«Η ολοκλήρωση του ανθρώπου έρχεται όταν συνειδητοποιεί τη δική του ανυπαρξία»

Στην ερώτηση αν ένας καλός καλλιτέχνης πρέπει κατ’ ανάγκη να είναι και καλός άνθρωπος, η απάντηση δεν είναι τόσο απλή. Παρόλα αυτά, στη δική του περίπτωση κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως «διαθέτει το πακέτο», όπως χαριτολογώντας του είπαμε, προκαλώντας του αμέσως μια αμηχανία αντίστοιχη με αυτή που γενικότερα τον διακατέχει στα live και όχι μόνο.

Article featured image
Article featured image

Κεντρική φωτογραφία: Δημήτρης Μακρής


Είναι γεγονός πως, στην περίπτωση του Θανάση Παπακωνσταντίνου, γνωρίζοντας την Τέχνη του, εννοώντας τα τραγούδια του, είναι σαν να γνωρίζεις με ένα μαγικό τρόπο και τον ίδιο.

Προσωπικά, τον εκτιμώ απεριόριστα. Δεν είναι όμως αυτός ο κύριος λόγος που απόλαυσα τη συζήτησή μας. Αρχικά, μιλούσαμε στον ενικό, και αυτό μας* έκανε να νοιώσουμε οικειότητα, δημιουργώντας μας την αίσθηση ότι κουβεντιάζουμε με έναν φίλο με τον οποίο γνωριζόμαστε χρόνια. Επιπλέον, όπως συνηθίζει να κάνει κάθε φορά, σε κάθε συνέντευξή του, μας μίλησε εντελώς ανοικτά. Όσο εύκολα (ή δύσκολα) δηλαδή μιλά για τα προτερήματα και τα κατορθώματά του, άλλο τόσο ανοικτά αναλύει τα ελαττώματα και τα λάθη του.

Στο δίωρο σχεδόν που κράτησε η κουβέντα μας, είχαμε την ευκαιρία να ρωτήσουμε πολλά, με τον ενθουσιασμό εκ μέρους μας να είναι υπέρμετρος σε κάποιες στιγμές -για όλους τους προφανείς λόγους. Και παρόλο που η δική μας «κατάπληξη» θα μπορούσε σε μια άλλη περίπτωση να παρασύρει τη συζήτηση, εντούτοις ο ίδιος φρόντιζε κάθε φορά να αφαιρεί με τρόπο ουσιαστικό τα πολλά θαυμαστικά από τις διαπιστώσεις και τα σχόλιά μας, με τον τρόπο δηλαδή που ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά και στον οποίο συνήθως ανατρέχει στα live. «Όταν βλέπω κάποιες στιγμές ότι πάει να υπάρξει μια μυθοποίηση, τότε επεμβαίνω και την καταστρέφω, ρίχνω την καρδάρα με το γάλα, που λέμε εδώ στην Ελλάδα, αφού θέλω να απομυθοποιούμαι».

«Τα βαθιά συναισθήματα δεν έχουν μύθους», συμπληρώνει, και αυτό μπορούμε να επιβεβαιώσουμε πως είναι μια διαπίστωση που κάναμε κι εμείς στο δίωρο που μας αφιέρωσε… βράδυ Σαββάτου!

Διαπιστώσαμε εκ νέου ότι ο «μύθος» που υπάρχει γύρω από το όνομα και την τέχνη του Θανάση Παπακωνσταντίνου, αυτό που μας κάνει να τον αγαπάμε απεριόριστα, αφορά ακριβώς στο γεγονός ότι είναι ο εαυτός του. Αφορά στο ότι οι συζητήσεις μαζί του είναι παρηγορητικές, όπως δηλαδή είναι και τα τραγούδια του, όπως είναι γενικά και η ίδια η Τέχνη (ή έστω όπως θα έπρεπε να είναι).

Κάποια στιγμή, στη Δράμα που παίζαμε, ήρθε στο τέλος της συναυλίας μια κυρία και μου είπε ότι ένα πολύ αγαπημένο της πρόσωπο που θα πέθαινε της ζήτησε στην κηδεία του να τραγουδήσουν την «Ανδρομέδα». Δεν περίμενα ποτέ ότι θα ακούσω κάτι τέτοιο για τα τραγουδάκια που γράφω.


Σε ποια συναισθηματική κατάσταση πρέπει να βρίσκεται κάποιος για να εκτιμήσει έναν δίσκο όπως ο «Απροστάτευτος»;

Δεν ξέρω. Θα σας πω εγώ σε τι κατάσταση ήμουν. Η ασχολία μου με τη μουσική έρχεται για να στηρίξει εμένα πρώτα απ’ όλα, μπροστά στο χάος της ύπαρξης. Η ζωή είναι ευχή και κατάρα μαζί. Έχει πολλή χαρά και ομορφιά, αλλά έχει και εξίσου πόνο και πολλά άλλα. Απώλειες… Όταν έγραφα, αυτό που έκανα στήριξε εμένα πάρα πολύ στο επίπεδο της δικής μου προσωπικής ζωής. Απ’ εκεί και πέρα, δεν ξέρω στον καθένα πώς θα καθίσει αυτό και αυτό είναι και το ωραίο με την τέχνη. Να αφήνει μεγάλα περιθώρια για να βάλεις τον εαυτό σου μέσα. Και μάλιστα όσο περισσότερα περιθώρια σ’ αφήνει, τόσο πιο λυτρωτική είναι η τέχνη. Να σας το πω διαφορετικά… Η μουσική από μόνη της, χωρίς λόγια, επειδή είναι αφαιρετική, αφήνει μεγάλα περιθώρια στο να μπεις μέσα και να εισπράξεις τα δικά σου συναισθήματα. Αν βάλεις λόγο και το κάνεις τραγούδι, αυτός ο λόγος, αν είναι συγκεκριμένος, είναι σαν να λες στον ακροατή «θα βαδίσεις αυτό το δρομάκι που σου λέω εγώ». Εάν τα λόγια είναι ποίηση και ιδιαίτερα υπερρεαλιστική ή στο πλαίσιο του Μαγικού Ρεαλισμού, που είναι συνήθως τα λατινοαμερικάνικα, τότε ο συνδυασμός της μουσικής με τον υπερρεαλισμό αφήνει πολύ μεγαλύτερο χώρο για να εντάξει κάποιος τα δικά του προσωπικά αισθήματα μέσα στη δουλειά.

Ξεκινώντας να γράφεις αυτό τον δίσκο, πριν ενάμιση χρόνο, είχες υπόψη σου τον τίτλο «Απροστάτευτος» ή προέκυψε μετά το ξέσπασμα του κορωνοιού;

Τον βρήκα μετά τον τίτλο, η αλήθεια είναι. Μπορεί να έπαιξε ρόλο και αυτό, δεν είμαι σίγουρος. Είχα υπόψη μου και ένα συγκεκριμένο απ’ τα τραγούδια, την «Αδέσποτη ζωή», που με οδήγησε στον τίτλο. Ξεκίνησα αρχικά από τα αδέσποτα ζώα, αλλά εν τέλει οι αδέσποτες ζωές αφορούν και ανθρώπους. Η αδέσποτη ζωή, ειδικά όταν την επιλέγει κάποιος, έχει και πολλή ελευθερία, αλλά έχει και πολύ πόνο, ένα μεγάλο ρίσκο. Οπότε θεωρώ ότι αυτός που ζει μια τέτοια ζωή, αδέσποτη, είναι και απροστάτευτος. Αυτή είναι η μια (ας την πούμε) αφορμή για τον τίτλο. Εν τέλει, όμως, μαζεύονται διάφορες αφορμές. Επίσης, πολλές φορές βάζω τίτλους, που όχι μόνο δεν ξεκαθαρίζουν το τοπίο αλλά το κάνουν ακόμα πιο θολό.

