Αρχές της δεκαετίας του 1960 και οι πληγές του εμφύλιου πολέμου όχι μόνο δεν έχουν κλείσει οριστικά, αλλά έχουν εξελιχθεί σε σπινθήρα πολιτικού διχασμού με την ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή, την Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, την ΕΔΑ και κάτι που αρχίζει να μοιάζει με παρακράτος, να αποτελούν τα πιόνια μιας νοσηρής σκακιέρας.
Την ίδια εποχή, οι μεγαλουπόλεις αρχίζουν να αλλάζουν σχεδόν βίαια, με τις πρώτες πολυκατοικίες να ανεγείρονται, αφού προηγουμένως είχαν γκρεμιστεί τα παραγκόσπιτα που βρίσκονταν εκεί. Αυτή ήταν η νέα πραγματικότητα των ανθρώπων της Δραπετσώνας.
Ο ίδιος ο Θεοδωράκης έχει διηγηθεί το πως γράφτηκε το τραγούδι: «Ο Tάσος Λειβαδίτης, θυμάμαι, είχε έλθει στο σπίτι μου στη Nέα Σμύρνη και είχε ακούσει ένα μέρος από ένα κοντσέρτο για πιάνο που είχα αρχίσει να γράφω. Tου άρεσε πολύ, έβαλε λόγια στη μουσική και έτσι γράψαμε το 'Mάνα μου και Παναγιά'.
Για να βγει σε δίσκο, όμως, έπρεπε να γράψουμε άλλο ένα τραγούδι, να το ‘ζευγαρώσουμε’, γιατί τότε βγαίνανε οι δίσκοι μικροί, με δύο τραγούδια ο καθένας. Ο αδελφός μου είχε προτείνει να γράψω ένα τραγούδι για τα γεγονότα. Εκείνη την εποχή, η κυβέρνηση ήθελε να διώξει τους πρόσφυγες απ’ τις παράγκες τους στη Δραπετσώνα, χωρίς να τους δώσει αποζημίωση. Για εκείνους ήταν ένας αγώνας επιβίωσης, ένας αγώνας ζωής ή θανάτου, καθώς πήγαιναν οι μπουλντόζες και τους ξήλωναν τα σπίτια.
Mια μέρα, πηγαίνοντας με το αυτοκίνητο προς την ‘Kολούμπια’ για φωνοληψία τού ‘‘Mάνα μου και Παναγιά’’, μου ήρθε ξαφνικά η έμπνευση για τη ‘Δραπετσώνα’, μπροστά στο θέατρο Kαλουτά. Σταμάτησα απότομα και έγραψα τη μελωδία. Tο ίδιο βράδυ τηλεφώνησα στον Λειβαδίτη, του τραγούδησα απ’ το τηλέφωνο τη μελωδία κι εκείνος έγραψε τους στίχους. Έτσι βγήκαν τα δύο τραγούδια σ’ένα 45άρι».
Στην πρώτη εκτέλεση τραγουδά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης ενώ μπουζούκι παίζει ο Μανώλης Χιώτης. Η Δραπετσώνα, στη πρώτη της ηχογράφηση, το 1961