Ο εγγονός ενός καμηλάρη αφηγείται στη CITY την καθημερινότητα του παππού του

Ο Στέφανος Στυλλή Κκαϊλή υπήρξε -επί δεκαετίες- καμηλάρης στο χωριό Διόριος της επαρχίας Κερύνειας. Ο εγγονός του, Αντρέας Στεφάνου, θυμάται και μοιράζεται μαζί μας ιστορίες που του είχε πει ο παππούς του.

Article featured image
Article featured image

Πρόσφατα είχαμε δημοσιεύσει στη CITY μια σειρά από φωτογραφίες της Κύπρου από τη δεκαετία του ’60. Ανάμεσα σε αυτές ήταν και μια φωτογραφία με έναν βρακοφόρο καμηλάρη. Μέσω ενός τηλεφωνήματος, η κυρία Νίνα μάς ενημέρωσε ότι ο εικονιζόμενος ήταν ο παππούς της και ότι χάρηκε ιδιαίτερα που είδε τη δημοσίευση, καθότι κανένας από την οικογένειά του δεν είχε τη συγκεκριμένη φωτογραφία που τράβηξε ο φωτογράφος Benny Rasmussen στο νησί, το 1964.


Αφού μοιράστηκε μαζί μας τον ενθουσιασμό της και μας ευχαρίστησε για το «δώρο», η κυρία Νίνα μάς έφερε σε επαφή με τον ξάδελφό της, κύριο Αντρέα Στεφάνου, ο οποίος είχε, όπως μας είπε η ίδια, ενδιαφέρουσες ιστορίες να μοιραστεί μαζί μας από τον παππού της.

Και πράγματι, οι αφηγήσεις του ήταν πολύ ζωντανές.

«Ο παππούς μου ξεκινούσε από τον Διόριο της Κερύνειας με τις 7-8 καμήλες του στις 6 το απόγευμα και έφτανε στη Λευκωσία στις 5 το πρωί. "Επιάναμεν την καμηλόστρατα, ετζοιμούμουν πάνω στον κάμηλο τζαι έρκουμουν στη Λευκωσία", θυμάται να του λέει ο παππούς του.

Ακολούθως, περίμεναν τον πορτάρη να τους ανοίξει τις Πύλες (Πάφου, Αμμοχώστου κλπ) για να μπουν στην πόλη και συνήθως πήγαιναν στο πιο μεγάλο Χάνι, που ήταν αυτό της Αγιάς Σοφιάς.

Ο παππούς κουβαλούσε πράγματα τόσο από το χωριό προς τη Λευκωσία, όσο και στην επιστροφή. Στη Λευκωσία έπαιρνε κάρβουνο το οποίο χρησιμοποιούσαν πχ οι ράφτες για το σιδέρωμα αλλά και άλλοι, αφού τότε δεν είχαν ηλεκτρικό ρεύμα, όπως επίσης και κόννο, ο οποίος χρησίμευε ως δομικό υλικό.

Στην επιστροφή κουβαλούσε “πραμάθκεια” για τους μπακάληδες των χωριών που ήταν στον δρόμο προς το χωριό του (Γερόλακκος, Άγιος Βασίλειος, Σκυλλούρα, Κοντεμένος, Ασώματος, Μύρτου, Διόριος, Κορμακίτης)».


Θυμάται να του λέει ο παππούς του ότι κουβαλούσε από μακαρόνια, σαπούνια “Προκόπη” (πράσινο) για λούσιμο και για πλύσιμο των ρούχων και μπογιές των παπουτσιών, μέχρι ρέγκες σε ξύλινα κουτιά ξύλινα και μπακαλιάρο.

Καμιά φορά έφερνε και φραντζόλες για τα παιδιά του και λίγο “χαλουβά”. Τις φραντζόλες, που ουσιαστικά ήταν άσπρο ψωμί, τα παιδιά τις έτρωγαν μαζί με το συνηθισμένο μαύρο ψωμί, κάτι σαν υποκατάστατο του χαλουμιού .



Ο Στέφανος Στυλλή Κκαϊλή υπήρξε καμηλάρης από την ηλικία των δέκα ετών. Αρχικά ως υπάλληλος, ενώ ακολούθως δημιούργησε το δικό του καραβάνι με 7-8 καμήλες. Μετά την τουρκική εισβολή, έμεινε στον Διόριο ως εγκλωβισμένος για 4 χρόνια, ενώ το ’78 απεβίωσε στη Λεμεσό.

Στο χωριό, που ήταν μεικτό, ζούσαν αρμονικά με τους Τ/κ. Εξ ου και -όπως αναφέρει στη CITY ο κύριος Αντρέας- πάντα έλεγε στα παιδιά και τα εγγόνια του: «Αν πάτε καμιά φορά πίσω, που εν πιστεύκω να πάτε, να μην πειράξετε κανέναν», εννοώντας φυσικά τους Τ/κ συγχωριανούς του.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