Έχω Θέμα
«Είναι ιστορίες που θέλεις να τις ακούσεις, αλλά όχι να τις ζήσεις»
Δύο ζευγάρια προσφύγων, που διαμένουν σήμερα στον προσφυγικό συνοικισμό Λινόπετρας στη Λεμεσό, διηγούνται τα όσα τραγικά βίωσαν εκείνο το μαύρο καλοκαίρι.
Από τη Δέσποινα Χριστοδούλου
20 Ιούλη, ξημερώματα. Οι σειρήνες ηχούν στην ελεύθερη Κύπρο και ξυπνούν τις μαύρες μνήμες της τουρκικής εισβολής του 1974. Είναι μέρα τραγωδίας που πλήγωσε την Κύπρο. Oι άνθρωποι εξαναγκάστηκαν με τη βία να αφήσουν πίσω τη ζωή τους.
Στις 5:30 το πρωί, οι σειρήνες του πολέμου ακούστηκαν ξανά σε ολόκληρο το νησί. Τα όσα φρικτά συνέβησαν είναι γνωστά. Πέντε μέρες μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, οι Τούρκοι έκαναν εισβολή στην Κύπρο, με την ονομασία «Αττίλας». Κόσμος αιχμαλωτίζεται, συλλαμβάνεται, γυναίκες βιάζονται και άνθρωποι εκτελούνται. Χιλιάδες άνθρωποι έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα, καταλήγοντας σε συνοικισμούς, με την προσδοκία για μία σύντομη επιστροφή...
Στους προσφυγικούς συνοικισμούς μπορεί κανείς να έρθει αντιμέτωπος με τα 47 χρόνια κατοχής και πόνου. Στους προσφυγικούς συνοικισμούς οι λεμονιές, οι πορτοκαλιές και οι γείτονες στα διπλανά σπίτια είναι η μόνη παρηγοριά. Στους προσφυγικούς συνοικισμούς τα λιγοστά αντικείμενα που φέραμε μαζί μας, αδημονούν κι αυτά να επιστρέψουν στον τόπο τους. Στους προσφυγικούς συνοικισμούς οι άνθρωποι έχουν αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς.
47 χρόνια μετά την τραγική εκείνη μέρα, η CITY πήγε ξανά σε έναν προσφυγικό συνοικισμό, αυτόν της Λινόπετρας στη Λεμεσό και συνομίλησε με δύο οικογένειες προσφύγων.
Η κυρία Αντιγόνη Χαϊρεπέτη και ο σύζυγός της, Στέλιος Στυλιανίδης, με καταγωγή από το Νέο Χωριό Κυθρέας, μας περιγράφουν τις πιο έντονες και δύσκολες στιγμές που βίωσαν την τραγική μέρα της εισβολής.
«Ήμουνα 30 ετών. Θυμάμαι έντονα τον ήχο των φορτηγών με τους στρατιώτες που περνούσαν έξω από το σπίτι μου. Εγώ πανικοβλημένη να τραβάω την πόρτα του σπιτιού μου να κλείσει και να αφήνω το ένα γυαλί ανοιχτό για να μη ραγίσει από τις βόμβες. Δεν είχα σκεφτεί μήτε το κλειδί μήτε τα αντικείμενα. Στην γειτονιά μου σκότωναν πολλούς, όσους αρνούνταν να φύγουν. Φύγαμε από το Νέο Χωριό και 20 Ιουλίου γέννησα στο Κολόσσι, στη Λεμεσό.
Με την κοιλιά στο στόμα, δεν καταφέραμε να φέρουμε τίποτα μαζί μας, ήρθα με ένα ζευγάρι ‘φλιφλό’, τίποτα άλλο. Γέννησα στις ελεύθερες περιοχές και δεν είχα κουβέρτα να σκεπάσω το μωρό μου, αυτό θα μου μείνει αξέχαστο. Οι αναμνήσεις του πολέμου δεν ξεχνιούνται, δεν μπορούν να ξεχαστούν. Στην προσπάθειά μου να πάω σ’ ένα εκκλησάκι να προσκυνήσω, βρέθηκε μπροστά μου ένας Κύπριος στρατιώτης, προσφέρθηκε να με βοηθήσει καθώς με είδε ετοιμόγεννη. Θα μας έπαιρνε στο νοσοκομείο, ήταν οι μέρες μου να γεννήσω και στο αυτοκίνητο του υπήρχαν τρείς πληγωμένοι. Φτάνοντας στο νοσοκομείο, ήθελα να πάω στην Αγία Βαρβάρα αφού είχα συγγενείς εκεί και με πήρε το ασθενοφόρο μαζί με έναν πληγωμένο. Έμεινα εκεί για τρεις ολόκληρες ημέρες.
