροόδους, αλλά και σε πιο χαμηλές περιοχές. Παρά το γεγονός ότι δεν είναι ιδιαίτερα σπάνιο είδος, εντούτοις, πολύ λίγα πράγματα γνωρίζουμε γι’ αυτό, καθώς ο εντοπισμός του είναι δύσκολος. Είναι πολύ γρήγορο, ζει συνήθως σε χώρους με πυκνή βλάστηση, οι οποίοι βρίσκονται κοντά σε ρυάκια, ποταμούς και ρεματιές, ενώ δεν πλησιάζει σχεδόν ποτέ τις κατοικημένες περιοχές. Επίσης, υπάρχει μία επιπλέον δυσκολία που αφορά στην αναγνώρισή του, αφού συχνά συγχέεται με το μαύρο φίδι.

Kυπριακό φίδι -Hierophis cypriensis.jpg
Kυπριακό φίδι - Hierophis cypriensis


Κυπριακό Νερόφιδο – Natrix natrix cypriaca

Πρόκειται για ενδημικό υποείδος, εξαιρετικά σπάνιο. Πλέον συναντάται μόνο στη λίμνη του Παραλιμνίου και σε κάποιες περιοχές στις παρυφές της οροσειράς του Τροόδους.

Η λίμνη Παραλιμνίου, παρότι είναι προστατευόμενη περιοχή Natura και εξαιρετικής σημασίας βιότοπος, εντούτοις, έχει υποστεί σημαντική υποβάθμιση. Η ανεξέλεγκτη οικιστική ανάπτυξη στις όχθες της λίμνης, η αλόγιστη ρίψη απορριμμάτων, το σκοπευτήριο που λειτουργεί πλησίον της λίμνης, τα λύματα, οι παράνομες εκσκαφές, η πρόσβαση ακόμα και με τροχοφόρα έχουν οδηγήσει τον εύθραυστο πληθυσμό του νερόφιδου στα πρόθυρα του αφανισμού.

Κυπριακό νερεόφιδο-Natrix natrix cypriaca.jpg
Κυπριακό νερεόφιδο - Natrix natrix cypriaca


Συγκεκριμένα, οι πληθυσμοί του κυπριακού νερόφιδου είναι πολύ μικροί, πράγμα που προκαλεί ανησυχία ως προς την επιβίωση του είδους. Βάσει των τελευταίων εκτιμήσεων, υπολογίζεται ότι είναι κάτω από 500 άτομα. Ένας πληθυσμός, όμως, αυτού του μεγέθους παύει να είναι βιώσιμος, καθώς γίνονται αιμομιξίες, δηλαδή ζευγαρώνουν μεταξύ τους ζώα με συγγενική σχέση, γεγονός που οδηγεί στη γέννηση ασθενικών μονάδων και κατ’ επέκταση στη δημιουργία ασθενικών πληθυσμών.

Το νερόφιδο τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με βατράχους και πιο σπάνια με ψάρια. Είναι εντελώς ακίνδυνο είδος για τον άνθρωπο, καθώς δεν φέρει δηλητήριο. Αντίθετα, όταν νιώσει απειλή, προκειμένου να αμυνθεί, γυρίζει ανάποδα, κάνοντας το πεθαμένο ή εκκρίνει από τους αδένες του ένα πολύ δύσοσμο υγρό. Δυστυχώς πολλοί, λόγω άγνοιας, τα σκότωναν, με αποτέλεσμα τον αφανισμό τους από περιοχές, όπου παλαιότερα συνήθιζαν να ζουν, όπως είναι ο Φράκτης του Ξυλιάτου.

Σαύρα του Τροόδους - Phoenicolacerta troodica

Η ονομασία troodica δόθηκε, διότι, όταν η εν λόγω σαύρα πρωτοπεριγράφηκε, θεωρείτο ότι υπήρχε μόνο στο δάσος του Τροόδους, αν και έχει πολύ ευρεία εξάπλωση και είναι αρκετά κοινό είδος. Αρχικά ήταν ενδημικό υποείδος, ενώ έπειτα, με βάση πιο σύγχρονες γενετικές αναλύσεις, κατοχυρώθηκε ως είδος.

koyrkoutas.jpg
Κουρκουτάς – Laudakia stellio cypriaca


Κουρκουτάς – Laudakia stellio cypriaca

Παρότι πολύ λίγοι το γνωρίζουν, πρόκειται για ενδημικό υποείδος, επίσης, πολύ κοινό στην Κύπρο.


Λοιπά ενδημικά

Εκτός των προαναφερθέντων ζώων, υπάρχουν και αρκετά ενδημικά έντομα. Στην περίπτωση, βέβαια, των εντόμων ο εντοπισμός και η μελέτη τους εμπεριέχουν πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες, αν και στην Κύπρο συναντάται ένας πολύ μεγάλος αριθμός εντόμων που θεωρούνται ενδημικά του νησιού – συγκεκριμένα μερικές εκατοντάδες. Επίσης, εκ των 52 πεταλούδων που συναντώνται στην Κύπρο, οι εννιά είναι ενδημικές.

