Μίλα μου
Αντώνη, πότε παύει το όνειρο να ονειρεύεται;
Με αφορμή την έκδοση της πρώτης ποιητικής του συλλογής, η CITY συνάντησε τον Αντώνη Στυλιανού, θέλοντας να μάθει πώς το δικό του όνειρο δεν παύει να ονειρεύεται.
Αυτό που συνειδητοποιείς, διαβάζοντας την πρώτη ποιητική συλλογή του Αντώνη Στυλιανού, «Το όνειρο που δεν έπαψε να ονειρεύεται», είναι πως καταφέρνει και μένει στην ουσία. Και αυτή σε συγκινεί και σε αγγίζει, γιατί πολλές φορές ταυτίζεσαι και με αυτό που διαβάζεις.
Το να κρατηθείς στο ουσιώδες και παράλληλα να το μεταδώσεις και στον αναγνώστη, θαρρώ πως δεν είναι κι ό,τι πιο εύκολο, αλλά όποιος ξέρει τον Αντώνη, δεν εκπλήσσεται. Αυτή είναι η… μόνιμη ρύθμισή του· να μην συμβιβάζεται, να είναι πρόθυμος να «βυθιστεί» ψυχικά, για να αναδείξει νέα πράγματα και πτυχές του, να μένει συναισθηματικά ευάλωτος -έτσι νιώθει πιο δυνατός. Όλα τα προαναφερθέντα, συνδυαστικά με το γεγονός πως μιλάμε για έναν πολυπράγμονα άνθρωπο που αντιμετωπίζει με καλλιτεχνοσύνη όλα τα πράγματα με τα οποία καταπιάνεται, οδηγούν αναπόφευκτα σε αξιοθαύμαστα αποτελέσματα.
Πάμε πρώτα στις καθιερωμένες συστάσεις;
Δεν ξέρω από πού να το πάρω τώρα αυτό... Αγαπώ τις τέχνες, μού αρέσει να δημιουργώ και να βγάζω προς τα έξω δημιουργήματά μου, ό,τι και να είναι αυτά, όταν νιώσω ότι είναι έτοιμα. Σπούδασα αρχιτεκτονική και ασκώ το επάγγελμα του αρχιτέκτονα στην Κύπρο τα τελευταία έξι χρόνια. Παράλληλα ζωγραφίζω και παίζω κλασική και ηλεκτρονική μουσική. Έχω κάνει ατομικές εκθέσεις, έλαβα μέρος σε διάφορες ομαδικές δράσεις στο νησί και στο εξωτερικό, έχω διδάξει για πέντε χρόνια σε ένα ιδιωτικό κολέγιο στη Λεμεσό, και γενικά δεν γνωρίζω τι άλλο μπορεί να σκαρφιστώ την κάθε μέρα που ξημερώνει. Είμαι γενικά άνθρωπος που δεν εφησυχάζει. Το να εκδώσω ένα βιβλίο ήταν από πάντοτε ένα μεγάλο μου όνειρο, απλώς τόσο καιρό ίσως δεν ήμουν έτοιμος ή σίγουρος με ποιο τρόπο να το βγάλω προς τα έξω. Τον περασμένο χρόνο πήρα όμως την απόφαση, αφιέρωσα αρκετό χρόνο με τον εαυτό μου, τελειοποίησα αρκετά από τα ποιήματά μου, έγραψα καινούργια, και να... η πρώτη μου ποιητική συλλογή, συνοδευόμενη από μουσική που συνέθεσα και εκτέλεσα.
Καλά, δεν θα σε ρωτήσω πότε βρίσκεις χρόνο να κάνεις όλα τα πιο πάνω, αλλά «η πένα»… πώς προέκυψε;
Από μικρό παιδί μού άρεσε να διαβάζω μυθιστορήματα, διηγήματα, ποίηση, κείμενα... Πάντα έδινα πολλή σημασία στα λόγια των τραγουδιών που άκουγα. Ο γραπτός λόγος ήταν και είναι κάτι που με ενθουσιάζει πολύ, το να μπορείς να αποδώσεις με λέξεις και φράσεις τα όσα σκέφτεσαι, τα όσα φαντάζεσαι και τα όσα πλάθει ο ανθρώπινος νους. Ξεκίνησα να γράφω από πολύ μικρός. Θυμάμαι αρχικά ήταν υπό τη μορφή παραμυθιών, με φανταστικούς χαρακτήρες και τοπία… Πιο μετά ήρθα σε επαφή με την ποίηση και τη δυνατότητα που σου δίνει το να αφήνεις το μυαλό σου να δημιουργήσει. Το κράτησα αυτό και είναι κάτι που προσπάθησα να συνδυάσω και στις ατομικές εικαστικές εκθέσεις μου, που έκανα το 2013 και 2016, μέσω μικρών ποιημάτων.
Πότε και γιατί ένιωσες πως ήθελες να γράψεις; Για να «αποφορτιστείς» από τις σκέψεις σου;
Βασικά η ποίησή μου ΕΙΝΑΙ οι σκέψεις μου. Απλά δεν είναι τόσο οργανωμένες όσο η αρχιτεκτονική ή η μουσική μου. Είναι κάτι που βγαίνει ελεύθερα την ώρα που μπορεί να αγναντεύω το άπειρο της θάλασσας, όταν περπατώ, όταν επισκέπτομαι μια νέα πόλη ή όταν ακούω μουσική. Δεν μπορώ να πω ότι μια μέρα ξύπνησα και πήρα την απόφαση να γράψω το πρώτο μου βιβλίο με προσωπικά ποιήματα. Από πάντα έγραφα ποιήματα, είτε μικρά δίστιχα ή σκέψεις, και τα κρατούσα όλα αυτά. Όπως αναφέρω και στο βιβλίο μου, τα ποιήματα έχουν γραφτεί σε διάφορες τοποθεσίες και στιγμές.