Ο Στέλιος έψαχνε μία ολόκληρη εβδομάδα για να με βρει, εφόσον έπρεπε να παρουσιαστεί ως έφεδρος στο στρατόπεδο. Είναι σοκαρίστηκες οι εικόνες του πολέμου, είδα πληγωμένους στο Νοσοκομείο Λευκωσίας. Δεν μπορώ να σας περιγράψω αυτά που είδα… Τραυματισμένοι, φορτηγά γεμάτα με πληγέντες, κρανία μοιρασμένα, συγχωριανοί έψαχναν απεγνωσμένα τους ανθρώπους τους… Είναι ιστορίες που θέλεις να τις ακούσεις, αλλά όχι να τις ζήσεις».
Το μόνο αντικείμενο που έφερε μαζί της στη Λεμεσό η κυρία Αντιγόνη ήταν η εκατό ετών προίκα της. Πρόκειται για κουταλάκια με τα αρχικά της μητέρας της, ένα καπνιστήρι και κάτι πιρουνάκια.
Ο κύριος Γιώργος και η κυρία Αναστασία Μαρώνου είναι πρόσφυγες από τον Άγιο Επίκτητο της Κερύνειας και κατοικούν σήμερα στο συνοικισμό Λινόπετρας. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος ήταν αρραβωνιασμένοι και είχαν προγραμματισμένο τον γάμο τους λίγες μέρες μετά…
«Ξημερώματα της 20ης Ιουλίου έφθασα στον Καραβά ως έφεδρος. Η ώρα 5:30 ενημερώσαμε τον διοικητή πως τα πλοία του εχθρού ήταν έτοιμα για απόβαση. O διοικητής απάντησε “Αφήστε τα σκυλιά, είναι για να μας φοβερίσουν”. Φορτηγά με Παφίτες είχαν έρθει με προορισμό τη Μύρτου, δεν ξέρω αν ήταν από άγνοιά τους, αλλά αυτοί που τους έδωσαν οδηγίες τούς οδηγούσαν στο στόμα του λύκου. Εγώ όμως, τους πληροφόρησα πως αν ακολουθήσουν τις οδηγίες που έχουν θα καταλήξουν στην Κερύνεια και οι Τούρκοι είχαν ήδη κατακλύσει το χωριό. Κατάφερα και τους έδειξα τον δρόμο για το χωριό Μύρτου, μετά θα πήγαιναν προς Πάφο. Όταν είχα επιστέψει πίσω και συνάντησα τον διοικητή μου, η πρώτη κίνηση που έκανε ήταν να οπλίσει το όπλο του και να με σημαδέψει. Απορημένος τον ρωτάω ‘γιατί;’. ‘Είσαι προδότης, πού πήρες του Παφίτες;’, με ρωτά. ‘Τους γλύτωσα από το στόμα του λύκου, του απαντώ’. Αυτή ήταν μια από τις χειρότερες αναμνήσεις που έχω από τον πόλεμο.
Μετά από μέρες κούρασης κατέληξα στη Μύρτου, βρήκα μία τερατσιά και κάθισα να ξεκουραστώ. Παρακολουθούσα την οροσειρά του Πενταδακτύλου να καίγεται και τους στρατιώτες μας να δίνουν μάχες. Εκείνη τη στιγμή ήμουνα χαμένος στις σκέψεις μου. Ενώ παρακολουθούσα τον Πενταδάκτυλο, πίσω μου στέκονταν τα αδέλφια μου και με έψαχναν. ‘Φίλε μου, ψάχνω κάποιον Γιώρκο Μαρώνου’. Ο αδελφός μου δεν με αναγνώρισε, ήμουν αγνώριστος».
Η κυρία Αναστασία μας περιέγραψε πώς τη βρήκε ο αρραβωνιαστικός της, ο οποίος μόλις έφθασε στη Λεμεσό ξεκίνησε να την ψάχνει. Ο ίδιος προσπαθούσε να μάθει που δούλευε η γυναίκα του και αφού άκουσε πως είχε ξεκινήσει εργασία στο Φασούρι, πήγε αμέσως να τη βρει. Φώναζαν το όνομα της από τα μεγάφωνα, για να εμφανιστεί στην Πύλη. Όλες οι γυναίκες συγκινήθηκαν και έκλαιγαν, γιατί δεν περίμεναν να επιστρέψουν από τον πόλεμο οι αγαπημένοι τους, είχαν όμως την ελπίδα… «Το τελευταίο που θυμάμαι πριν φύγω από το σπίτι μου είναι την αστυνομία να μας κτυπάει την πόρτα το πρωί, για να παρευρεθεί ο αρραβωνιαστικός μου στο στρατόπεδο του Καραβά. Έφυγε από την ίδια στιγμή περπατητός. Δεν θα ξεχάσω ποτέ… Βγήκα στον δρόμο και τον έβλεπα συνέχεια, μέχρι το σημείο που δεν μπορούσα να δω ούτε την σκιά του. Ο Γιώργος με έβλεπε σαν να ήταν η τελευταία φορά».
Μέσα στη βιασύνη τους, δεν κατάφεραν να φέρουν τίποτα μαζί τους. Αν είχαν την ευκαιρία θα έφερναν την προίκα του γάμου, όμως δεν υπήρχε χώρος για αντικείμενα. Οι άνθρωποι έτρεχαν να σώσουν τις ζωές τους και όχι τα υλικά αγαθά.