Μίλα μου
Αναστασία, μπορεί η ασχήμια να μετατραπεί σε Τέχνη;
Ο Χρήστος Μιχάλαρος συνάντησε την Αναστασία Δημητριάδου, η οποία άνοιξε την ψυχή της σε μια συζήτηση χωρίς ιδιαίτερα στεγανά.
Κείμενο/ Φωτογραφίες/ Βίντεο: Χρήστος Μιχάλαρος
Αρχική δημοσίευση: People of Cyprus
Τη λένε Αναστασία Δημητριάδου. Είναι σχεδόν 26 ετών και υπογράφει την τέχνη της ως «Nama Dama». Γεννήθηκε στη Λευκωσία, ανήμερα Χριστουγέννων του 1995. Αποφοίτησε από το Λύκειο Αγίου Γεωργίου Λακατάμειας, το οποίο διέθετε εκκλησάκι για να κοινωνούν οι μαθητές. Κοινωνούσε κι εκείνη. Το αγαπημένο της χρώμα είναι το μπλε της θάλασσας. Από μικρή ήθελε να γίνει μουσικός. Κι έγινε.
Γνωστή στον πολύ κόσμο έγινε μέσα από τα γνωστά περιστατικά της πορείας «Ως δαμέ». Κακώς. Πρόκειται για μια από τις πιο ταλαντούχες μουσικούς που εκτρέφονται αυτήν τη στιγμή στα μικρά μαγαζάκια τη Κύπρου, εκεί όπου όμοιοι συναντούν τους όμοιούς τους και μαζί αρμονικά άλλους, διαφορετικούς. Παρέες που αλληλεπιδρούν και κάνουν Τέχνη μέσα από τη ζωή, χωρίς μεγαλεπήβολες ψευδαισθήσεις.
Ζυμώσεις με προοπτική και αγνά υλικά.
Καθόμαστε λοιπόν και τα λέμε σε ένα καφέ που τυγχάνει να αγαπάμε και οι δυο. Πεταγόμαστε από το ένα θέμα στο άλλο, όπως επιτάσσει ο σεβασμός στους συνειρμούς κάθε είδους. Εκείνη απαντάει με κάποιες αγγλικές σφήνες. Την ρωτάω ποια είναι η ερώτηση που δεν θα ήθελε με τίποτα να απαντά όταν την ρωτούν. Αλήθεια, δεν ξέρω πώς μου κατέβηκε να ρωτήσω κάτι τέτοιο.
«Είμαι ανοιχτή σε πολλά θέματα, αλλά πάντα με ενδιαφέρει ο σκοπός. Θέλω να ξέρω από πριν ποιος είναι ο σκοπός της ερώτησης». Ποιος πιστεύει όμως ότι είναι ο σκοπός της σημερινής μας κουβέντας; «Μάλλον ένας συνδυασμός των γεγονότων στη Μακαρίου, η Τέχνη και το πώς η ασχήμια μπορεί να μετατραπεί σε Τέχνη».
Άραγε μπορεί;
«Μπορεί. Αποφεύγω γενικώς αυτό το παράδειγμα, αλλά τώρα θα το δώσω. Σκέψου το Ολοκαύτωμα. Γράφτηκαν πάρα πολλά έργα πάνω σε αυτό, όπως και πάνω στη Γενοκτονία των Αρμενίων. Έτσι και μετά τη διαδήλωση στη Λευκωσία -χωρίς σε καμία περίπτωση να θέλω να τα εξισώσω- πολλά παιδιά έγραψαν μουσική πάνω στα γεγονότα, ο Γιώργος Γαβριήλ ζωγράφισε πίνακες, εγώ έκανα το short movie “Nama Dama – Ode to a Naked King“. Η ασχήμια και τα κακά πράγματα μπορούν να εμπνεύσουν περισσότερο έναν καλλιτέχνη, όπως και η κτηνωδία. Ίσως επειδή τα καλά πράγματα τα έχουμε ως δεδομένα: την οικογένεια, τους φίλους μας, τον καφέ που πίνουμε… είναι ωραία πράγματα, αλλά αποσυνδεόμαστε από αυτά επειδή τα συνηθίζουμε. Δεν λέω ότι είναι ο πιο σωστός τρόπος να πράττεις σε θέμα έμπνευσης και Τέχνης, αλλά για κάποιο λόγο αντιδρούμε πιο έντονα στο κακό. Ίσως επειδή μπαίνουμε σε κίνδυνο, ίσως επειδή έχουμε ακόμα και τους εαυτούς μας για δεδομένους. Όταν γίνεται κάτι όμως εντελώς έξω από την εξίσωση του εαυτού μας ενεργοποιείται ένας τέτοιος μηχανισμός διαχείρισης».
