Μία μέρα ένας φίλος του τον προσκάλεσε σπίτι να παίξουν και εκείνος του είπε πως είχε να κάνει δουλειές. Η απάντηση του φίλου του ήταν «ευτυχώς εμένα οι γονείς μου δεν με βάζουν να κάνω γυναικείες δουλειές», κι έτσι ο δωδεκάχρονος υιοθέτησε αυτή την άποψη και την εξέφρασε στη μητέρα του. Τότε ήταν που αρνήθηκε να σκουπίσει τις σκάλες και να καθαρίσει τα τζάμια και τις επιφάνειες, καθώς αυτές ειδικά οι δουλειές του σπιτιού του φάνηκαν πιο «γυναικείες», με αποτέλεσμα η μητέρα του να του κόψει το χαρτζιλίκι.
Πρώτα βέβαια του εξήγησε πως δεν υπάρχει διαχωρισμός ανδρικών και γυναικείων δουλειών του σπιτιού, καθώς ο οποιοσδήποτε πρέπει να γνωρίζει πώς να το φροντίζει, αλλά δεν τον έπεισε. Επιπλέον, του επεσήμανε πως κάθε οικογένεια μπορεί να χειρίζεται διαφορετικά αυτό το ζήτημα, όμως ο δωδεκάχρονος επέμεινε στην άποψή του και μόλις είδε στο τέλος της εβδομάδας ότι είχε στην τσέπη του μόνο είκοσι δολάρια, σε αντίθεση με τον αδελφό του που είχε πενήντα, τηλεφώνησε στον πατέρα του για να παραπονεθεί.