«Να προστατεύσουμε πληθυσμούς που κινδυνεύουν με εξαφάνιση»

Ενώ κάποια είδη όπως το νερόφιδο δυστυχώς κινδυνεύουν με εξαφάνιση, κάποια άλλα είδη, όπως είναι το αγρινό, μπορεί να διαθέτουν ικανοποιητικούς πληθυσμούς, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να επαναπαυόμαστε. Είναι αρκετή μία μεταδοτική ασθένεια, για να εξαφανιστούν για πάντα από την Κύπρο, αλλά και από τον πλανήτη. Πέραν, βέβαια, των ενδημικών ειδών είναι εξίσου σημαντικό να στρέψουμε την προσοχή μας και σε είδη, τα οποία μπορεί να μην είναι ενδημικά, αλλά κινδυνεύουν με εξαφάνιση. Τέτοια είναι ο γύπας, ο αετός, η χελώνα του γλυκού νερού και η φώκια που διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο αφανισμού. Επίσης, οι πληθυσμοί του νυχτοπάππαρου έχουν μειωθεί κατά 80% τα τελευταία χρόνια, αριθμώντας αυτήν τη στιγμή μόνο 1100 ζώα στην Κύπρο.

Πέραν των διαφόρων ενεργειών –ευρωπαϊκών ή τοπικών– που γίνονται για προστασία των εν λόγω ειδών, είναι εξαιρετικά σημαντικό να εμμένουμε στο κομμάτι της εκπαίδευσης του κόσμου. Στην Κύπρο, δυστυχώς η άγνοια οδήγησε πολλά ζώα στην εξαφάνιση. Το ενδημικό υποείδος του νεροκότσυφα (Cinclus cinclus olympicus), που ζούσε μόνο σε ποταμούς, εξαφανίστηκε για πάντα από τον πλανήτη τη δεκαετία του ‘60-’70. Ο μαύρος γύπας, παρότι δεν είναι ενδημικός της Κύπρου, εξαφανίστηκε από το νησί, όπως και ο κλόκκαρος, που ανήκει στην ίδια οικογένεια με τον κοράζινο.

πέμπετσος.JPG
Πέμπετσος – Periparus ater cypriotes


«Να επενδύσουμε στον εναλλακτικό τουρισμό»

Η Κύπρος είναι μια προικισμένη χώρα. Υπάρχουν χώρες πολύ μεγαλύτερες σε έκταση που όμως, δεν διαθέτουν τον ενδημισμό και την πλούσια βιοποικιλότητά της. Αυτά που έχουμε τη δυνατότητα να δούμε, κάνοντας ένα ταξίδι 1-2 ωρών, σε άλλες χώρες πρέπει να ταξιδεύεις μέρες, για να τα βρεις. Η Κύπρος, ούσα στο μέσο τριών ηπείρων, έχει κατοικηθεί από οργανισμούς και από τις τρεις, διαθέτοντας ζώα και γενικότερα είδη που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού.

Η Κύπρος είναι ένα εντυπωσιακό μωσαϊκό βιοτόπων που περιλαμβάνει ψηλά βουνά, αλλά και αμμοθίνες, κάμπους, ποτάμια οικοσυστήματα, θαλάσσιους γκρεμούς, σπηλιές και πολλά άλλα. Ένα μικρό νησί, το οποίο εξαιτίας όλων αυτών, έχει καταστεί καταφύγιο για πολλά είδη που δεν συναντώνται αλλού.

Το στοίχημα είναι να μπορέσουμε να διατηρήσουμε και να προστατεύσουμε όλο αυτό. Είναι μάλλον επιτακτική η ανάγκη να το πράξουμε. Η οικιστική και άλλη ανάπτυξη δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να γίνεται εις βάρος της άγριας ζωής. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι ένα «πάντρεμα» των δύο. Αν επενδύσουμε σε αυτόν τον τεράστιο φυσικό πλούτο που διαθέτουμε, το οικονομικό όφελος θα είναι επίσης τεράστιο.

Να επενδύσουμε, λοιπόν, στον εναλλακτικό τουρισμό. Τα golf, τις μαρίνες και τα πολυτελή ξενοδοχεία ο τουρίστας μπορεί να τα βρει και αλλού. Δίπλα από το ξενοδοχείο, όμως, είναι το μονοπάτι της φύσης που δεν θα το βρει εύκολα αλλού. Δίπλα από την παραλία είναι η άγρια φύση που θα του προσφέρει πρωτόγνωρα θεάματα. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: να εκτιμήσουμε αυτό που διαθέτουμε και να το «πουλήσουμε» αναλόγως.

Τέλος, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι ένα ενδημικό είδος, αν χαθεί από τον τόπο μας, θα χαθεί για πάντα από όλο τον πλανήτη. Θα αποτελεί παρελθόν και θα στερήσουμε από τις επόμενες γενιές τη δυνατότητα να το ζήσουν και να το απολαύσουν. Χάνεται για πάντα ένας σημαντικός κρίκος της βιοποικιλότητας που η διατήρησή της είναι πιο επιτακτική από ποτέ!



*Όλες οι φωτογραφίες παραχωρήθηκαν στη CITY από τον κ. Χάρη Νικολάου ,για τις ανάγκες του άρθρου.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