Ένα βασικό στοιχείο της τέχνης είναι ότι οφείλει να δημιουργήσει καινούρια συναισθήματα, που δεν έχουμε ξαναβιώσει. Αυτό δεν μπορείς να το κάνεις περιγράφοντας συναισθήματα τα οποία έχεις βιώσει εσύ και όλος ο υπόλοιπος κόσμος. Εάν, όμως, περιγράψεις εικόνες, υπάρχει περίπτωση, μέσα από αυτές τις εικόνες, να ξεπηδήσουν καινούρια συναισθήματα.


Μετά από τόσα χρόνια γνωριμίας με τον Σωκράτη, τι είναι αυτό που θα έλεγες ότι σας συνδέει τόσο βαθιά;

Είναι αυτό που λέω, εκλεκτικές συγγένειες. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, που χωρίς κατ’ ανάγκη να έχουν ζήσει πολύ κοντά, αντιλαμβάνονται ότι είναι εκλεκτικά συγγενείς σε πολλά θέματα. Έχω την εντύπωση ότι ένα βασικό στοιχείο που μας έχει φέρνει κοντά με τον Σωκράτη είναι η κοντινή αισθητική άποψη που έχουμε για την τέχνη, για το τραγούδι. Είμαστε αρκετά διαφορετικοί ως χαρακτήρες, ως προσωπικότητες και αυτό το λέω γενικά. Και με τον Σωκράτη το έχουμε συζητήσει και γελάμε. Γιατί, τι γίνεται… Ο Σωκράτης είναι αρκετά ανορθολογιστής στην καθημερινότητά του, στη ζωή, ενώ στη δουλειά που κάνει είναι πιο συγκεκριμένος και ξεκάθαρος. Εγώ είμαι πιο ορθολογιστής στην καθημερινότητά μου και βγάζω τα απωθημένα μου στην τέχνη. Είναι σαν να συμπληρώνει ο ένας τον άλλο. Και στην ουσία η τέχνη είναι και αυτό το πράγμα. Δηλαδή, ίσως βγάζεις εκεί αυτό που σου λείπει.

Τελικά τα τραγούδια ταυτίζονται με τον δημιουργό ή με αυτόν που τα ερμηνεύει; Στις συνεργασίες σας με τον Μάλαμα, κατά κάποιο τρόπο τα έχει κάνει δικά του…

Ναι, γιατί τα αγαπάει. Ο Σωκράτης έχει την αυθεντικότητα και την ειλικρίνεια. Ό,τι δεν θέλει, δεν το λέει. Δεν υπάρχει περίπτωση. Αλλά όταν κάτι του αρέσει το υποστηρίζει. Σκεφτείτε ότι εγώ ξεκινώντας την ιστορία με τη μουσική, δεν ήθελα να παίζω καθόλου. Δεν μου άρεσε, είμαι και συνεσταλμένος ως άνθρωπος, μου φαινότανε φοβερό να βγω έξω στον κόσμο και να τραγουδήσω. Και από την άλλη έλεγα, ό,τι είναι να πάρω από το τραγούδι το παίρνω από τη στιγμή της γέννας, όπου πραγματικά εκείνη τη στιγμή έξαψης εγώ λέω ότι ο δημιουργός προσεγγίζει το όλο, το σύμπαν. Μετά, όμως, μπορώ να πω ότι αναγκάστηκα να βγω γιατί σκέφτηκα ότι αν δεν υποστηρίξω εγώ τα τραγούδια, ο ίδιος, δεν θα το κάνει κανείς άλλος. Εκεί, λοιπόν, βρήκα μία έκπληξη έξω στον κόσμο. Χωρίς εγώ να έχω πει πουθενά τα τραγούδια μου, τα γνωρίζανε επειδή τα έλεγε ο Σωκράτης. Έπαιζε δικά μου τραγούδια, πριν εγώ βγω να τα παίξω και συνέχισε και μετά. Μπορώ να πω ότι το πρώτο κοινό που είχα, οι πρώτοι ακροατές, ήτανε σωκρατικοί, οι οποίοι έρχονταν να ακούσουν και το πρωτόλειο του τραγουδιού. Τώρα, ποιανού είναι το τραγούδι; Όλων είναι. Και του δημιουργού και του ερμηνευτή και αυτών που το ακούνε. Από ένα σημείο και μετά γίνεται δικό τους. Έτσι το νιώθω. Για να μην πω ότι ήδη εξαρχής το κάθε τραγούδι ανήκει σε όλη την ανθρωπότητα! Με ποια έννοια; Εγώ νιώθω κάτι σαν ενδιάμεσος. Δεν νιώθω ότι είμαι αυτός που βγάζει τη μουσική και τα λόγια και είναι όλα δικά μου. Έχω την αίσθηση ότι οι μεγάλες στιγμές του ανθρώπινου είδους, περνώντας τα χρόνια, δεν χάνονται. Σαν να αποθηκεύονται σε ένα υπόγειο ποτάμι, που κάποια στιγμή βρίσκει ρωγμή και αναβλύζει μέσα από κάποιο μυαλό. Ή να το πω και διαφορετικά, έχω την αίσθηση ότι μου δόθηκε το χάρισμα να κρατάω την αναπνοή μου αρκετά, να βουτάω στο συλλογικό ασυνείδητο και να ανασύρω από εκεί πράγματα που έχουν κατακαθίσει από αυτή την πορεία του ανθρώπινου είδους. Επομένως, δεν είναι δικά μου. Είμαι όπως είναι η πηγή και ο βράχος για το υπόγειο νερό που αναβλύζει. Είναι μία από τις ελάχιστες σκέψεις που έχω κάνει, που έστω κι αν θεωρώ ότι είναι προσωπική, μπορεί να την έχουν κάνει και χιλιάδες άλλοι πριν από μένα.