Η ασχήμια και τα κακά πράγματα μπορούν να εμπνεύσουν περισσότερο έναν καλλιτέχνη, όπως και η κτηνωδία. Ίσως επειδή τα καλά πράγματα τα έχουμε ως δεδομένα: την οικογένεια, τους φίλους μας, τον καφέ που πίνουμε… είναι ωραία πράγματα, αλλά αποσυνδεόμαστε από αυτά επειδή τα συνηθίζουμε.
Παρακολουθώ τις κινήσεις της. Σχεδόν νευρικές, αλλά όχι αγχωμένες. Μιλάμε λες και δεν υπάρχει ανάμεσά μας η ηχογράφηση, παρά μόνο ένα πακέτο καπνός και ένα κινητό που ηχογραφεί. Σκέφτομαι: υπάρχει άραγε ένα γεγονός που ήρθε στη ζωή της και να την ταρακούνησε τόσο πολύ, όσο περιγράφει; Ίσως το περιστατικό με τους αστυνομικούς;
«Το περιστατικό το είχα συζητήσει τότε με τον φίλο, επίσης μουσικό, Λευτέρη Μουμτζή. Δεν ήμουν καλά ψυχολογικά ήδη αρκετό καιρό πριν, για άσχετους λόγους. Μου λέει, λοιπόν, δεν σκέφτηκες ότι αυτό που έγινε ίσως είναι κι ένας καθρέφτης του εσωτερικού σου κόσμου, ότι ήταν το κάρμα που σου έλεγε “κόρη ξύπνα, τι κάμνεις;”. Με ρωτάς αν πιστεύω στο κάρμα. Πιστεύω στην τύχη. Μπορεί κάποιος να γεννηθεί τυχερός, υπάρχουν κάποιοι που είναι σχεδόν πάντα τυχεροί: γεννήθηκαν σε μια καλή οικογένεια που οι γονείς τους δεν ήταν μαλάκες, που τους δόθηκαν ευκαιρίες, που οι συγκυρίες τούς έχουν βοηθήσει πολύ. Υπάρχουν και άλλοι που είναι πάντα σε μια πιο δεύτερη θέση, μια υποδεέστερη κατάσταση».
Ξαφνικά γίνεται σκεφτική, ίσως φοβισμένη, δεν ξέρω, δεν την έχω αποκωδικοποιήσει ακόμα. Την ρωτάω ποιος είναι ο μεγαλύτερός της φόβος.
«Νομίζω δεν έχω. Για μένα κανένας. Αλλά δεν θέλω να πάθει κάτι ο αδερφός μου. Όλα τα άλλα δεν τα φοβάμαι, αλλά επειδή είμαι σαν μάνα και σαν αδερφή του, γι’ αυτό έχω αυτό τον φόβο. Τι άλλο θες να μάθεις για μένα; Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Λευκωσία, στα προάστια, στη Λακατάμια, μέσα στα δέντρα. Η οικογένειά μου ήταν ανέκαθεν διπολική. Η μάνα μου θρήσκα, Χριστιανή Ορθόδοξη, με προσευχή πρωί-βράδυ. Ηθοποιός στο θέατρο, πάντα μας έβαζε να ακούμε κλασική μουσική. Ο πατέρας μου είναι vegan, κάνει meditation, yoga και όλα αυτά. Οι δυο μου γονείς είναι δυο πολύ διαφορετικοί κόσμοι κι έτσι μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον κράμα από πολλά περιβάλλοντα.
Το ψάξιμο το ξεκίνησα μόνη μου. Ξέρεις τι με βοήθησε πολύ; Το Πανεπιστήμιο Κύπρου. Όταν πήγα, είδα τους ακαδημαϊκούς, γνώρισα κόσμο και τρελάθηκα. Σπούδασα Μετάφραση στο Τμήμα Ανθρωπιστικών Σπουδών. Εκεί είδα τον κόσμο του βάθους, θα έλεγα, ανθρώπους που διάβαζαν, που έκαναν research κάθε μέρα, που είχαν πολλά πράγματα να μου προσφέρουν και μου πρόσφεραν. Εκεί γνώρισα τους πρώτους μουσικούς.
