Έχω Θέμα
Ψήνεσαι να χαθούμε στο απέραντο γαλάζιο της θάλασσας;
Επτά μέρες, έξι διαφορετικοί προορισμοί και πολλές συγκινήσεις. Κρήτη, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Μύκονος, Σαντορίνη και Ρόδος. Όπως και να έχεις τις ιδανικές διακοπές μέσα στο μυαλό σου, η κρουαζιέρα της Celestyal Cruises στο μυθικό αρχιπέλαγος θα σε αποζημιώσει με τον καλύτερο τρόπο. Ίσως και λίγο παραπάνω.
Έχω Θέμα
Ψήνεσαι να χαθούμε στο απέραντο γαλάζιο της θάλασσας;
Επτά μέρες, έξι διαφορετικοί προορισμοί και πολλές συγκινήσεις. Κρήτη, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Μύκονος, Σαντορίνη και Ρόδος. Όπως και να έχεις τις ιδανικές διακοπές μέσα στο μυαλό σου, η κρουαζιέρα της Celestyal Cruises στο μυθικό αρχιπέλαγος θα σε αποζημιώσει με τον καλύτερο τρόπο. Ίσως και λίγο παραπάνω.
Καθώς έπαιρνε να σουρουπώνει, όντας στη μέση του πελάγους και έχοντας ξεχάσει -εντελώς σκόπιμα- το κινητό στην καμπίνα, ανέβηκα στο κατάστρωμα, άναψα τσιγάρο και παρήγγειλα από τη Μαρία ένα ποτήρι κρασί. Δεν συνηθίζω να πίνω κρασί, αλλά κάπως μού ταίριαξε εκείνη τη στιγμή να συνοδεύσω τη δύση του ηλίου με κόκκινο κρασί. Ίσως να ευθυνόταν το θαλασσινό αεράκι που μου έφερε στον νου ένα απόσπασμα από τον «Βίο και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» του Καζαντζάκη που λέει περίπου τα εξής: «Η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο – ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή της θάλασσας». Χάρηκα πολύ που τελικά επέλεξα να ξεχάσω το κινητό στην καμπίνα.
Άλλωστε, σε αυτήν την κρουαζιέρα με τη Celestyal Cruises, θυμήθηκα πράγματα σχεδόν ξεχασμένα. Όπως, για παράδειγμα, πόσο λιτά μπορείς να υφάνεις την ευτυχία. Με πρώτες ύλες σχεδόν ευτελείς. Δηλαδή, η εξίσωση θα μπορούσε να ήταν κάπως έτσι: μια καρδιά απλή και λιτοδίαιτη, μια ελιά από τον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης, ένα αμπέλι από τη Σαντορίνη και ένα καράβι που ο Ανγκούς, ο (υπέροχος) σερβιτόρος από το Μπαλί, θεωρεί δεύτερό του σπίτι. Και που για επτά μέρες έγινε και δικό μας σπίτι.
Η απόδραση με το Celestyal Olympia στο μυθικό αρχιπέλαγος της Ελλάδας, στην οποία μάς προσκάλεσε η Action Global Communications (και την ευχαριστούμε πολύ), ήταν ό,τι έπρεπε μετά από μια δύσκολη για όλους μας περίοδο. Πέραν των πανέμορφων προορισμών, εξαιρετική ήταν και η εμπειρία που βιώσαμε πάνω στο πλοίο, αλλά και η ασφάλεια που νιώθαμε εκεί, καθώς τηρούνταν υποδειγματικά όλα τα προβλεπόμενα μέτρα ένεκα κορωνοϊού. Πέραν τούτων, φάγαμε καλά, ήπιαμε πολύ, χορέψαμε έξαλλα, γελάσαμε δυνατά, τραγουδήσαμε ακόμη πιο δυνατά και στο τέλος δώσαμε την ευχή «ν’ ανταμώνουμε πάντα»!
Πρώτος σταθμός της κρουαζιέρας μας ήταν ο Άγιος Νικόλαος της Κρήτης. Από εκεί, κατευθυνθήκαμε προς την Ελούντα, ένα παραθαλάσσιο θέρετρο, με μοναδική ομορφιά και γαλαζοπράσινα νερά. Απέναντι, βρίσκεται το μικρό νησί της Σπιναλόγκας, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως φρούριο, αλλά φυσικά και ως λεπροκομείο, από το 1903 μέχρι το 1957. Αν ξεκλέψεις λίγο χρόνο, μπορείς να απολαύσεις φρέσκο ψαράκι στου Τζιοβάνι που έκανε ένα φεγγάρι στην Κύπρο και που το μαγαζί του βρίσκεται πλάι στο κύμα με απρόσκοπτη θέα στη Σπιναλόγκα. Πίσω στον Άγιο Νικόλαο, επιβάλλεται να περπατήσεις στα γραφικά δρομάκια της πόλης και να φας το παγωτό σου δίπλα στη λιμνοθάλασσα της Βουλισμένης, στην οποία, σύμφωνα με τη μυθολογία, λουζόταν η θεά Αθηνά.
Δεύτερο λιμάνι, αυτό του Λαυρίου. Από εκεί, έχεις διάφορες επιλογές, για να περάσεις τη μέρα σου. Μπορείς, φυσικά, να επισκεφθείς το Σούνιο που είναι μισή ώρα με το πούλμαν ή να κατέβεις στο κέντρο της Αθήνας. Εμείς επιλέξαμε το δεύτερο, γιατί η Αθήνα πάντα μάς κλείνει πονηρά το μάτι! Τώρα που άνοιξε η εστίαση, μη φύγεις από την πρωτεύουσα αν δεν πιεις καφεδάρα σε μια από τις πολλές ταράτσες της πόλης. «Κι εσύ έχεις στο πιάτο σου ολόκληρη Αθήνα», λέμε.