Οι εικόνες που περιγράφονται μέσα από τα τραγούδια σου είναι σαν ένα γεωγραφικό παράθυρο στον κόσμο. Ο ίδιος νιώθεις να ανήκεις κάπου;

Νιώθω ένα ον του σύμπαντος, κατά βάση. Επίσης, νιώθω μια συγγένεια, μια αγάπη για όλους τους ανθρώπους αλλά και για ό,τι υπάρχει δίπλα μας. Τα ζώα, ακόμα και για τα ανόργανα, τις πέτρες. Σκεφτείτε το… Όλοι, ό,τι υπάρχει αυτή τη στιγμή στη γη αλλά και στο σύμπαν ολόκληρο, είμαστε φτιαγμένοι από τα ίδια πρωταρχικά υλικά, αλλά με κάποιους διαφορετικούς συνδυασμούς. Έτυχε, δηλαδή, ένας συνδυασμός να οδηγήσει στον άνθρωπο και ένας άλλος συνδυασμός να οδηγήσει στην πέτρα και ένας άλλος συνδυασμός να οδηγήσει στο δέντρο. Αν το σκεφτείτε, είμαστε αδερφάκια με ό,τι υπάρχει. Αυτή η αγάπη και η τρυφερότητα είναι που καθορίζει και εν πολλοίς αυτά που κάνω. Τα τραγούδια μου, δηλαδή, όπως και να φαίνονται επιφανειακά, πιστεύω ότι κατά βάση είναι παρηγορητικά. Έχουν μέσα πολλή τρυφερότητα για τον κόσμο. Άσχετα αν δεν μπορούν να την κατανοήσουν, γιατί πολλές φορές πραγματικά τα λόγια μου περιγράφουν εικόνες και όχι συγκεκριμένα συναισθήματα. Αυτό είναι που μου αρέσει να κάνω. Στην ουσία ένα βασικό στοιχείο της τέχνης είναι ότι οφείλει να δημιουργήσει καινούρια συναισθήματα, που δεν έχουμε ξαναβιώσει. Αυτό δεν μπορείς να το κάνεις περιγράφοντας συναισθήματα τα οποία έχεις βιώσει εσύ και όλος ο υπόλοιπος κόσμος. Εάν, όμως, περιγράψεις εικόνες, υπάρχει περίπτωση, μέσα από αυτές τις εικόνες, να ξεπηδήσουν καινούρια συναισθήματα.

Στις 26 Απριλίου γίνεσαι 62 χρονών. Νιώθεις ότι έχεις πετύχει όσα ονειρεύτηκες; Ή καλύτερα, είχες ποτέ ονειρευτεί όσα τελικά πέτυχες;

Ποτέ δεν περίμενα ότι θα εισπράξω τόση αγάπη μέσα από τη μουσική. Ούτε ότι θα κάνω κάτι στη μουσική. Αυτό δεν το περίμενα με τίποτα. Και τώρα ακόμα, μου φαίνεται πολύ περίεργο που συμβαίνει. Και είναι περίεργο αν σκεφτείτε ότι δεν έχω σκηνική παρουσία, δεν έχω φωνή, είμαι φάλτσος, ζω στην επαρχία, δεν έχω φύγει ποτέ από εδώ, δεν βγαίνω στις τηλεοράσεις, είμαι εκτός από όλα αυτά, έχω οικογένεια την οποία δεν έχω χαλάσει… Παρόλα αυτά δεν ξέρω τι γίνεται, ίσως αυτά να είναι… προδιαγεγραμμένα. Δεν μπορώ να το εξηγήσω.

Μα το είπες προηγουμένως εσύ. Τα τραγούδια σου είναι παρηγορητικά.

Αυτό μάλλον παίζει ρόλο. Και ένα άλλο στοιχείο το οποίο επίσης μπορεί να παίζει ρόλο είναι ότι είμαι ο εαυτός μου. Δεν παίζω κάποιο ρόλο. Ούτε πάνω στη σκηνή, ούτε κάτω από αυτήν.

thanasis_papa.jpg
Φωτογραφία: Yiannis Margelousakis Photography


Πολλές φορές συζήτησα με τη Φανούλα το πόσο εκτιμώ που -όπως εγώ πιστεύω- θυσίασε ένα μέρος από τον εαυτό της για να μεγαλώσει τα παιδιά και να μπορώ εγώ να κάνω όλα αυτά. Αλλά με αποστόμωσε. Κάποια στιγμή, μου είπε μια φοβερή φράση που δεν θα τη ξεχάσω ποτέ. Μου λέει: «Όχι Θανάση, δεν είναι έτσι. Δεν θυσίασα τίποτα. Να ξέρεις ότι όταν αγαπάς έναν άνθρωπο αγαπάς και τα όνειρά του».


Οι στίχοι σε ολόκληρη τη δισκογραφία σου χαρακτηρίζονται από το υπαρξιακό ζήτημα. Η συνειδητοποίηση του θανάτου τι άνθρωπο σε κάνει;

Καταρχήν, η συνειδητοποίηση του θανάτου των άλλων είναι το πρώτο στάδιο. Όταν είμαστε μικροί δεν φτάνει το μυαλό μας να αναμετρηθούμε με τη δικιά μας ανυπαρξία. Αλλά, αρκετά νωρίς, εγώ θυμάμαι στις αρχές του γυμνασίου, 10-12 χρονών, πολλές φορές δεν μπορούσα να κοιμηθώ το βράδυ γιατί σκεφτόμουνα ότι θα πεθάνουνε η μάνα μου, ο πατέρας μου κτλ. Δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Η ολοκλήρωση του ανθρώπου έρχεται όταν συνειδητοποιεί τη δική του ανυπαρξία. Τότε έρχεται η ωριμότητα, κατά τη γνώμη μου. Για να γίνεις ώριμος πρέπει να σκεφτείς τον δικό σου θάνατο. Να βιώσεις με τον νου την ανυπαρξία. Αυτό, τώρα, μπορεί να σε πάρει από κάτω και να σε οδηγήσει στην κατάθλιψη και σε άλλους πιο σκληρούς δρόμους. Εάν, όμως, το δεις πιο θετικά, μπορεί να σε κάνει καλύτερο άνθρωπο. Έχω την εντύπωση, ας πούμε, ότι οι άνθρωποι που συνήθως μας κυβερνάνε και που κάνουν τους πολέμους και χίλια δυο πράματα, δεν έχουν σκεφτεί ούτε μία στιγμή ότι κάποτε θα τους γλεντάνε κι αυτούς τα σκουλήκια.

Έχεις γράψει και το «Επιτύμβιο»…

Το οποίο μάλιστα το ονόμασα Επιτύμβιο, γιατί είπα στη γυναίκα μου, τη Φάνη, όταν πεθάνω αυτό να το γράψει πάνω στον τάφο μου. «Στο άπειρο πορεύομαι, απ’ τ’ άπειρο ξεκίνησα, κέντρο του σύμπαντος κι αθάνατος νόμιζα ο άμυαλος πως ήμουνα». Εν τέλει, όμως το άλλαξα. Τώρα της έχω ζητήσει κάτι άλλο. Όταν πεθάνω θέλω να γράψεις πάνω στον τάφο μου το εξής: Πέρασε τον περισσότερο χρόνο του κουρδίζοντας, παρά παίζοντας.