Ποιος ήταν ο πρώτος-πρώτος; Ο Αντρέας, ο οποίος πλέον έχει πολύ μεγάλη σχέση με τη θρησκεία. Κάναμε μαζί το πρώτο folk-metal band, κάτι που δεν είχε ξαναγίνει στην Κύπρο. Έχεις υπόψη σου το είδος; Τσέκαρε το γκρουπ Daemonia Nymphe, είναι Έλληνες που ζουν στο Λονδίνο εδώ και χρόνια. Τα τραγούδια τους είναι σε αρχαιοελληνικούς στίχους, τους οποίους είτε βρήκαν σε αρχαία κείμενα, είτε έγραψαν οι ίδιοι, με απίστευτες μελοποιήσεις και χορούς πάνω στη σκηνή. Είναι απίστευτοι, σπουδαίοι. Κι εγώ έχοντας ως έμπνευση αυτούς, προσπάθησα να κάνω κάτι ανάλογο εδώ στην Κύπρο. Βρήκαμε, λοιπόν, άλλους 3-4 μουσικούς και κάναμε τον πρώτο μας δίσκο. Λέγαμε ιστορίες, εξιστορούσαμε γεγονότα και γράφαμε τη δική μας λογοτεχνία. Concept band, concept album, concept τα πάντα. Μια καλή ημέρα όμως, καθώς ηχογραφούσαμε, με παίρνει τηλέφωνο ο Αντρέας και μου λέει “το γύρισα”. Έγινες gay; του απαντώ. Έγινα Χριστιανός Ορθόδοξος και δεν ξέρω αν τα λόγια που γράφουμε για τα τραγούδια μας είναι χριστιανικά. Πρέπει να το ελέγξω”. Σηκώθηκε, λοιπόν και πήγε στο Σταυροβούνι και ρώτησε τον ηγούμενο να του πει αν τα τραγούδια ήταν χριστιανικά ή σατανιστικά. Τα βλέπει λοιπόν ο ηγούμενος και του λέει: μην τρελαίνεσαι, δεν έχουν τίποτα τα τραγούδια. Εγώ όμως ξενέρωσα, δεν μπορείς να υπάρξεις καλλιτεχνικά αν πρέπει να πάρεις το ΟΚ από έναν ηγούμενο…».
Είχα όνειρα, είχα στόχους, αλλά αν δεν βρίσκονταν κάποιοι άνθρωποι στον δρόμο μου δεν θα μπορούσα να τα καταφέρω. Και τους λέω ευχαριστώ ή και συγγνώμη όταν πρέπει. Πάντα το κάνω. Λέω και σ’ αγαπώ. Πάντα λέω εύκολα σ’ αγαπώ γιατί πολύ απλά αγαπώ πολύ εύκολα. Αγαπώ τους ανθρώπους γύρω μου.
Της ζητώ μερικά αυτονόητα, να μου εξιστορήσει ας πούμε πώς προέκυψε η πρώτη επαφή της με τη μουσική. Προς το παρόν την έχω δει να παίζει πιάνο, αυλό και μπεντίρ. Και να τραγουδά, ασφαλώς.
«Πάντα τραγουδούσα, το όργανό μου είναι η φωνή μου. Έκανα μαθήματα για χρόνια, πήρα και το δίπλωμα, αλλά δεν έπαιζα κάποιο όργανο. Έκανα 1-2 χρόνια μαθήματα κλασικού πιάνου, όμως σταμάτησα. Δεν είχα υπομονή. Έχω μέχρι και σήμερα μια clavinova στο πατρικό μου, αλλά όλα τα πλήκτρα είναι σπασμένα. Δεν ήθελα να παίζω Μπαχ και Μότσαρτ, δεν ήθελα να παίζω τέτοια πράγματα. Έτσι χτυπούσα με δύναμη τα πλήκτρα μέχρι να τα διαλύσω. Πήγαινα στα μαθήματα και μου έλεγαν “αυτό πρέπει να μάθεις”. Κανείς δεν με ρώτησε τι ήθελα. Δεν ήξερα καν τι ήθελα να παίζω, ήμουν μωρό. Σαν αντίδραση χτυπούσα τα πλήκτρα. Η μάνα μου ακόμα μού το θυμίζει. Η δασκάλα μου ήταν Ρωσίδα και είχε ένα physical attack για να επιβάλει τι πρέπει και τι δεν πρέπει στο μάθημα. Δεν έφαγα και ιδιαίτερο ξύλο, αλλά υπήρχε ένας εκφοβισμός. Δεν μου άρεσε το κλίμα, αυτή η μη εμπιστοσύνη προς τον καθηγητή, αλλά και η δική μου αδυναμία. Επίσης, δεν μου άρεσε και η ίδια η μουσική που έπαιζα».
