Δήμητρα, σού άξιζαν όλες οι μητέρες του κόσμου

Και ένας κήπος γεμάτος κατακόκκινα τριαντάφυλλα.

Article featured image
Article featured image

Σκίτσο κεντρικής φωτογραφίας: Dimitris Georgopalis


Πριν από μερικούς μήνες έστειλα μια συνέντευξή μου στον Μιχάλη. «Προτιμώ να αλλάξουμε τον τίτλο», μού είπε. «Και τι να γράψουμε;», απάντησα. «Αυτό», μού απάντησε πίσω: «”Εν μαθαίνεις πράματα αν δεν τα μερώσεις”. Νιώθω πως αυτό είναι και το μότο μας στη City. Να “εξημερώνουμε” τα πράγματα, για να μην τα κοιτάζουμε με φόβο. Ούτε εμείς ούτε οι αναγνώστες μας. Το άγνωστο ή το διαφορετικό προκαλεί πάντα φόβο στους ανθρώπους. Σημασία δεν έχει να εξαλείψεις τον φόβο, αλλά να τον εξημερώσεις». Συμφώνησα με τον Μιχάλη. Και έτσι η συνέντευξη βγήκε με αυτόν τον τίτλο.

Η πρόσφατη εξαφάνιση της Δήμητρας από τη Λέσβο και οι χθεσινές εξελίξεις μού επανάφεραν στη μνήμη αυτήν τη συζήτηση, αλλά και τη συνάντηση του Μικρού Πρίγκιπα με την αλεπού. Σκέφτηκα πως και στη Δήμητρα το μόνο που άξιζε ήταν μια αλεπού πρόθυμη να εξημερωθεί και ένας κήπος γεμάτος κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Αντ’ αυτού σε ολόκληρη τη ζωή της συνάντησε λύκους πρόθυμους να την κατασπαράξουν και κήπους γεμάτους άσχημα λουλούδια με μυτερά αγκάθια. Και κάθε φορά που η Δήμητρα άπλωνε το χέρι με τα φανταχτερά δακτυλίδια να κόψει ένα λουλούδι, αυτό της μάτωνε την παλάμη. Κάποια στιγμή, οι πληγές ξέφυγαν από τον επιδερμικό ιστό και αναπόφευκτα εισχώρησαν στην ψυχή της. Αυτήν την ψυχή την εγκλωβισμένη σε λάθος σώμα που την «πότιζαν» με χάπια, για να «ιανθεί». Αλλά από πότε οι ψυχές «ιαίνονται» με χάπια;

Θυμάμαι ότι στο Δημοτικό είχαμε ένα αγοράκι που έμοιαζε με κορίτσι. Τα άλλα αγοράκια δεν το έκαναν παρέα και αυτό πολλές φορές καθόταν μόνο του στο παγκάκι. Τότε νομίζω άκουσα για πρώτη φορά τη λέξη «πούστης», συνοδευόμενη από γκριμάτσες απαξίωσης. Θυμάμαι μόνο ότι έσφιξα πολύ δυνατά τις μικρές μου γροθιές που μετά τις πονούσα λίγο. Λίγα χρόνια μετά, στο Λύκειο, ένα κορίτσι ήρθε μια μέρα στο σχολείο με φουσκωμένη κοιλιά. Τότε, άκουσα μια παρέα άλλων κοριτσιών με επίπεδη κοιλιά να την αποκαλούν «πουτάνα». Ξαναέσφιξα τις γροθιές μου και έμπηξα τα νύχια μου βαθιά μέσα στο δέρμα. Την ίδια χρονιά, ήρθε στο σχολείο και μια ομάδα τριών κωφάλαλων παιδιών. Συνεννοούνταν μεταξύ τους με τη νοηματική γλώσσα και περπατούσαν πάντα μαζί, αποκομμένα από τους υπόλοιπους μαθητές. Λες και τούς φοβούνταν. Άκουσα μια μέρα να τους αποκαλούν «φυτά» και έσφιξα πάλι τις γροθιές μου.