Πόσο καθοριστική υπήρξε για την τέχνη σου η παρουσία της Φανής;

Ήταν πολύ σημαντική. Για τον εξής λόγο θα έλεγα. Γιατί, ένας δημιουργός που φλέγεται είναι μονομανής και δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό. Ο άντρας δημιουργός κιόλας, είναι βαθιά εγωιστής και αυτό που έχει μέσα του, που φλέγεται, θέλει να το πραγματώσει. Εγώ το πραγμάτωσα αυτό. Κλεινόμουν επί ώρες μέσα σ’ ένα δωμάτιο, με λύσσα, για να γράψω μουσικές και τραγούδια. Έλα, όμως, που είχα και οικογένεια. Γι’ αυτό πιστεύω ότι οι δημιουργοί πρέπει να μένουν μόνοι τους, να είναι μοναχόλυκοι. Διαφορετικά, ειδικά όταν κάνουν οικογένεια, πέφτει το βάρος στο άλλος μέλος της οικογένειας. Πολλές φορές το συζήτησα με τη Φανούλα αυτό, δηλαδή το πόσο το εκτιμώ που -εγώ πιστεύω ότι- θυσίασε ένα μέρος από τον εαυτό της για να μεγαλώσει τα παιδιά και να μπορώ εγώ να κάνω όλα αυτά. Αλλά με αποστόμωσε. Κάποια στιγμή, μου είπε μια φοβερή φράση που δεν θα τη ξεχάσω ποτέ. Μου λέει: «Όχι Θανάση, δεν είναι έτσι. Δεν θυσίασα τίποτα. Να ξέρεις ότι όταν αγαπάς έναν άνθρωπο αγαπάς και τα όνειρά του». Τι άλλο να θέλω να ακούσω…

Η ίδια πώς εισπράττει την αγάπη που έχει σε σένα ο κόσμος; Πώς την αντιλαμβάνεται;

Νομίζει ότι θα πάρουν τα μυαλά μου αέρα και προσπαθεί να με έχει προσγειωμένο. Αλλά δεν έχω τέτοια θέματα, είμαι προσγειωμένος από τότε που γεννήθηκα. Κάτι που λέμε και γελάμε μεταξύ μας είναι αυτό: Ακούσαμε κάποια στιγμή ότι έπαιρναν τηλέφωνο σε έναν πολύ γνωστό Έλληνα συνθέτη, το σήκωνε η γυναίκα του και απαντούσε ως εξής στον κόσμο που τον ζητούσε: «Ο συνθέτης αναπαύεται. Αφήστε το μήνυμά σας και θα σας πάρει». Ενώ εμένα, της λέω, μόλις παίρνει κανείς τηλέφωνο να μου μιλήσει με φωνάζει: «Ψωνάρα, σε ζητάνε στο τηλέφωνο».

Αναφέρθηκες στο μεγάλωμα των παιδιών σας. Οι διάφοροι σπόροι που έχεις φυτέψει βλέπεις να έχουν ευδοκιμήσει;

Δεν ξέρω. Αν εξαιρέσουμε τους κυριολεκτικούς σπόρους, που είναι τα γονίδια, η σπορά στην οποία μάλλον αναφέρεσαι και που είναι στη διάρκεια της ζωής, έχω την αίσθηση ότι -επειδή έγινα σχετικά μικρός πατέρας, ήμουνα 26-27 χρονών και μας ήρθαν και δύο μαζί, δίδυμα- πάνω στην άψη να τα καταφέρουμε να τα μεγαλώσουμε δεν κατάλαβα, ούτε μπόρεσα να σκεφτώ πώς να τα μεγαλώσω. Και εγώ και η γυναίκα μου. Τα μεγάλωσα, δηλαδή, όπως γράφω και μουσική. Στα κουτουρού, που λέμε. Το μόνο που έκανα και νομίζω ότι εκεί ήμουνα καλός, ήταν ότι ήμουνα ειλικρινής μαζί τους. Δεν τους έλεγα να κάνουν πράγματα τα οποία δεν έχω κάνει εγώ. Και το άλλο που θυμάμαι ότι έκανα, είναι ότι δεν τους έβαλα στο παιχνίδι του ανταγωνισμού με τίποτα, να ανταγωνίζονται τους συνανθρώπους τους, είτε στα αθλήματα είτε στο σχολείο. Νομίζω ότι αυτός ο ανταγωνισμός δηλητηριάζει τα παιδιά και αυτό είναι κάτι που μπορεί να το κρατήσουν μια ζωή. Αυτά ήταν τα θετικά. Ένα αρνητικό είναι ότι σχεδόν ποτέ δεν τους επιβράβευσα. Τα λόγια της επιβράβευσης δεν βγαίνουν από μέσα μου εύκολα. Ενώ όταν ήταν να τους την πω για κάτι άσχημο που κάνανε, τους την έλεγα εύκολα.

Αυτό γιατί;

Δεν ξέρω. Μπορεί να είμαι έτσι φτιαγμένος. Αυτό, στην αρχή, ίσως τους έδωσε μια ανασφάλεια στη ζωή. Αλλά απ’ την άλλη μεριά είναι και πιο χαλαροί στη ζωή τους, δεν είναι ανταγωνιστικοί. Θεωρούσα ότι το βασικό ήταν να ευχαριστιούνται αυτό που κάνουν, γιατί όταν μπαίνει ο ανταγωνισμός μετά το πράγμα δυσκολεύει. Ήθελα να χαίρονται. Νομίζω ότι βγήκαν καλά παιδιά.

Έχω την αίσθηση ότι μου δόθηκε το χάρισμα να κρατάω την αναπνοή μου αρκετά, να βουτάω στο συλλογικό ασυνείδητο και να ανασύρω από εκεί πράγματα που έχουν κατακαθίσει από αυτή την πορεία του ανθρώπινου είδους


Στις συναυλίες σου, ειδικά τα τελευταία χρόνια γίνεται ένα λαϊκό προσκύνημα. Εσύ πώς το εισπράττεις όλο αυτό όντας ταπεινός και χαμηλών τόνων;

Τι να πω; Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να το καταλάβω πώς γίνεται όλο αυτό. Αντιλαμβάνομαι και μου το έχουν πει κιόλας πολλά παιδιά που έρχονται, ότι τα τραγούδια μου τους σκαλίζουν τη συνείδηση. Ίσως να ισχύει και το εξής: για να υπάρξει μέθεξη σε μια συναυλία -το έχω σκεφτεί πολλές φορές και την ώρα της συναυλίας- πρέπει να κινηθεί μαζί το σώμα και το μυαλό. Τότε μπορεί να γίνει πυρηνική σύντηξη. Όταν συμβούν και τα δύο αυτά, δηλαδή να κινηθούν και το μυαλό και το σώμα, τότε πραγματικά μπορεί να υπάρξει έκσταση και γλέντι.

Εσύ, εκείνη την ώρα πάνω στη σκηνή ποιος είσαι;

Συνεχίζω να είμαι ο ίδιος. Όταν φτάνω και εγώ στην έκσταση, είμαι όλα. Είμαι το παν, όπως είναι και ο καθένας. Κατά τα άλλα είμαι ο εαυτός μου και μάλιστα, όταν βλέπω κάποιες στιγμές ότι πάει να υπάρξει μια μυθοποίηση, τότε επεμβαίνω και την καταστρέφω. Ρίχνω την καρδάρα με το γάλα, που λέμε εδώ στην Ελλάδα. Θέλω να απομυθοποιούμαι. Αυτός είναι και ο λόγος, που πολλές φορές, μετά από μια συναυλία, παρότι μπορεί να είμαι κουρασμένος -παίζουμε και αρκετές ώρες- κάθομαι και συνομιλώ με φίλους που έρχονται να μου μιλήσουν και με άγνωστους ανθρώπους. Μπορεί να περάσω και δύο ώρες έτσι μετά. Αυτό το κάνω και σε αυτό το πλαίσιο. Στο πλαίσιο, δηλαδή, της απομυθοποίησης και γιατί εν τέλει, τα βαθιά συναισθήματα δεν έχουν μύθους. Δηλαδή, οι φίλοι δεν έχουν μύθους μεταξύ τους.