Πάμε πίσω στις ρίζες για λίγο. Ένιωσα ότι χρειαζόμουν ένα μίνι γενεαλογικό δέντρο για να βγάλω άκρη. Τελικά, βοήθησε κάπως για να τη χαρτογραφήσω λίγο καλύτερα.
«Ο παππούς και η γιαγιά μου γνωρίστηκαν στη Μόσχα, σε ένα community Ελλήνων. Ο παππούς Κυπραίος, τον είχε στείλει το κόμμα για να σπουδάσει γιατρός και η γιαγιά Πόντια Γεωργιανή, η οποία είχε πάει να σπουδάσει Χημικός. Έκαναν λοιπόν εκεί τον πατέρα μου και ήρθαν Κύπρο, έζησαν εδώ, αλλά όλοι μιλούσαν ρωσικά. Μιλάω κι εγώ, αυτή είναι η μητρική μου γλώσσα. Μετά ο πατέρας μου γνώρισε τη μάνα μου στην Ουκρανία (είναι Ουκρανή) και την έφερε Κύπρο. Τέλος πάντων, στο σχολείο όταν ήμουν ένιωθα διαφορετική».
Διαφορετική ή ξένη;
«Διαφορετική, όχι ξένη. Είχα “κυπριακότητα” μέσα μου, αλλά όχι στον ίδιο βαθμό με τα άλλα παιδιά. Φίλους δεν έκανα εύκολα, ήμουν εσωστρεφής μέχρι το κόκαλο. Δεν ξέρω γιατί. Τώρα τα πράγματα είναι πιο εύκολα, τώρα μου αρέσει να κάνω φίλους. Η μουσική με βοήθησε. Όταν είσαι μουσικός δεν μπορείς να είσαι μόνος σου. Αν δεν την έχεις, αναγκάζεσαι να αποκτήσεις αυτήν την κοινωνικότητα. Για να κλείσεις συναυλίες, να κάνεις συνεργασίες, για να παίξεις με μπάντα, πρέπει να επικοινωνείς με τον άνθρωπο που είναι δίπλα σου και απέναντί σου. Είναι υπέροχο πράγμα για όποιον το έχει έμφυτο, αλλά εγώ δεν το είχα, οπότε έπρεπε να το αποκτήσω. Δεν είναι σα να είσαι σε εργοστάσιο και κάνεις μια συγκεκριμένη δουλειά ή σε ένα γραφείο. Απαιτεί “people” skills αυτό που κάνω».
Γι’ αυτό σου λέω ότι υπάρχει σύνδρομο κατωτερότητας και σχεδόν όλοι αυτοσαμποτάρονται μέσα στην κοινωνία. Και οι ίδιοι οι μουσικοί αυτοσαμποτάρονται. Ακόμα κι εγώ. Νιώθουμε ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί, ενώ είμαστε, έχουμε όλα τα εφόδια.
Πολλές συσσωρευμένες δυσκολίες προκύπτουν σταδιακά μέσα από την αφήγηση. Τη ρωτάω ποια ήταν η μεγαλύτερη που αντιμετώπισε στη ζωή της. Αν, φυσικά είναι κάτι που μπορεί να μοιραστεί. Δεν λέγονται και όλα σε μια συνέντευξη με ανοιχτό το REC.
«Ο εαυτός μου μάλλον. Σήμερα ξέρω ότι μπορώ να κάνω πράγματα, ότι αν θέλω κάτι μπορώ να πάω να το τραβήξω, να το πιάσω. Όμως παλιά δεν πίστευα στον εαυτό μου, έλεγα ότι αυτό που ήθελα δεν ήταν για μένα. Είχα όνειρα, είχα στόχους, αλλά αν δεν βρίσκονταν κάποιοι άνθρωποι στον δρόμο μου δεν θα μπορούσα να τα καταφέρω. Και τους λέω ευχαριστώ ή και συγγνώμη όταν πρέπει. Πάντα το κάνω. Λέω και σ’ αγαπώ. Πάντα λέω εύκολα σ’ αγαπώ γιατί πολύ απλά αγαπώ πολύ εύκολα. Αγαπώ τους ανθρώπους γύρω μου».
