Διεθνή
Πώς η κατανάλωση τσαγιού έσωσε χιλιάδες ζωές στην Αγγλία του 18ου και 19ου αιώνα
Τα ποσοστά θανάτων μειώθηκαν όταν εκτοξεύθηκε η κατανάλωση τσαγιού – και αυτό δεν οφειλόταν στις αντιοξειδωτικές ή τις άλλες ουσίες που μπορεί να βρει κανείς στο τσάι.
Το τσάι υπήρξε από την πρώτη στιγμή κάτι παραπάνω από ένα ευχάριστο, ζεστό ρόφημα. Αποτέλεσε ένα παγκόσμιο εμπόρευμα, ένα βασικό έσοδο που γιγάντωσε την οικονομία της Βρετανίας, αλλά και ένα σύμβολο της καταπιεστικής πολιτικής στα μάτια των κατοίκων της νέας Αγγλίας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ωκεανού. Ωστόσο, φαίνεται ότι έπαιξε έναν ακόμα σπουδαίο ρόλο στη δημόσια υγεία, κάτι που δεν του είχαμε αναγνωρίσει έως τώρα: το τσάι κάποτε έσωζε χιλιάδες ζωές.
Σε μια πρόσφατη δημοσίευση στο Review of Statistics and Economics, που παρουσιάζει το BBC, η οικονομολόγος Francisca Antman από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, Μπόλντερ, κάνει μια πειστική υπόθεση ότι η έκρηξη της κατανάλωσης τσαγιού από όλους τους πολίτες στα τέλη του 1700 στην Αγγλία έσωσε πολλές ζωές. Ωστόσο αυτό δεν οφειλόταν στις αντιοξειδωτικές ή τις άλλες ουσίες που μπορεί να βρει κανείς στο τσάι.
Αντίθετα, αυτό που ήταν πιθανότατα σωτήριο ήταν η απλή πρακτική του βρασμού του νερού για να φτιαχτεί το τσάι, σε μια εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι δεν είχαν ακόμη κατανοήσει πόσο σοβαρές ήταν οι ασθένειες που προκαλούνταν από παθογόνα στο νερό. Αυτό ίσως ήταν αρκετό, για να αποτρέψει τον πρόωρο θάνατο πολλών.
Τα δημογραφικά στοιχεία της Αγγλίας αυτής της εποχής αποτελούσαν εδώ και καιρό ένα παζλ για τους ιστορικούς. Μεταξύ 1761 και 1834, το ετήσιο ποσοστό θνησιμότητας μειώθηκε σημαντικά, από 28 σε 25 άτομα ανά 1.000 άτομα. Αλλά την ίδια στιγμή, οι μισθοί δεν φαίνεται να είχαν αυξηθεί πολύ και το βιοτικό επίπεδο αναμφισβήτητα δεν είχε βελτιωθεί. Αντίθετα, την εποχή αυτή ξεκινά η βιομηχανική επανάσταση κάτι που οδηγεί όλο και περισσότερους ανθρώπους να συνωστίζονται σε πόλεις, όπου επικρατούσαν άθλιες συνθήκες υγιεινής.
Η ιδέα ότι το τσάι μπορεί να είναι ο κρίκος που λείπει εδώ για να εξηγηθεί η μείωση της θνησιμότητας παρά τις χειρότερες συνθήκες υγιεινής, είναι κάτι που έχει εξεταστεί από ιστορικούς στο παρελθόν. Για να φτιαχτεί σωστά το τσάι, το νερό πρέπει να ζεσταθεί μέχρι να φτάσει σε σημείο βρασμού. Πλέον είναι γνωστό ότι στο βραστό νερό σκοτώνονται τα βακτήρια που προκαλούν διαρροϊκές ασθένειες όπως η δυσεντερία, η οποία συχνά αποκαλούνταν «ροή» ή «αιματηρή ροή» στα αρχεία ως αίτιο των θανάτων.
«Με τους ανθρώπους που έρχονται στις πόλεις για να δουλέψουν, θα περίμενες, δεδομένου του επιπέδου υγιεινής που έχουν, ότι ο μεγάλος δολοφόνος είναι το νερό», λέει στο BBC η Άντμαν. Όμως, η συμβολή του βραστού νερού παρέμεινε μια κάπως θολή θεωρία, ενδιαφέρουσα θεωρητικά αλλά δύσκολο να αποδειχτεί.
Η Άντμαν τώρα ανέπτυξε έναν τρόπο για να αποδείξει αυτήν τη θεωρία χρησιμοποιώντας λεπτομερείς γεωγραφικές πληροφορίες για περισσότερες από 400 ενορίες-συνοικίες σε όλη την Αγγλία. Υπάρχει μια απλή υπόθεση στην καρδιά της μελέτης της: περισσότερες πηγές νερού σε μια περιοχή πιθανότατα σημαίνει καθαρότερο νερό. Εάν μια πηγή μολυνόταν, οι κάτοικοι μιας συνοικίας μπορούσαν να πάνε σε μια άλλη. Επιπλέον, εάν οι άνθρωποι ήταν πιο κοντά στις πηγές των ποταμών –κάτι που η Άντμαν μπορεί να το υποθέσει ελέγχοντας το υψόμετρο στο οποίο βρίσκονταν οι συνοικίες που μελέτησε– το νερό ήταν πιθανότατα πιο ασφαλές από ό,τι σε συνοικίες σε χαμηλότερο υψόμετρο.
Η Άντμαν συνέδεσε κάθε συνοικία με ένα συγκεκριμένο επίπεδο ποιότητας και αυτό που μπορούσε να δει ήταν αν οι περιοχές με πρόσβαση σε χειρότερη ποιότητα νερού είχαν μεγαλύτερη μείωση θανάτων σε σχέση με αυτές που είχαν καλύτερη ποιότητα νερού.