Έχεις ιδέα ποιο είναι το προφίλ του κοινού σου;

Από αυτούς που έρχονται να μου μιλήσουν μπορώ να βγάλω κάποιο συμπέρασμα, παρότι βέβαια εκείνες τις στιγμές μιλάει και η ταραχή της συναυλίας ή μπορεί και το πιοτό επίσης. Παρόλα αυτά, έχουν υπάρξει καταπληκτικές κουβέντες, οι οποίες μου έχουν δείξει ότι ο κόσμος που έρχεται σε μένα, αλλά και εν τέλει ο κόσμος που υπάρχει γύρω μας, είναι οξυδερκής. Ειδικά τα νέα παιδιά, παρότι βομβαρδίζονται από πληροφορίες που εγώ δεν είχα στην εποχή μου, προσπαθούν να βρουν άκρη και είναι πολύ πιο μπροστά από ό,τι ήμουνα εγώ στην αντίστοιχη ηλικία και αυτό μου δίνει μια αισιοδοξία κάπως για τη ζωή, ότι δηλαδή τα πράγματα θα γίνουν λίγο καλύτερα. Βλέπω, επίσης, και έρχονται και άνθρωποι που πραγματικά έχουν πόνο μέσα τους και βρίσκουν αποκούμπι στη μουσική και στα τραγούδια. Έχω ζήσει συγκλονιστικές στιγμές και έχω ακούσει και συγκλονιστικά πράγματα. Θα σας πω δύο πράγματα στο πλαίσιο του ότι η τέχνη, πάντοτε κατά τη γνώμη μου, είτε είναι όντως παρηγορητική είτε δεν υπάρχει. Το ένα είναι το εξής: κάποια στιγμή, στη Δράμα που παίζαμε, ήρθε στο τέλος της συναυλίας μια κυρία και μου είπε ότι ένα πολύ αγαπημένο της πρόσωπο που θα πέθαινε της ζήτησε στην κηδεία του να τραγουδήσουν την «Ανδρομέδα». Δεν περίμενα ποτέ ότι θα ακούσω κάτι τέτοιο για τα τραγουδάκια που γράφω. Άλλη μία περίπτωση είναι όταν στο τραγούδι «Έρημα κορμιά», ανέβηκαν άτομα με αναπηρία και χορέψανε με τα τροχοκαθίσματά τους πάνω στη σκηνή. Φοβερές στιγμές, που μου δείχνουν ότι τελικά η τέχνη μπορεί να είναι στήριγμα. Όπως είναι για μένα, μπορεί να είναι και για τους άλλους ανθρώπους. Τους έχω μπερδέψει λίγο, επειδή κατά καιρούς έχω κάνει διαφορετικές δουλειές, οπότε βρίσκονται διαφορετικών ειδών προσωπικότητες. Κατά καιρούς έρχονται και άτομα που δεν ακούνε ελληνική μουσική, γιατί έχω βγάλει κάποιους δίσκους που τους ακούσανε με ενδιαφέρον. Έρχονται και με ακούνε και τέτοιοι τύποι. Μου κάνει κάπως εντύπωση ότι έρχονται και με ακούνε νέοι σε ηλικία. Αυτό, δεν το έχω εξιχνιάσει ακόμα γιατί συμβαίνει. Δεν ξέρω. Ίσως οι πιο νέοι άνθρωποι, επειδή έχουν μπουχτίσει από τις στημένες συμπεριφορές, να βλέπουν σε μένα μία θετικότητα που τους αγγίζει περισσότερο.

Τα τραγούδια μου παλεύουν ενάντια στις ανεπάρκειές μου. Αν μπορούσα να είχα αυτή τη φωνή που θα έπρεπε να έχω για να τα υποστηρίξω, θα ήταν ακόμα καλύτερο.


Στα τραγούδια έχεις χρησιμοποιήσει διάφορες θεωρίες του αναρχισμού. Σε έχουν επηρεάσει στην τέχνη σου;

Παρότι δεν μπορώ να πω ότι τον έχω περάσει στην προσωπική μου ζωή, γιατί είναι δύσκολο πράγμα να το κάνεις πράξη, πρέπει να έχεις κότσια ας πούμε για να το κάνεις αυτό, θεωρώ ότι ο αναρχισμός -αντίστοιχα με τη μουσική- είναι η πιο παρηγορητική φιλοσοφία. Η πιο ανθρώπινη φιλοσοφία, που βλέπει τον άνθρωπο ποιητικά. Είναι μια ποιητική φιλοσοφία και πραγματικά όταν διάβαζα βιβλία με περιεχόμενο φιλοσοφικό, επέλεγα βιβλία γύρω από τον αναρχισμό. Αυτό με έχει βοηθήσει και στη μουσική, κυρίως στο πώς συμπεριφέρομαι στους συνεργάτες μου πάνω στη σκηνή. Είναι ελεύθεροι να κάνουν ό,τι θέλουν εκείνη τη στιγμή, να πάρουν, δηλαδή, το βάρος της απόφασής τους. Δεν έχουμε καλούπια. Δεν είναι συγκεκριμένα από πριν τα πράγματα που πρέπει να παίξουνε. Ο καθένας αναλαμβάνει την ευθύνη του και έτσι όταν συντονιστούμε όλοι προκύπτουν εξαιρετικές βραδιές.

Ο Μυστακίδης έχει πει ότι ο Θανάσης είναι το καλύτερο γήπεδο για να παίζεις μπάλα…

Έχουμε ψήγματα αναρχισμού και αυτή η ελευθερία, όπου ο κάθε μουσικός έχει την ελευθερία να αυτοσχεδιάσει διαφορετικά την κάθε φορά, γυρνάει σε μένα με αποτέλεσμα να μη βαριέμαι. Βαριέμαι τα τραγούδια μου, δεν μπορώ να τα παίζω και να τα ακούω και να τα τραγουδάω συνεχόμενα. Θέλω να είναι διαφοροποιημένα κάθε φορά. Και επίσης όταν επιλέγεις μουσικούς για να συνεργαστείς, οι οποίοι είναι δημιουργικοί, δεν μπορείς να τους ακρωτηριάσεις και να τους λες πχ παίξε σε αυτό με τον συγκεκριμένο τρόπο.

Ναι, μεν στα τραγούδια βγάζω το πιο αυθεντικό κομμάτι του εαυτού μου, αλλά έχω την εντύπωση ότι δεν είμαι και κάτι της προκοπής. Δεν είμαι κάποιος αξιόλογος δηλαδή. Τι να πω, έχω μεγάλη φουρτούνα μέσα μου. Και εν τέλει, θα πω το εξής: νομίζω πως οι καλλιτέχνες είναι υπερεκτιμημένοι. Είναι υπερεκτιμημένη η προσφορά τους και είναι και υπερεκτιμημένοι και οι ίδιοι ως άνθρωποι και ως προσωπικότητες. Το έχω πει πολλές φορές και θα το πω και σε σας, θέλω να το λέω συνέχεια. Για μένα την ανθρωπότητα τη στεφανώνει η θυσία. Ο άνθρωπος, δηλαδή, που θυσιάζει ένα μέρος του εαυτού του ή και ολόκληρο τον εαυτό του για τους άλλους είναι αυτός που αξίζει να έχουμε ψηλά και από τον οποίο θα πρέπει να παίρνουμε και συνεντεύξεις για να μάθουμε πράγματα και όχι απ’ τους καλλιτέχνες.