Η απογοήτευση;
«Πέρασα μια περίοδο της ζωής μου να απογοητεύομαι κάθε μέρα και από τον εαυτό μου και από το περιβάλλον μου. Πλέον όχι. Είτε έπαθα ανοσία, είτε πραγματικά κατάλαβα ότι δεν πρέπει να μπλέκω με λάθος ανθρώπους. Ας το θέσω έτσι».
Ξέρω ότι θα ακουστώ σαν γκρινιάρης πατέρας, αλλά τολμώ να τη ρωτήσω με το πιο δήθεν ύφος που μπορώ να διαθέσω εκείνη τη στιγμή: καλή η Τέχνη κορίτσι μου, αλλά πώς βγάζεις τα προς το ζην; Η μουσική στην Κύπρο, όπως και στις περισσότερες χώρες, δεν είναι ένα επάγγελμα που τρέφει τις μάζες, αλλά επικρατεί ένα status που μοιάζει περισσότερο με χόμπι. Όλοι κάτι άλλο πρέπει να κάνουν παράλληλα για να μπορούν να πληρώνουν τους λογαριασμούς τους.
«Είμαι γραμματέας, δουλεύω σε ένα ιατρείο. Γενικώς κάνω τέτοιες δουλειές για το paycheck στο τέλος του μήνα κι όταν σχολάω από εκεί… επιστρέφω στην άλλη μου δουλειά (εννοεί τη μουσική). Άρα μπορείς να θεωρήσεις ότι κάνω δυο δουλειές. Βαρετό μεν, αλλά από τη μια έχω ένα σταθερό εισόδημα, από την άλλη κάνω αυτό που θέλω. Ίσως κάποτε να μπορέσω να βιοπορίζομαι μόνο από τη μουσική, υπάρχει αυτή η πιθανότητα. Από μένα εξαρτάται».
Ζητώ εξηγήσεις: τι σημαίνει ότι εξαρτάται από εκείνη; Αποκλειστικά από εκείνη; Δεν παίζει ρόλο ότι βρίσκεται σε μια χώρα όπως η μικρή Κύπρος όπου τα πράγματα είναι εκ των πραγμάτων κάπως περιορισμένα;
«Η Κύπρος μπορεί να βγάλει καλούς μουσικούς και αυτό το πιστεύω ακράδαντα. Βγάζει ήδη. Έκανα πολλές σκέψεις γι’ αυτό το θέμα και κατέληξα ότι μάλλον το πρόβλημα είναι το σύνδρομο κατωτερότητας που έχει ο μέσος Κυπραίος, κυρίως λόγω Ιστορίας, πολιτικής κατάστασης ή ακόμα και της γεωγραφίας. Σκεφτόμαστε ότι εμείς δεν είμαστε σαν όλους τους άλλους. Πολλές φορές ακούς τη φράση “για κυπριακή παραγωγή είναι πάρα πολύ καλό”. Καλά, οι Κυπραίοι δεν είναι άνθρωποι, δεν έχουν ανησυχίες; Κανένας δεν θα έλεγε όμως ότι “για Λονδίνο καλό είναι” ή “για Τορόντο είναι τέλειο”. Γι’ αυτό σου λέω ότι υπάρχει σύνδρομο κατωτερότητας και σχεδόν όλοι αυτοσαμποτάρονται μέσα στην κοινωνία. Και οι ίδιοι οι μουσικοί αυτοσαμποτάρονται. Ακόμα κι εγώ. Νιώθουμε ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί, ενώ είμαστε, έχουμε όλα τα εφόδια. Όπου και να γεννηθείς έχεις τη δυνατότητα να κάνεις τη διαφορά στην κοινωνία σου. Απλώς η κοινωνία σου προσπαθεί πάντα να σε καλουπώσει και να σε καταπιεί».
Το δεξί μάτι είναι καλά. Το αριστερό έχει μόνιμο distortion of vision, μερικές φορές μπορεί να δω καμιά τελίτσα ή κάποια σκιά. Αλλά ως εκεί. Δεν έχω τύφλωση. Είμαι καλά.
