«Ποταμός»

And I couldn’t help but wonder… Τι είναι αυτό που κάνει κάθε ποταμό να αντέχει και εν τέλει να ρέει στο πέρασμα του χρόνου αδιάκοπα, να συνεχίζει, να αλλάζει χωρίς να αλλοιώνεται; Πώς μένει ο ίδιος στην ουσία του χωρίς να είναι ποτέ όμως ένα ακριβές αντίγραφο αυτού που ήταν;

Article featured image
Article featured image


Δεν ξέρω αν έχεις κι εσύ την ίδια αίσθηση. Σ’ εμένα αυτές οι 7-10 ημέρες, από τα Χριστούγεννα έως και στο λίγο πιο μετά τού «Καλή Χρονιά», φαντάζουν σαν… «νεκρός χρόνος». Σαν τις καθυστερήσεις στο ποδόσφαιρο; Αυτό. Κι ενώ είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για βαθιούς στοχασμούς, αναλογισμούς, για «ενδοσκοπήσεις», αναπολήσεις και αξιολογήσεις, είπα πως φέτος δεν θα μπω σε αυτό το τρυπάκι και μεταξύ άλλων, επέλεξα να στριμάρω (ακόμη) μια σειρά στο Netfix, πιο αλτέρνα αυτήν τη φορά, τη «Merli: Sapere Aude».



Η σειρά ξεκινά με τη Δρα Μαρία Βολάνο, καθηγήτρια Ηθικής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης, να μπαίνει στην αίθουσα διδασκαλίας, με το ξύλινο παρκέ να κάνει έντονους τριγμούς (ο ήχος φτάνει μέχρι και το τέρμα της αίθουσας) και να γυρίζει με σχεδόν ηδονικό ύφος προς το μέρος των φοιτητών λέγοντας: «Με τρελαίνει ο θόρυβος της ντεκαντάνς»! Αυτό ήταν. Κάπου εκεί κόλλησα με την καταλανική (όπως ίσως κατάλαβες) σειρά, που εξιστορεί τις περιπέτειες μιας παρέας φοιτητών, με κεντρικό ρόλο στην πλοκή να παίζει η προαναφερθείσα καθηγήτρια και με τους ίδιους να προσπαθούν να βάλουν τη ζωή τους σε μια κάποια τάξη, ώστε να περάσουν τα φοιτητικά τους χρόνια, όσο πιο αβίαστα αλλά και «ζωντανά» γίνεται· λύνοντας πολλές φορές προβλήματα που εμφανίζονται μπροστά τους ως… υποψήφιοι καθηγητές φιλοσοφίας -εξετάζοντας δηλαδή υπάρχουσες θεωρίες και θέτοντας ερωτήσεις επί ερωτήσεων και πάει λέγοντας. Γενικά η σειρά είναι εξαίρετη, να την δεις και πίστεψέ με, αξίζει τον χρόνο σου. Εγείρει πολλά ζητήματα και προβληματίζει χωρίς να κουράζει, αλλά για να μην στα πολυλογώ και βραδιάσουμε, θα σταθώ σ’ ένα μόνο.



Στο θέμα που τίθεται στο έβδομο επεισόδιο, της πρώτης σεζόν. Αυτό φέρει τον ελληνικό τίτλο «ποταμός» και προς το τέλος του, η καθηγήτρια εξηγεί στην, πάσχουσα από σύνδρομο Down, κόρη της τη φιλοσοφική έννοια της ουσίας, χρησιμοποιώντας για παράδειγμα έναν γνώριμό τους ποταμό (εξ όσων κατάλαβα, ο ποταμός αποτέλεσε κι αποτελεί για τους φιλόσοφους και στοχαστές της φιλοσοφίας, ένα ισχυρό σημείο αναφοράς γενικά). «Θυμάσαι όταν πηγαίναμε για κολύμπι στον ποταμό;», την ρωτάει. «Ναι, θα πάμε ξανά, σωστά μαμά;» απαντά η κόρη με την καθηγήτρια να γνέφει καταφατικά και να προσθέτει πως «φυσικά, κι αν πηγαίναμε θα ήταν ο ίδιος ποταμός που ξέρουμε σωστά; Φυσικά… κάποιες πέτρες θα ήταν φθαρμένες, κι ίσως η στάθμη του νερού αυτήν τη φορά να είναι υψηλότερη… κι ενώ παραμένει ο ίδιος ποταμός που γνωρίζουμε, εν τούτοις δεν θα τον βρούμε ακριβώς όπως τον αφήσαμε». Η καθηγήτριά μας, η Μαρία Μπολάνο, καταλήγει λέγοντας πως «αυτό κόρη μου συμβαίνει και στους ανθρώπους. Είμαστε οι ίδιοι ακόμη κι αν κάποιες φορές συμπεριφερόμαστε με διαφορετικό τρόπο. Έχουμε μια ταυτότητα, έχουμε ουσία, όμως δεν σημαίνει πως αντιδράμε το ίδιο, σε ό,τι μας συμβεί».



