Αφού μοιράστηκε μαζί μας τον ενθουσιασμό της και μας ευχαρίστησε για το «δώρο», η κυρία Νίνα μάς έφερε σε επαφή με τον ξάδελφό της, κύριο Αντρέα Στεφάνου, ο οποίος είχε, όπως μας είπε η ίδια, ενδιαφέρουσες ιστορίες να μοιραστεί μαζί μας από τον παππού της.
Και πράγματι, οι αφηγήσεις του ήταν πολύ ζωντανές.
«Ο παππούς μου ξεκινούσε από τον Διόριο της Κερύνειας με τις 7-8 καμήλες του στις 6 το απόγευμα και έφτανε στη Λευκωσία στις 5 το πρωί. "Επιάναμεν την καμηλόστρατα, ετζοιμούμουν πάνω στον κάμηλο τζαι έρκουμουν στη Λευκωσία", θυμάται να του λέει ο παππούς του.
Ακολούθως, περίμεναν τον πορτάρη να τους ανοίξει τις Πύλες (Πάφου, Αμμοχώστου κλπ) για να μπουν στην πόλη και συνήθως πήγαιναν στο πιο μεγάλο Χάνι, που ήταν αυτό της Αγιάς Σοφιάς.
Ο παππούς κουβαλούσε πράγματα τόσο από το χωριό προς τη Λευκωσία, όσο και στην επιστροφή. Στη Λευκωσία έπαιρνε κάρβουνο το οποίο χρησιμοποιούσαν πχ οι ράφτες για το σιδέρωμα αλλά και άλλοι, αφού τότε δεν είχαν ηλεκτρικό ρεύμα, όπως επίσης και κόννο, ο οποίος χρησίμευε ως δομικό υλικό.
Στην επιστροφή κουβαλούσε “πραμάθκεια” για τους μπακάληδες των χωριών που ήταν στον δρόμο προς το χωριό του (Γερόλακκος, Άγιος Βασίλειος, Σκυλλούρα, Κοντεμένος, Ασώματος, Μύρτου, Διόριος, Κορμακίτης)».
Θυμάται να του λέει ο παππούς του ότι κουβαλούσε από μακαρόνια, σαπούνια “Προκόπη” (πράσινο) για λούσιμο και για πλύσιμο των ρούχων και μπογιές των παπουτσιών, μέχρι ρέγκες σε ξύλινα κουτιά ξύλινα και μπακαλιάρο.
Καμιά φορά έφερνε και φραντζόλες για τα παιδιά του και λίγο “χαλουβά”. Τις φραντζόλες, που ουσιαστικά ήταν άσπρο ψωμί, τα παιδιά τις έτρωγαν μαζί με το συνηθισμένο μαύρο ψωμί, κάτι σαν υποκατάστατο του χαλουμιού .