Ποιο είναι το καλύτερο και το χειρότερο πράγμα που έχει η Κύπρος; Περίμενα πολύ διαφορετικές απαντήσεις, στο όριο του ρομαντισμού. Αλλά προσγειώθηκα απότομα.
«Η ζιβανία (γελάει). Και το χειρότερο ο Αρχιεπίσκοπος (δεν γελάει καθόλου…). Κοίτα, προσωπικά δεν μου έχει κάνει κάτι, αλλά θεωρώ ότι έχει κάνει τεράστια ζημιά στη συνείδηση του έθνους. Κάνει τεράστια ζημιά με τις πράξεις του. Εκμεταλλεύεται καταστάσεις και δεν είναι ένας τίμιος και ειλικρινής άνθρωπος, he doesn’ t do what he preaches, πρεσβεύει κάτι, αλλά ο ίδιος δεν το πράττει. Σαν να λες ότι είσαι της υγιεινής διατροφής και να λες σε όλους να τρώνε υγιεινά κι εσύ στο τέλος να τρως junk food έξι φορές την ημέρα. Γι’ αυτό δεν τον πάω, γιατί δεν είναι ειλικρινής. Δεν είμαι έτσι με όλους τους παπάδες. Στο σχολείο για παράδειγμα είχαμε έναν πολύ καλό. Κοίτα, δεν έχω πάρε-δώσε με τη θρησκεία, είμαι αγνωστικίστρια, αλλά έχω γνωρίσει πολλούς παπάδες που ήταν cool κι εντάξει και open. Κάθονται να σε ακούσουν και δεν σε κρίνουν. Είναι σε ανθρώπινα levels».
Την κοιτάω στα μάτια. Θέλω εδώ και ώρα (αν και όχι εξαρχής) να τη ρωτήσω πώς πάνε τα μάτια της, αυτά τα μάτια που τραυμάτισε ο «Αίαντας» της Αστυνομίας. Ξεκίνησε να σκοτεινιάζει και παρατηρώ ότι δυσκολεύεται κάπως να κρατήσει το βλέμμα της συγκεντρωμένο.
«Το δεξί μάτι είναι καλά. Το αριστερό έχει μόνιμο distortion of vision, μερικές φορές μπορεί να δω καμιά τελίτσα ή κάποια σκιά. Αλλά ως εκεί. Δεν έχω τύφλωση. Είμαι καλά».
Ρωτάω για το περιστατικό. Πώς νιώθει τώρα που έχουν περάσει κάποιοι μήνες, που υπάρχει απόσταση από τα γεγονότα, από τον τραυματισμό της, από τις διαστάσεις που πήραν όσα έγιναν.
«Μερικές φορές νιώθω ότι δεν έγινε σε εμένα αυτό το πράγμα. Έχω αποστασιοποιηθεί εντελώς από την κατάσταση και νομίζω ότι καλά έκανα. Δεν θα είμαστε στα πατώματα συνέχεια επειδή έγινε αυτό που έγινε. Το έχω κάπως ξεπεράσει, αλλά τώρα θα αναγκαστώ να ξαναμπώ μέσα σε αυτή την ιστορία καθώς θα αρχίσει το δικαστήριο. Πρέπει να προετοιμαστώ. Τι περιμένω από το πόρισμα; (σ.σ. η συζήτησή μας έγινε πριν υπάρξουν ανακοινώσεις). Αυτό μπορεί να είναι μια χαρά, αλλά όταν πάει στον Γενικό Εισαγγελέα κι αυτός έχει οποιαδήποτε biases μέσα στο μυαλό του, δεν θα εφαρμόσει τον νόμο όπως πρέπει. Οπότε εγώ δεν φοβάμαι το πόρισμα, φοβάμαι τον από πάνω, τον επικεφαλής».
Ανθρώπινη απορία: τι θα έλεγε ή τι θα έκανε αν έβλεπε μπροστά της τους Αστυνομικούς που είναι υπεύθυνοι για τον τραυματισμό της; Θα θύμωνε, θα οργιζόταν, θα ρωτούσε «γιατί»;
«Θα ήθελα να πάω να πιω έναν καφέ με τους ανθρώπους που πάτησαν το κουμπί για να μου πετάξουν νερό με πίεση. Δεν με νοιάζει ποιοι είναι ή τι είναι. Είναι άνθρωποι. Θέλω απλώς να τους πω ότι είμαι καλά, γλίτωσα, αλλά αν στη θέση μου ήταν ένα μικρό κοριτσάκι με τα μισά μου κιλά και τη μισή μου δύναμη, θα την είχαν σκοτώσει. Δεν είναι παιχνίδι αυτό που έχουν στα χέρια τους. Θα τους εξηγούσα ότι εγώ τώρα είμαι cool και μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι, αν μέχρι τώρα δεν το έκαναν. Απλώς θέλω να τους δω μπροστά μου, επειδή μέχρι τώρα δεν είχα την ευκαιρία να τους γνωρίσω. Τους ανθρώπους που όλοι τους αποφεύγουν, εγώ θέλω να πάω να τους βρω».