Κάθε φορά το σφίξιμο των γροθιών δυνάμωνε και άρχισε να συνοδεύεται από ένα περίεργο σφίξιμο στο στομάχι. Τον ίδιο καιρό, στο χωριό μου άρχισε να φτάνει ένα πρωτοφανές κύμα εργατικών μεταναστών που τάραξε κάπως την ησυχία των «φιλήσυχων» κατοίκων. Άσχετο ότι οι μετανάστες δούλευαν σαν σκυλιά στα χωράφια τους και ξεσκάτιζαν με στοργή τις ανήμπορες γιαγιάδες. Μια μέρα, ένας φίλος του μακαρίτη του παππού μου εκφράστηκε με απίστευτο ρατσιστικό μένος εναντίον τους. «Έρχονται αυτοί οι χτικιάρηδες οι αραπάδες και βρομίζουν τον τόπο μας». Έσφιξα και πάλι τις γροθιές μου, αλλά αυτήν τη φορά, σχεδόν χωρίς να το καταλάβω, άνοιξα το στόμα μου και του είπα με εκείνη την εφηβική αφέλεια: «Χτικιάρης και σκατόψυχος είσαι εσύ που μιλάς έτσι». Δεν λέω πως έκανα καλά. Η μάνα μου που ήταν δίπλα, δάγκωσε τα χείλη της και με τράβηξε από το μπράτσο. «Φαρμακόγλωσσα», μού είπε. Την κοίταξα στα μάτια, απεγκλωβίστηκα από τα χέρια της και έφυγα. Θυμάμαι ότι αυτήν τη φορά το σφίξιμο στο στομάχι είχε μεγάλη διάρκεια και δεν μπορούσα να το ελέγξω.

Εσύ, Δήμητρα, αν ήσουν στη θέση μου, θα απαντούσες μάλλον στον φίλο του μακαρίτη του παππού μου με αγάπη και με χαμόγελο. Ίσως να του αφιέρωνες και κανένα από αυτά τα τραγούδια που τόσο σου άρεσε να τραγουδάς και να χορεύεις. Σίγουρα δεν θα καταλάβαινε, αλλά εσύ θα ήξερες. Πάντα ήξερες κι ας οι άλλοι σε έπαιρναν για τρελή. Πέρασαν χρόνια για να καταλάβω πως όλη αυτή η λογική του κόσμου δεν ταιριάζει σε ανθρώπους σαν κι εσένα καμωμένους. Ίσως αυτή να ήταν και η καταδίκη σου.

Γράφοντας αυτές τις μάλλον ανούσιες αράδες, φέρνω στο μυαλό μου τους στίχους του Σαχτούρη: «Έζησα κοντά στους ζωντανούς ανθρώπους / Κι αγάπησα τους ζωντανούς ανθρώπους / Όμως ή καρδιά μου ήταν πιο κοντά / Στους άγριους άρρωστους με τα φτερά / Στους μεγάλους απεριόριστους τρελούς / Κι ακόμα στους θαυμάσια πεθαμένους». Στους θαυμάσια πεθαμένους… Τι τραγική ειρωνεία!

Εσύ, Δήμητρα, ήσουν πάντα ο αληθινός εαυτός σου. Απλώς δεν χώρεσες στους άθλιους νόμους της κοινωνίας. Κι εμείς που τώρα σπεύδουμε να σου ζητήσουμε συγγνώμη, επαναπαυόμενοι στην ασφάλεια του «φυσιολογικού» μας σώματος, είμαστε και ψεύτες και υποκριτές και πολύ λίγοι. Αλλά μπορούμε να σου υποσχεθούμε πως θα σφίξουμε τις γροθιές μας, θα τις υψώσουμε στον αέρα και θα παλέψουμε μέχρι να μην υπάρχει κανένα πλάσμα εγκλωβισμένο σε «λάθος» σώμα. Μέχρι να «εξημερωθούν» όλοι οι λύκοι του κόσμου. Μέχρι οι κήποι να ανθίσουν με κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Μέχρι η μόνη ιδιότητα που θα μπορεί να μας αποδίδεται να είναι αυτή του ανθρώπου. Και ίσως μια μέρα εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι για έναν καινούργιο κόσμο, εκεί ίσως σε συναντήσουμε. Υπέρλαμπρη με εκείνο το κατακόκκινο φουστάνι, τις πέρλες στον λαιμό και τα τεράστια δακτυλίδια στα χέρια.

199295330_4003097809727308_5576196264430542329_n.jpg


Σκίτσο: Zaklin Polenaki

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