Ο σκηνοθέτης Κώστας Σιλβέστρος με ανάρτηση στον προσωπικό του λογαριασμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αναφέρει, ως άμεσα εμπλεκόμενος, τι συνέβη κατά τη διαδικασία επιλογής της παραγωγής του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, η οποία θα συμμετάσχει στο προσεχές Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Όπως αναφέρει ο σκηνοθέτης, ενώ αρχικά είχε γίνει πρόταση στον ίδιο, στη συνέχεια ο ΘΟΚ μετά και από επαφές που είχε με την καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ, απεφάσισε να προχωρήσει με σκηνοθέτη εξ Ελλάδος.
Ο Κώστας Σιλβέστρος, μεταξύ άλλων, στην τοποθέτησή του διερωτάται «σε ποιο βαθμό το διοικητικό συμβούλιο του οργανισμού υπερασπίζεται και προωθεί τους Κύπριους δημιουργούς του», αφού «είναι η τρίτη συνεχόμενη φορά που στην Επίδαυρο θα πάει Ελλαδίτης σκηνοθέτης, σε δύο εκ των οποίων απορρίφθηκαν πρώτα Κύπριοι».
Παραθέτουμε αυτούσια την ανάρτηση του Κώστα Σιλβέστρου:
«Επειδή δέχομαι τηλεφωνήματα από συναδέλφους αλλά και δημοσιογράφους που θέλουν λεπτομέρειες για το τι ακριβώς έγινε με το θέμα της Επιδαυρου, προτιμώ ως άμεσα εμπλεκόμενος να γράψω εδώ δυο λόγια γιατί αισθάνομαι ότι το θέμα δεν είναι προσωπικό και δεν αφορά εμένα μόνο.
Πράγματι, πριν περίπου έναν χρόνο ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΘΟΚ μού εξέφρασε την επιθυμία του να είμαι ο σκηνοθέτης της πρότασης του ΘΟΚ προς το Φεστιβάλ Επιδαύρου για το ερχόμενο καλοκαίρι. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε μια διαδικασία μελέτης, αγωνίας, συζητήσεων και ενθουσιασμού ώστε να καταλήξουμε στην τελική μας πρόταση προς το φεστιβάλ. Καταλήξαμε τελικά σε μια δυνατή, θεωρώ, πρόταση . Η πρόθεσή μου από την πρώτη στιγμή ήταν να παρουσιαστεί στην Επίδαυρο μια πρόταση με σύγχρονη κυπριακή καλλιτεχνική ταυτότητα. Λίγες μέρες μετά την ολοκλήρωση του σκελετού της πρότασης, ενημερώθηκα από τον καλλιτεχνικό διευθυντή ότι η καλλιτεχνική διευθύντρια του φεστιβάλ Επιδαύρου δεν είναι αρνητική ως προς το να πάει ο ΘΟΚ στην Επίδαυρο φέτος, διαφωνεί όμως με την επιλογή του σκηνοθέτη αφού δεν γνωρίζει τηνδουλειά μου. Τότε είπα στον καλλιτεχνικό διευθυντή ότι ναι, μπορεί να μην γνωρίζει τη δουλειά μου αλλά είμαι η επιλογή ενός κρατικού οργανισμού, ο οποίος μάλιστα την τελευταία πενταετία με έχει βραβεύσει δυο φορές, και ότι τον οργανισμό είναι πρώτα που πρέπει να εμπιστευτεί. Τότε ο καλλιτεχνικός διευθυντής μου πρότεινε να της στείλουμε ένα πολύ μικρό υλικό από παραστάσεις μου. Στείλαμε. Δύο εβδομάδες αργότερα ενημερώθηκα ότι στάθηκε αδύνατον να πειστεί η καλλιτεχνική διευθύντρια τόσο για μένα όσο και για το έργο, αφού έχει άλλη πρόταση με το ίδιο έργο, η οποία την ενδιαφέρει περισσότερο. Έτσι ο καλλιτεχνικός διευθυντής πήρε στο διοικητικό συμβούλιο πρόταση με νέο σκηνοθέτη εξ Ελλάδος και νέο έργο. Σύντομα ενημερώθηκα (όχι από τον ΘΟΚ) ότι το διοικητικό συμβούλιο προχώρησε σε ψηφοφορία (8 υπέρ - 1 κατά(!) για να πάει το ερχόμενο καλοκαίρι στην Επίδαυρο με τον νέο σκηνοθέτη εξ Ελλάδος και άλλο έργο.
Τα θέματα θεωρώ που πρέπει να προβληματίσουν όλους/ες μας είναι :
-Σε ποιο βαθμό το διοικητικό συμβούλιο του οργανισμού μας υπερασπίζεται και προωθεί τους Κύπριους δημιουργούς του; (Είναι η τρίτη συνεχόμενη φορά που στην Επίδαυρο θα πάει Ελλαδίτης σκηνοθέτης, σε δύο εκ των οποίων απορρίφθηκαν πρώτα Κύπριοι).
-Ποια η ταυτότητα της παράστασης που εκπροσωπεί τη χώρα μας όταν της ομάδας ηγείται ένας άνθρωπος που μπορεί να είναι εξαιρετικός σκηνοθέτης, αλλά ούτε το κυπριακό καλλιτεχνικό δυναμικό γνωρίζει, ούτε την κυπριακή πραγματικότητα;
- Κατά πόσον είναι πιο σημαντική η συμμετοχή μας στο Φεστιβάλ Επιδαύρου από το να στηρίξουμε τις προτάσεις που γεννιούνται μέσα από τον ίδιό μας τον οργανισμό και τους ανθρώπους του ;
- Με ποιον τρόπο ο ΘΟΚ ανεβάζει το κύρος και την αξιοπιστία του ως κρατικό θέατρο ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους όταν αποδέχεται να αντιμετωπίζεται ως κατώτερο των ελληνικών κρατικών θεάτρων;
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι τα πιο πάνω δεν τα δημοσιεύω με πικρία ή παράπονο. Η τοποθέτηση μου θέλω να διαβαστεί ως μια δήλωση ότι το καλλιτεχνικό κυπριακό δυναμικό δεν είναι υποδεέστερο από κανένα άλλο. Και επειδή έχω ζήσει, έχω δουλέψει και συνεργάζομαι με την Ελλάδα η οποία με εκπαίδευσε, με έμαθε πολλά και την αγαπώ, επιτρέψτε μου να πιστεύω ότι η νοοτροπία του «Κύπριου ιθαγενή», που αγγίζει τα όρια του ρατσισμού, είναι ξεπερασμένη, παλιομοδίτικη και αναχρονιστική. Υπάρχει στην Κύπρο ένα νέο και ισχυρό καλλιτεχνικό δυναμικό που μπορεί να σταθεί οπουδήποτε!».