Τρίτος προορισμός η Θεσσαλονίκη. Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις για την -ίσως- ομορφότερη πόλη της Ελλάδας. Αρκεί να περπατήσεις στην παραλία, να ανέβεις την πλατεία Αριστοτέλους, να χαθείς στα Λαδάδικα, να ατενίσεις προς τον Λευκό Πύργο και να ανηφορίσεις προς την Άνω Πόλη, για να λύσεις τον προαιώνιο γρίφο της ομορφιάς. Αφήνοντας, όμως, τα ποιητικά στην άκρη, πριν επιβιβαστείς στο καράβι, επιβάλλεται να κάνεις μια στάση στο -θρυλικό πλέον- Kitchen Bar, δίπλα στο λιμάνι, για καφέ και γλυκό. Οι θερμίδες σε αυτήν την περίπτωση μηδενίζονται!
Τέταρτη, αλλά πρώτη στις καρδιές πολλών η κοσμοπολίτικη Μύκονος. Ονειρικές παραλίες -εμείς επιλέξαμε να κάνουμε τις βουτιές μας στον Ορνό- και, φυσικά, βόλτες στα πλακόστρωτα δρομάκια της Χώρας με τελικό προορισμό την Αλευκάντρα, γνωστή και ως «Μικρή Βενετία». Η Αλευκάντρα είναι ίσως η πιο όμορφη και γραφική γειτονιά της Χώρας, χτισμένη κυριολεκτικά πάνω στη θάλασσα. Η μοναδικής αρχιτεκτονικής περιοχή, με τα πολύχρωμα μπαλκόνια και τα πλουμιστά χαγιάτια, άρχισε να κτίζεται στα μέσα του 18ου αιώνα και εκεί βρίσκονταν οι κατοικίες των πλούσιων εμπόρων και των καπεταναίων. Στην ίδια περιοχή, βρίσκονται και οι πασίγνωστοι ανεμόμυλοι, οπότε έχε ανά χείρας το κινητό για πολλές φωτογραφίες. Για το βραδάκι εμείς ήπιαμε κρύα μπίρα Άλφα και φάγαμε ιταλικά, για να ολοκληρωθεί η εμπειρία της Βενετίας στη μέση του Αιγαίου Πελάγους, την ώρα που μέσα στα νερά του καταδυόταν ο (θεός) ήλιος!
Μετά τη Μύκονο, σειρά είχε η Σαντορίνη. Στην περίπτωση του κυκλαδίτικου αυτού νησιού, ό,τι και να πεις θα είναι λίγο, μιας και η ομορφιά μοιάζει να εκρήγνυνται από τα έγκατα του ηφαιστιογενούς εδάφους. Ακόμη κι αν δεν ανήκεις στην κατηγορία των ρομαντικών, είναι σίγουρο ότι θα παραδοθείς στη γοητεία τής Σαντορίνης αμαχητί. Το απέραντο μπλε σε ένα αέναο φλερτ με το λευκό. Εμείς διαλέξαμε για μπάνιο την παραλία της Περίσσας με τη ψιλή μαύρη άμμο και τα καταγάλανα κρυστάλλινα νερά. Το απόγευμα μάς βρήκε στη μαγευτική Οία, τον παραδοσιακό οικισμό που είναι χτισμένος στο βορειότερο τμήμα της καλντέρας με τις υπόσκαφες κατοικίες μέσα στα ηφαιστειακά πετρώματα. Η μέρα μας ολοκληρώθηκε στα Φηρά, την πρωτεύουσα της Σαντορίνης, χτισμένη στον βράχο, 300 μέτρα πάνω από τη θάλασσα. Το σκηνικό συνθέτουν γραφικά σοκάκια, λευκά θολωτά σπίτια, γαλάζιοι τρούλοι και, ίσως, το πιο όμορφο ηλιοβασίλεμα της ζωής σου!
Λίγο πριν επιστρέψουμε στη Λεμεσό, τελευταία μάς υποδέχτηκε η Ρόδος. Επιβλητική με τις μεσαιωνικές οχυρώσεις της, αλλά την ίδια στιγμή απλή και οικεία. Οι τέσσερις περίπου ώρες που είχαμε στη διάθεσή μας ήταν αρκετές, για να περπατήσουμε στην Παλιά Πόλη με τα γραφικά σοκάκια, τα πολύχρωμα μαγαζάκια, τις πλατείες με τα σιντριβάνια και τα κτίσματα μιας άλλης εποχής. Πριν φύγουμε, κάναμε μια στάση στον πολυσύχναστο πεζόδρομο Νικηφόρου Μανδηλαρά, για καφέ και σνακ στον «Κούκο». Εξαιρετικός χώρος και εξαιρετικές πίτες φτιαγμένες στον παραδοσιακό ξυλόφουρνο με ντόπια προϊόντα. Αφού φάγαμε (για ακόμα μια φορά), επιστρέψαμε στο πλοίο για το ταξίδι της επιστροφής στο λιμάνι της Λεμεσού, έχοντας στις αποσκευές μας -εκτός από σουβενίρ και γλυκά- αναμνήσεις, γεύσεις, μυρωδιές, εικόνες και ήχους. Και κάπως έτσι χρειαστήκαμε δεύτερη «αποσκευή»!
Υ.Γ. Μαμά, υπόσχομαι ότι θα σε πάρω μαζί μου την επόμενη φορά! Γιατί σίγουρα θα υπάρξει επόμενη!
Φωτογραφίες: Άντρια Γεωργίου, Τάνια Νεοκλέους