TP 2ε.jpg
Φωτογραφία: Δημήτρης Μακρής


Τι απ’ όλα όσα βίωσες θεωρείς ότι διαμόρφωσε τελικά την αισθητική σου και αυτό που είσαι σήμερα;

Δεν ξέρω. Έχω την εντύπωση ότι η διαμόρφωση της αισθητικής ξεκινάει από τη στιγμή που θα αντιληφθείς ποια είναι η πραγματική τέχνη. Αλλά δεν ξέρω τι οδηγεί σ’ αυτό. Ας πούμε, να σας πω κάτι συγκεκριμένο. Μεγάλωσα στη διάρκεια της Χούντας, της δικτατορίας. Τα περισσότερα τραγούδια που παίζονταν από τα ραδιόφωνα, γιατί δεν είχαμε κάτι άλλο, ήμουν και από φτωχιά οικογένεια, δεν είχαμε ούτε πικ απ, ούτε τίποτα άλλο, ούτε τηλεόραση καν, δεν το συζητάμε. Άκουγα, λοιπόν, ραδιόφωνο. Άκουγα πολλή μουσική και άκουγα τραγούδια, τι να πω τώρα… Πολλή σαπίλα. Και μ’ αρέσανε τότε. Μάλιστα κάποια στιγμή αργότερα όταν μεγάλωσα, ξεφύλλιζα ένα παλιό βιβλίο, αγγλικών ήταν θυμάμαι, και βλέπω στο εσώφυλλο, που ήταν λευκό, είχα σημειώσει ποιοι ποδοσφαιριστές μου αρέσουνε, γιατί μου άρεσε και το ποδόσφαιρο πολύ. Ήμουνα και Ολυμπιακός. Έγραφα, Δεληκάρης, Σιδέρης κτλ. Και φτάνω στο ποιοι τραγουδιστές μου αρέσουνε, όχι συνθέτες. Η δικτατορία των τραγουδιστών. Και διαβάζω: Olympians, τρώγεται… Βίκυ Λέανδρος, Δάκης, Τόλης Βοσκόπουλος. Κόντεψα να πάθω εγκεφαλικό. Α, να σημειώσω, βέβαια, ότι στο σπίτι μου συχνά τραγουδούσανε δημοτικά τραγούδια, γιατί είναι από χωριά, πού και πού και το ραδιόφωνο έπαιζε λαϊκά, Τσιτσάνη, Καλδάρα κτλ. Θέλω να πω ότι αυτά έπαιξαν ρόλο. Εν τέλει, όμως, κάποια στιγμή, νομίζω ότι βρήκα τον τρόπο να διακρίνω ποια είναι η πραγματική, η ουσιαστική τέχνη. Όταν το αντιληφθείς αυτό, νομίζω ότι μετά η αισθητική, σιγά-σιγά, αναπτύσσεται με σωστό τρόπο.

Πότε ήταν αυτή η στιγμή σε σένα;

Δεν ξέρω αν ήτανε στιγμή. Νομίζω ότι ακολουθούμε τις μουσικές που μας ταιριάζουν, αλλά δεν μπορώ, όμως, να το ξεκαθαρίσω πώς γίνεται. Α, σημαντικό ρόλο, έπαιξε κάποια στιγμή στα 17-18 μου χρόνια, άκουσα και είδα μια παράσταση του Διονύση Σαββόπουλου, τους «Αχαρνής», που ήταν μια εξαιρετική παράσταση. Εγώ από επαρχία, κιόλας, στη Λάρισα το είδα και έπαθα πολιτισμικό σοκ. Αυτό ήταν ένα βασικό στοιχείο. Μετά το ότι άρχισα με κάποιον τρόπο να ακούω Bob Dylan, Leonard Cohen, όλα αυτά, σιγά-σιγά ήταν λιθαράκια μαζί με την παράδοση, που κατά τη γνώμη μου έπαιξαν τον πιο σημαντικό ρόλο υπόγεια.

Ο Σωκράτης είναι αρκετά ανορθολογιστής στην καθημερινότητά του, στη ζωή, ενώ στη δουλειά που κάνει είναι πιο συγκεκριμένος και ξεκάθαρος. Εγώ είμαι πιο ορθολογιστής στην καθημερινότητά μου και βγάζω τα απωθημένα μου στην τέχνη. Είναι σαν να συμπληρώνει ο ένας τον άλλο. Και στην ουσία η τέχνη είναι και αυτό το πράγμα. Δηλαδή, ίσως βγάζεις εκεί αυτό που σου λείπει.


Παλαιότερα έχεις πει «αμφιταλαντεύομαι συνεχώς αν αυτά που κάνω αρέσουν στον κόσμο…».

Ακόμα και τώρα δεν έχω αυτοπεποίθηση, αμφιταλαντεύομαι συνεχώς. Ακόμα και την ώρα που βγαίνω να παίξω και να τραγουδήσω τις περισσότερες φορές δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό που κάνω αξίζει. Επειδή, όμως, έχει έρθει κόσμος να με ακούσει, δεν μπορώ να μην το κάνω. Γιατί, αν είσαι ειλικρινής, κανονικά πρέπει να πεις «παιδιά δεν μπορώ να παίξω και να τραγουδήσω, πάρτε πίσω τα εισιτήρια». Κι ενώ στην προσωπική μου ζωή γενικά δεν πίνω, τότε καταφεύγω στο ποτό για να μπορέσω να σπάσω αυτόν τον πολύ αυστηρό κριτή που έχω μέσα μου. Τη ματαιότητα δηλαδή που με διακατέχει.

Εκτός από τη ματαιότητα, συχνά λες χαριτολογώντας ότι είσαι φάλτσος. Πραγματικά πιστεύεις ότι ο κόσμος έχει ανάγκη να ακούσει τα τραγούδια σου από μια άρτια φωνή αντί από τη δική σου;

Πίσω από αυτό που λέω δεν είναι τόσο αυτό που λες, δεν περιμένω κάποια φωνή άρτια. Το στοίχημα με μένα είναι ότι μέσα μου τα τραγουδάω καλύτερα απ’ τον καθένα. Δηλαδή έχω το απόλυτο. Όλοι μέσα μας, όταν τραγουδάμε, δεν φαλτσάρουμε καθόλου. Επειδή γράφω και τα λόγια, ξέρω πώς πρέπει να ειπωθεί η κάθε συλλαβή. Ξέρω πόσο συναίσθημα πρέπει να μπει, πότε πρέπει να είναι υπερβολικό, πότε να είναι ψυχρό, ξέρω πού πρέπει να τονιστεί το καθετί. Και μέσα μου, πραγματικά, τα τραγουδάω καλύτερα απ’ τον καθένα. Από τη μια μεριά, λοιπόν, έχω το απόλυτο, που δεν το έχει άλλος. Από την άλλη όμως έχω τη δικιά μου ανεπάρκεια, λόγω γονιδίων, εννοώντας τη φωνή που προκύπτει από τις φωνητικές χορδές. Δεν είναι όλων οι φωνές οι ίδιες, είναι αντικειμενικό το ζήτημα. Δεν είμαι όμως αθεράπευτα φάλτσος, αυτός δηλαδή που τραγουδάει και δεν καταλαβαίνει ότι φαλτσάρει. Τη στιγμή που κάνω το φάλτσο, το αντιλαμβάνομαι αμέσως. Επομένως, αυτή η σύγκριση, είναι συντριπτική για μένα. Και συνεχώς, όπως λέω, τα τραγούδια μου παλεύουν ενάντια στις ανεπάρκειές μου. Αν μπορούσα να είχα αυτή τη φωνή που θα έπρεπε να έχω για να τα υποστηρίξω, θα ήταν ακόμα καλύτερο.