Στο πλαίσιο αυτής της θεωρίας, η βασική ημερομηνία καμπής είναι το 1785, όταν το τσάι έγινε ξαφνικά προσιτό για τη συντριπτική πλειονότητα των Βρετανών. Υπήρχαν ήδη πολλά στοιχεία που θα μπορούσαν να αναδείξουν το τσάι ως ρόφημα των μαζών: θα μπορούσατε να φτιάξετε ένα ικανοποιητικό ρόφημα με μόνο μια μικρή ποσότητα φύλλων, τα φύλλα θα μπορούσαν να επαναχρησιμοποιηθούν και το τσάι ήταν δυνητικά φθηνότερο από την μπύρα, η οποία γινόταν πιο ακριβή εξαιτίας της περίπλοκης διαδικασίας παραγωγής της καθώς και του ειδικού φόρου που υπήρχε για την πώλησή της.
Το 1784 ψηφίστηκε το νομοσχέδιο Tea and Windows Act με τον οποίο ο φόρος στο τσάι μειώθηκε από 119% σε μόλις 12,5%. Η τιμή του μειώθηκε κατακόρυφα και κατ’ επέκταση η κατανάλωσή του εκτοξεύθηκε. Μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα, ακόμη και οι πολύ φτωχοί αγρότες έπιναν τσάι δύο φορές την ημέρα, όπως αναφέρει ο ιστορικός του τσαγιού, Άλαν ΜακΦάρλαν.
Η Άντμαν θέλοντας να διαπιστώσει αν αυτή η αλλαγή συσχετίστηκε με τη μειωμένη θνησιμότητα, συνέκρινε τα ποσοστά θανάτων πριν και μετά από αυτήν τη στιγμή. Για αυτό χρησιμοποίησε το έργο των δημογράφων E. A. Wrigley και R. S. Schofield, οι οποίοι στα μέσα του 20ού αιώνα συνέλεξαν δημογραφικά στοιχεία από όλη την Αγγλία που εκτείνονται από το 1541 έως το 1871, συμπεριλαμβανομένων των θανάτων.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η Άντμαν διαπίστωσε ότι τα ποσοστά θανάτων μειώθηκαν τόσο στις περιοχές με καθαρό νερό όσο και σε εκείνες με νερό κακής ποιότητας. Ωστόσο, υπήρχε σημαντική διαφορά στο επίπεδο της μείωσης. Οι περιοχές με κακής ποιότητας νερό είδαν τα ποσοστά θνησιμότητας να μειώνονται κατά 18% περισσότερο από εκείνες με καθαρό νερό.
Επιπλέον, έψαξε να δει εάν οι θάνατοι στο Λονδίνο από υδατογενείς ασθένειες όπως η γαστρεντερίτιδα και οι θάνατοι από αερομεταφερόμενα παθογόνα, όπως η φυματίωση, συνδέονταν με τα επίπεδα των εισαγωγών τσαγιού. Πράγματι, οι θάνατοι λόγω γαστρεντερίτιδας μειώθηκαν όταν αυξήθηκαν οι εισαγωγές τσαγιού, ενώ οι θάνατοι από φυματίωση παρέμειναν στα ίδια ποσοστά.
Έλεγξε επίσης εάν οι θάνατοι σε παιδιά, τα οποία δεν κατανάλωναν τσάι, άλλαξαν στο Λονδίνο με τις εισαγωγές τσαγιού και διαπίστωσε ότι δεν φαίνεται να υπάρχει μείωση στους θανάτους αυτών των παιδιών ηλικίας δύο έως πέντε.
Είναι ενδιαφέρον ότι υπήρξε μια ελαφρά μείωση στους βρεφικούς θανάτους. Αυτό ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι οι γονείς τους πλέον δεν νοσούσαν τόσο εύκολα από διαρροϊκές νόσους οπότε έτσι και τα παιδιά μπορούσαν να προστατευτούν από την μετάδοση. Ωστόσο, η Άντμαν επισημαίνει ότι δεν υπάρχει σίγουρος τρόπος να το γνωρίζουμε αυτό.
Για την Άντμαν, η οποία ασχολείται κυρίως με θέματα που σχετίζονται με τις αναπτυσσόμενες χώρες, αυτό το φυσικό πείραμα στην Αγγλία πριν από τόσα χρόνια αντικατοπτρίζει μια θεμελιώδη αλήθεια: μερικές φορές οι συνηθισμένες συμπεριφορές των ανθρώπων μπορούν να κάνουν μεγαλύτερη διαφορά στην υγεία τους από μια αυστηρή κρατική παρέμβαση.
Η κατασκευή περισσότερων κατοικιών, η ανάπτυξη καλύτερων υδραυλικών και αποχετευτικών συστημάτων και η εκπαίδευση των ανθρώπων να διαχωρίζουν αυστηρά το πόσιμο νερό από τα λύματα, όλα αυτά θα μπορούσαν να έχουν παρατείνει τη ζωή πολλών ανθρώπων, εάν τέτοιες παρεμβάσεις ήταν ευρέως εφαρμόσιμες.
Αλλά με μια σχετικά μικρή αλλαγή στις συνήθειές τους, αυξάνοντας απλώς μια συνήθεια που ήδη απολάμβαναν, οι άνθρωποι πιθανότατα προστάτευσαν τον εαυτό τους. Κι όλα αυτά πίνοντας απλώς περισσότερο τσάι.
Με πληροφορίες από janus.gr μέσω BBC