Διερωτώμαι αν φοβάται την Αστυνομία. Αν την φοβόταν πριν κι αν την φοβάται μετά από όλο αυτό.
«Όχι, γιατί να τη φοβηθώ; Νιώθω πάντα λίγο άβολα όταν είναι τριγύρω. Αλλά εξαρτάται από τους αστυνομικούς, δεν είναι όλοι ίδιοι. Μπορεί να είναι καλά παιδιά και να μην δώσουν σημασία, αλλά μπορεί και να είναι ψείρηδες και να βγάζουν τις ανασφάλειές τους πάνω στον κόσμο. Οπότε δεν τους έχω καμία εμπιστοσύνη».
Στο σημείο αυτό μας διέκοψε η σερβιτόρα φέρνοντάς μας δύο ακόμα μπίρες. Μιλήσαμε και λίγο, αφαιρεθήκαμε, πεταχτήκαμε από το ένα θέμα στο άλλο και τελικά για κάποιο μυστήριο λόγο καταλήξαμε στον φεμινισμό και τις φεμινίστριες. Κατ’ ακρίβεια… μόνο στις φεμινίστριες.
«Μισώ τις φεμινίστριες του τρίτου κύματος. Ό,τι πεις είναι σεξιστικό πλέον γι’ αυτές, δεν μπορείς να πεις λέξεις όπως “μουνί” ή “πούττος”, εννοώντας ότι κάποιος είναι δειλός. Έχουν πρόβλημα, πρέπει να τους απολογηθείς δέκα φορές. Αυτό με ενοχλεί πολύ. Πραγματικά, ασχολούνται με τρίχες. Εκφεύγουν του θέματος, το οποίο μπορεί να είναι πάρα πολύ σοβαρό σε μια συζήτηση και ασχολούνται με το πώς εκφράζεσαι ας πούμε».
Μισώ τις φεμινίστριες του τρίτου κύματος. Ό,τι πεις είναι σεξιστικό πλέον γι’ αυτές, δεν μπορείς να πεις λέξεις όπως “μουνί” ή “πούττος”, εννοώντας ότι κάποιος είναι δειλός. Έχουν πρόβλημα, πρέπει να τους απολογηθείς δέκα φορές.
Πώς αλλάζουν όμως τα πράγματα αν δεν υπάρξει αντίδραση σε κατεστημένα, σε παγιωμένες συμπεριφορές, σε καταστάσεις που χρονίζουν κι έχουν πιάσει αράχνες; Την ρωτάω προβοκάροντάς την ξεκάθαρα κι εκείνη μού επιστρέφει λέξεις και ατάκες από μια παλαιότερη κουβέντα μας, την οποία μάλλον ξεχνώ αυτή τη στιγμή, καθώς η ώρα περνάει με δυο – τρεις (;) μπίρες ανάμεσά μας. Αλλά τι σημασία έχει;
«Ο χρόνος θέλει τόλμη και η τόλμη θέλει χρόνο. Για να αλλάξουν πράγματα, χρειάζεται τρομερός κόπος και χρόνος. Για να φτάσεις σε ένα realization ότι δεν μπορείς να συνεχίσεις να ζεις έτσι, ότι θέλεις μια αλλαγή, χρειάζεσαι τον χρόνο σου. Και το αντίστροφο: πρέπει να έχεις τ’ αρχίδια και την υπομονή να αντέξεις στον χρόνο».
Είμαι έτοιμος να κλείσω τη συζήτηση, αλλά μου έρχεται κάτι τελευταίο. Τη ρωτάω ευθέως: Γεννιέται σήμερα ένα παιδί. Τι γράμμα τού γράφεις για να το διαβάσει στα 18;
«Καλή δύναμη. Μακάρι οι γονείς σου να σε έκαναν για τον σωστό λόγο».