And I couldn’t help but wonder (ένα tribute στην φίλη Carrie ταίριαζε γαντάκι εδώ): Τι είναι αυτό που κάνει κάθε ποταμό να αντέχει και εν τέλει να ρέει στο πέρασμα του χρόνου αδιάκοπα, να συνεχίζει, να αλλάζει χωρίς να αλλοιώνεται; Σε ό,τι κι αν φέρει κάθε ανατολή και κάθε δύση, σε κακές μα και καλές καιρικές συνθήκες, σε εξωγενείς και μη παρεμβάσεις; Πώς μένει ο ίδιος στην ουσία του χωρίς να είναι ποτέ όμως ένα ακριβές αντίγραφο αυτού που ήταν; Ίσως να γίνεται πιο… «σκληροτράχηλος» με τα χρόνια; Μπορεί. Όμως αφού ανοίξαμε που ανοίξαμε αυτήν την κουβέντα, ό,τι ισχύει για τον ποταμό, δεν ισχύει και για το συμβάν; Για να γίνω πιο σαφής, αν ο ποταμός είναι ο ίδιος αλλά διαφορετικός, αυτό δεν ισχύει και για την όποια κατάσταση κληθεί να αντιμετωπίσει; Αν μιλούσαμε με μαθηματικούς όρους, αν καταιγίδα Α ≠ καταιγίδα Β τότε καταιγίδα Β = άγνωστό, αβέβαιο. Σωστά; Τότε πώς αντιμετωπίζει ο ποταμός το αβέβαιο, χωρίς να στρεβλώνεται η ταυτότητά του στην πορεία; Το μόνο που μπορώ να υποθέσω είναι πως μάλλον προσαρμόζεται στις συνθήκες και πως αυτό γίνεται γιατί έχει μνημονικό και αναφορές στο πώς αντιμετώπισε την Α, για να επαναλάβει και να βελτιώσει εκείνη τη διαδικασία, με βάσει τα νέα δεδομένα της Β που έχει μπροστά του.

Έτσι κι οι άνθρωποι. Βάσει των λεγομένων της Δρος Μπολάνο, έχουμε τις ίδιες προσαρμοστικές «δεξιότητες» όπως κι ποταμός. Όμως τι θυσιάζουμε για να τις αποκτήσουμε; Τι είναι αυτό που μας κάνει πιο… ανθεκτικούς, «χοντρόπετσους» στα σημαντικά;

Μια γνωστή μου, ρομαντική ούσα και σχεδόν αηδιαστικά ποιητική και μελό στον λόγο της, πολλές φορές αναφέρεται στα φοιτητικά της χρόνια -αυτά που παρακολουθούμε να σεργιανίζουν με προκλητική άγνοια κινδύνου η παρέα της σειράς «Merli»- ως «τα χρόνια της αθωότητας». Αυτό συμπεραίνω πως μάλλον θυσιάζουμε. «Διαγράφεται» με τον καιρό η άγνοια κινδύνου από την εξίσωση, και μαζί της αποχαιρετάμε και την αθωότητά μας. Λογικό, θα ήταν σχεδόν αφελές να μην έχεις, μεγαλώνοντας, κτίσει «άμυνες», να μην έχεις περιφρουρήσει τον εαυτό σου ώστε να αντιστέκεται. Θα είσαι όμως εξίσου ελαφρόνους, αν αισθάνεσαι πως έχεις τον όποιο έλεγχο στο πώς θα βιώσεις και πώς θα αντιδράσεις απέναντι στο αβέβαιο, στην καταιγίδα Β που λέγαμε; Δεν είσαι εντελώς ανυπεράσπιστος, όμως το μόνο πλεονέκτημα που έχουμε μεγαλώνοντας, είναι η μνήμη του πόνου και η ανάκληση των τότε δράσεών μας που απέφεραν καρπούς. Η όποια επιπλέον ψυχική περίφραξη νομίζεις πως έχεις, πέραν αυτής, θαρρώ πως είναι ψευδαίσθηση. Και δεν είναι ποτέ πιο ψηλή από το «οπτικό πεδίο» μας.

Παραμένουμε ευάλωτοι, εύθραυστοι αλλά αυτό μόνο θετικό είναι. Ευάλωτος δεν σημαίνει αδύναμος, εύθραυστος δεν ισοδυναμεί με επιρρεπής. «Ευάλωτος συναισθηματικά, σημαίνει δυνατός, το να είμαστε ευάλωτοι σημαίνει να είμαστε σε επαφή με την αλήθεια μας και να βρίσκουμε το θάρρος να την υποστηρίζουμε*». Δεχόμενος τη δεδομενικότητα της αβεβαιότητας, κι έχοντας τη μνήμη που λέγαμε, οφείλεις να παραδεχθείς επίσης πως είναι απολύτως ανθρώπινο μεν, παντελώς ανώφελο δε να την φοβάσαι. Αυτό που μάλλον κάνουμε μεγαλώνοντας είναι, αφού συμφιλιωνόμαστε με το σταθερό του αγνώστου, να μην χάνουμε χρόνο. Δεν σε «καθυστερείς» και δεν σε «κρατάς» πίσω, για κάτι που δεν ήταν, δεν είναι και δεν θα είναι ποτέ στο χέρι σου. Κι αυτό θαρρώ θα προσπαθήσω να κάνω περισσότερο, τη νέα χρονιά. Να προχωράω, παρά τον όποιο φόβο του όποιου αγνώστου. Για να μένει ο ποταμός πάντα ο ίδιος, ένα φιλόξενο μέρος που θα μπορεί κανείς να επιστρέφει σε αυτόν για να κολυμπήσει, αναγνωρίζοντάς τον.

Κι ήταν που θα απέφευγα τις σκέψεις, τη στοχοθέτηση και την περισυλλογή. Καλή μας χρονιά.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