Θα διαφωνήσω σε αυτό που λες, έχουν τη δική σου ταυτότητα. Γράφεις με το σκεπτικό ότι θα τα τραγουδήσεις. Για παράδειγμα, στον τελευταίο δίσκο, το κομμάτι που με έκανα να ανατριχιάσω είναι το «Με τα χρόνια». Αυτό το κομμάτι, ήταν Θανάσης.

Έχεις δίκαιο. Είναι αυτό που σας είπα πριν, ότι ξέρω πώς πρέπει να ειπωθεί κάθε συλλαβή. Εκεί φαίνεται ότι αυτά που λέω τα εννοώ. Δεν είναι απλά ότι τα τραγουδάω, αλλά τα εννοώ. Αυτό ναι, ισχύει. Εμένα μ’ αρέσουνε φωνές οι οποίες μπορεί να είναι και εντελώς άγνωστες. Δηλαδή, μπορεί να ακούσω κάποιον σε μια αυλή να τραγουδάει και να συγκινηθώ. Δεν μ’ αρέσουν κατ’ ανάγκη οι καλλίφωνοι. Το βασικό που πρέπει να βγαίνει είναι το συναίσθημα και η αυθεντικότητα, η ειλικρίνεια. Πάντως είναι και το άλλο. Ότι αν είμαι σε μια παρέα, χωρίς μικρόφωνα και τέτοια, τραγουδάω καλύτερα. Όταν, όμως, είμαι στον δοκιμαστικό σωλήνα με τα μικρόφωνα, είμαι έξω απ’ τα νερά μου.

Ξέροντας ότι βλέπεις τα σχόλια στο Youtube, θα έχεις παρατηρήσει λογικά ότι έγινε ένας χαμός όταν ανέβηκε το «Με τα χρόνια». Γράφανε όλοι πόσο τους έλειψε η δική σου φωνή. Ήταν αυτό που βγήκε από τον κόσμο που σ’ αγαπάει.

Τι να σας πω; Να σας πω ότι ηχογραφώ τις ζωντανές συναυλίες, κατά καιρούς και μετά όταν κάθομαι και τις ακούω στο σπίτι ιδρώνω και λέω ότι δεν πρόκειται να ξανατραγουδήσω. Είναι αλλιώς στο ζωντανό, στην ατμόσφαιρα που δημιουργείται. Και ο κόσμος από κάτω είναι αλλιώς, δέχεται πιο εύκολα και εμείς από πάνω δημιουργούμε λίγο μια πραγματικότητα άλλη.

Το ωραίο με την τέχνη είναι ότι αφήνει μεγάλα περιθώρια για να βάλεις τον εαυτό σου μέσα. Και μάλιστα, όσο περισσότερα περιθώρια σ’ αφήνει, τόσο πιο λυτρωτική είναι η τέχνη.


Σε απασχολεί καθόλου η υστεροφημία σου; Τι θα ήθελες να ξέρουν για σένα οι άνθρωποι της επόμενης χιλιετίας;

Αυτό μπορώ να το πω εγώ ο ίδιος. Ναι, μεν στα τραγούδια βγάζω το πιο αυθεντικό κομμάτι του εαυτού μου, αλλά έχω την εντύπωση ότι δεν είμαι και κάτι της προκοπής. Δεν είμαι κάποιος αξιόλογος δηλαδή. Τι να πω, έχω μεγάλη φουρτούνα μέσα μου. Και εν τέλει, θα πω το εξής: νομίζω πως οι καλλιτέχνες είναι υπερεκτιμημένοι. Είναι υπερεκτιμημένη η προσφορά τους και είναι και υπερεκτιμημένοι και οι ίδιοι ως άνθρωποι και ως προσωπικότητες. Το έχω πει πολλές φορές και θα το πω και σε σας, θέλω να το λέω συνέχεια. Για μένα την ανθρωπότητα τη στεφανώνει η θυσία. Ο άνθρωπος, δηλαδή, που θυσιάζει ένα μέρος του εαυτού του ή και ολόκληρο τον εαυτό του για τους άλλους είναι αυτός που αξίζει να έχουμε ψηλά και από τον οποίο θα πρέπει να παίρνουμε και συνεντεύξεις για να μάθουμε πράγματα και όχι απ’ τους καλλιτέχνες. Γιατί; Γιατί, όπως σας είπα και στην αρχή, αυτό που κάνω το κάνω για να στηρίξω τη δικιά μου ζωή, για να στηρίξω τον εαυτό μου από το χάος της ύπαρξης. Επομένως, χονδρικά να το πω, είμαι ένας καλοπερασάκιας. Αυτό που κάνω, δηλαδή, εν τέλει το κάνω για να περνάω καλά. Επομένως, δεν είναι αυτό άξιο λόγου.

Ένας καλός καλλιτέχνης πρέπει να είναι κατ’ ανάγκη και καλός άνθρωπος;

Αυτό είναι μια μεγάλη κουβέντα και με έχει απασχολήσει πολύ. Η πραγματικότητα δείχνει ότι δεν γίνεται. Εγώ κατανοώ το γιατί. Γιατί τη στιγμή της δημιουργίας, ο δημιουργός ξεφεύγει απ’ την ανθρώπινη κλίμακα. Γίνεται κάτι άλλο, έξω από το καλό και το κακό. Στη δημιουργία πρέπει να ανοίγεσαι με τη μέγιστη αγνότητα, αλλιώς δεν βγαίνει σημαντικό έργο. Πρέπει να είσαι τελείως αγνός. Εκείνη τη στιγμή, πραγματικά, νομίζω όλοι οι δημιουργοί πηγαίνουν για λίγο σε μια αγνότητα και μετά επανέρχονται πίσω ο καθένας στον βούρκο του, μικρό ή μεγάλο. Συνήθως, το δημιούργημα είναι ανώτερο από τον ίδιο τον δημιουργό, τον ξεπερνά. Προσωπικά, δεν περιμένω απ’ τον δημιουργό, κατ’ ανάγκη, να είναι αντάξιος του έργου του. Βέβαια, επειδή όπως είπαμε πριν επειδή η τέχνη είναι παρηγορητική, θα περίμενε κανείς κι απ’ τον δημιουργό να είναι συμπονετικός, να έχει ωραία συναισθήματα για τους άλλους. Δεν συμβαίνει συχνά, όμως, αυτό το πράγμα. Όταν έχει φύγει ο δημιουργός, όταν έχει πεθάνει, νομίζω ότι κανέναν δεν απασχολεί τι άνθρωπος ήτανε. Έχω πολλές περιπτώσεις δημιουργών, που τους θεωρώ φοβερούς, αλλά ως άνθρωποι δεν είχαν καλό όνομα. Όπως πχ ο Φερνάντο Πεσσόα που ήταν με τη δικτατορία στην Πορτογαλία, ή ο Νταλί που λένε ότι ήταν καθίκι. Δεν έχει σημασία εν τέλει. Όταν είναι παρόντες, βέβαια, όταν μπορείς δηλαδή να συναντήσεις και τον δημιουργό και το έργο, πραγματικά σε στενοχωρεί όταν δεν είναι αντάξιος του έργου ο δημιουργός. Δυστυχώς, όμως, δεν είναι μόνο οι «καλοί άνθρωποι» που κάνουν καλή τέχνη.

Θανάση, ποια είναι η πιο βαθιά στιγμή μέσα στη μέρα σου;

Όταν κάνω βόλτα στο δάσος και ακούω τον αέρα να περνάει μέσα από τα δέντρα. Εκείνη τη στιγμή είναι σαν να είμαι τελείως μόνος μου στον κόσμο ολόκληρο, είναι σαν να έρχεται ο αέρας αυτός και να με απογυμνώνει από τη σάρκα, να γίνομαι ένα τίποτα. Είναι η στιγμή που νιώθω πολύ πιο κοντά στην αρχή των πραγμάτων. Το βασικό πράγμα που με απασχολεί και προσπαθώ να διαβάσω και να λύσω -και εύχομαι μέχρι το τέλος της ζωής μου να το έχω βρει-, είναι αυτό. Πώς έγιναν όλα αυτά, ποιοι είμαστε εμείς, τι κάνουμε… Και μάλιστα διαισθάνομαι ότι όλα τα πράγματα έχουν γίνει με βάση έναν πολύ όμορφο και απλό μαθηματικό τύπο. Έχω την αίσθηση, κοντά σε αυτό που λέει ο Σοπενχάουερ, ότι αυτό που κινεί τα νήματα είναι η θέληση για ζωή. Δηλαδή, το σύμπαν θέλει να υπάρξει, θέλει να γνωρίσει τον εαυτό του και στην προσπάθεια του αυτή -να υπάρξει και να γνωρίσει τον εαυτό του- δημιουργεί και τη νοημοσύνη (νοήμονα όντα), όχι με σκοπό αλλά με μια προσπάθεια χωρίς καθόλου σκέψη. Πώς είναι ο κισσός που ανεβαίνει στα δέντρα γιατί ο ίδιος δεν έχει τον κορμό για να το κάνει -που κι αυτό δείχνει τη θέληση για ζωή… Αυτή η θέληση για ζωή έχει φτιάξει τον άνθρωπο, ο οποίος σκέφτεται ποιος είναι, πού πάει, πώς βρέθηκε εδώ, έτσι ώστε αν ο ίδιος ο άνθρωπος θα αποκτήσει αυτή την επίγνωση, εκείνη ακριβώς τη στιγμή θα την αποκτήσει και το σύμπαν. Γιατί ο άνθρωπος ή άλλα νοήμονα όντα είναι κομμάτια του σύμπαντος. Κάπως έτσι τα σκέφτομαι. Αυτά είναι τα βαθιά που σκέφτομαι.

Η ολοκλήρωση του ανθρώπου έρχεται όταν συνειδητοποιεί τη δική του ανυπαρξία. Τότε έρχεται η ωριμότητα, κατά τη γνώμη μου. Για να γίνεις ώριμος πρέπει να σκεφτείς τον δικό σου θάνατο. Να βιώσεις με τον νου την ανυπαρξία.


Μιλώντας για τη φύση, ακούγοντας το καινούργιο τραγούδι «Με τα χρόνια» η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν ότι πρόκειται για ένα κομμάτι για την κλιματική αλλαγή και το περιβάλλον…

Κανονικά δεν πρέπει να πω, αλλά η αφορμή για να γραφτεί αυτό το τραγούδι ξεκίνησε από κάτι που διάβασα και έλεγε ότι πέθανε ο Σούνταν, ο τελευταίος αρσενικός λευκός ρινόκερος. Συγκινήθηκα πολύ βαθιά. Είναι συγκλονιστικό όταν ξέρεις ότι χάνονται είδη ζωής και δεν θα επανέλθουν. Με συγκίνησε πάρα πολύ και αποτέλεσε την αφορμή για να γράψω τα λόγια. Η Απώτατη Θούλη που αναφέρω είναι το πιο απομακρυσμένο ηλιακό μας σύστημα. Ακόμα κι όταν ξέρω όμως, δεν θέλω να τα εξηγώ γιατί αυτόματα ακυρώνω αυτό που έχει φτιάξει ο ακροατής, ο δέκτης και δεν είναι ωραίο. Σκεφτείτε το εξής. Διαβάζετε ένα βιβλίο και μετά το βλέπετε γυρισμένο σε ταινία. Δεν ξενερώνετε συνήθως; Τη στιγμή που διαβάζεις, οποιαδήποτε περιγραφή τη φτιάχνεις μέσα σου. Φτιάχνεις τα πρόσωπα, τους δρόμους, τα κτήρια. Πλάθεις έναν κόσμο δικό σου, συμμετέχεις, κινείσαι μαζί, συγκινείσαι. Και κάποια στιγμή έρχεται ο σκηνοθέτης και δίνει τη δικιά του εκδοχή και λες… δεν είναι έτσι. Γενικώς, δεν πρέπει να εξηγούμε στην τέχνη. Είναι σαν να την υποβιβάζουμε, νομίζω. Εντάξει, καμιά φορά υπάρχουν κάποια κλειδιά που πρέπει να τα λέμε, όπως πχ αυτό με τον Σούνταν, απλώς για να μπαίνει ο δέκτης σε ένα κλίμα και να αντιλαμβάνεται κάποια πράγματα. Αλλά όχι όλα.

Περιμένουμε το Αγιάζι τώρα…

Ο επόμενος δίσκος που κάνω, βρίσκομαι στη μίξη, είναι με ορχηστρικά. Και μετά ακολουθεί ο δίσκος που θα είναι και το Αγιάζι και πιο λαϊκότροπα τραγούδια. Θέλω να καλύψω όλους τους ανθρώπους, τι να κάνω; Όταν έβγαλα τον δίσκο «Η βροχή από κάτω», με προσέγγισε κόσμος που δεν άκουγε ελληνική μουσική και όταν την επόμενη χρονιά έβγαλα τον «Διάφανο», αυτοί ξενέρωσαν. Αλλά εγώ δεν μπορώ ποτέ να κάνω τα ίδια πράγματα. Ακούω διάφορες μουσικές με αποτέλεσμα αυτό να με στέλνει σε διαφορετικά μονοπάτια, δημιουργικά.


thanasis_papa2233.jpg
Στιγμιότυπο από τη συνέντευξή μας, που έγινε μέσω ZOOM


*Χρησιμοποιώ πρώτο πληθυντικό, για τον λόγο ότι τη συνέντευξη την κάναμε από κοινού με τη συνάδελφο Τάνια Νεοκλέους. Όταν αποφασίσαμε να κάνουμε μαζί μια συνέντευξη στον Θανάση, ήμασταν στον ίδιο δημοσιογραφικό όμιλο. Πλέον όχι, αλλά παρόλα αυτά την υπόσχεσή μας την κρατήσαμε, αφού νομίζω ότι και στη δική μας περίπτωση ο ανταγωνισμός είναι έννοια εντελώς άγνωστη. Και αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο χαίρομαι για αυτή τη συνέντευξη, αφού είναι λυτρωτικό όταν με τους ανθρώπους βρίσκουμε αυτά που μας ενώνουν και όχι αυτά που μας χωρίζουν. Εκτός από τη CITY, λοιπόν, η συνέντευξη δημοσιεύεται σήμερα και στον Φιλελεύθερο.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