Ποια η μέχρι στιγμής ανταπόκριση του κοινού σε αυτήν σου την απόπειρα;
Πραγματικά ο κόσμος που παρευρέθηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών για την παρουσίαση και όσοι έχουν μέχρι στιγμής προμηθευτεί το βιβλίο, έχουν αγκαλιάσει τόσο την ποιητική συλλογή και μουσική, όσο και εμένα. Είναι υπέροχο να βλέπεις τόσο κόσμο να ενθουσιάζεται και να συγκινείται από τη δουλειά σου, και νομίζω αυτό είναι που αξίζει πάνω απ’ όλα. Δεν μπορείς να φανταστείς τα πόσα μηνύματα και λόγια λαμβάνω, το πόσο πολύ άγγιξε και συγκίνησε το έργο μου γνωστούς και αγνώστους, και αυτό με κάνει να ονειρεύομαι ακόμη περισσότερο.
Χρειάζεται να φοβάσαι καμιά φορά, για να σου θυμίζει να εστιάζεις περισσότερο στο παρόν και στο τώρα. Αν χαθούν κι οι φόβοι μας μες στο σκοτάδι, τι θα απομείνει να μας δίνει δύναμη και έναυσμα να προχωράμε και να δημιουργούμε;
Το βιβλίο «συνοδεύει» και ένα μουσικό EP, με την επωνυμία “Dreamworks”, με συνθέσεις στο πιάνο. Πρωτοπόρο ως σκέψη. Πώς προέκυψε;
Σου είπα και πριν πως ασχολούμαι χρόνια με τη μουσική και είναι μια από τις μεγαλύτερές μου αγάπες. Παίζω πιάνο από πολύ μικρός και πάντα μου άρεσε να δημιουργώ με αυτό. Όταν πήρα την απόφαση να βάλω μαζί τα διάφορα ποιήματά μου, παλιά και καινούργια, βρήκα αρκετά κοινά με αυτήν τη σύνθεση που έγραψα πριν από πολλά χρόνια για πιάνο, την οποία και χρησιμοποίησα σαν τον πρωταρχικό άξονα του άλμπουμ.
Δημιουργήθηκαν οι τρεις συνθέσεις από τις τρεις «ενότητες» του βιβλίου, τις οποίες ενοποιούν φυσικοί ήχοι όπως το νερό της θάλασσας, ο αέρας και το θρόισμα των φύλλων, η βροχή και τα πουλιά. Το είδα σαν μια πρωτοπόρα ιδέα και σίγουρα κάτι που δεν περίμενε κανείς από όσους με γνωρίζουν, αφού δεν είχα ποτέ μιλήσει για δικές μου μουσικές συνθέσεις. Πιστεύω πως αυτή η απόφασή μου, να παρουσιάσω γραπτό και μουσικό υλικό, ήταν κάτι το εντελώς διαφορετικό σε σχέση με τις προηγούμενες δράσεις μου, οι οποίες ήταν περισσότερο οπτικές, και αυτό έφερε ακόμη πιο κοντά το κοινό (αναγνώστη και ακροατή), αφού του δόθηκε η ευκαιρία να «λάβει» μέρος σε αυτό το όνειρο και να κάνει το βιβλίο και τη μουσική μια προσωπική του εμπειρία.
Ιδανικά, θα πρέπει να διαβάσει κανείς το βιβλίο ακούγοντάς τις;
Όχι απαραίτητα. Προσωπικά δεν μπορώ να διαβάζω και να ακούω κάτι, ή δεν μπορώ να ακούω κάτι και να προσπαθώ να διαβάσω ένα βιβλίο. Η ποίηση αφήνει τον αναγνώστη να σκεφτεί και να στοχαστεί. Η μουσική σού δίνει τη δυνατότητα να δημιουργήσεις και να ταξιδέψεις. Είναι και τα δύο πολύ παρόμοια, σίγουρα όχι τα ίδια. Το EP (album) είναι όντως οργανωμένο ακολουθώντας τη δομή του βιβλίου, υπάρχουν δηλαδή τα τρία κυρίως μέρη, μαζί με ένα intro και ένα outro. Για μένα δούλεψαν και τα δύο παράλληλα, υπήρξε μια αλληλεπίδραση ας το πούμε. Πιστεύω πως είτε διαβάσεις πρώτα το βιβλίο και μετά ακούσεις τη μουσική, ή το αντίθετο, θα παρατηρήσεις αυτήν την αλληλεπίδραση και το πώς μπορούν και τα δύο αυτά μέσα να πλάσουν μια κατάσταση στοχασμού και δημιουργίας (το απόλυτο όνειρο, ε;).
Η ποίηση αφήνει τον αναγνώστη να σκεφτεί και να στοχαστεί. Η μουσική σού δίνει τη δυνατότητα να δημιουργήσεις και να ταξιδέψεις. Είναι και τα δύο πολύ παρόμοια, σίγουρα όχι τα ίδια.
Προσωπική μου κατανόηση είναι πως οι μελωδίες έχουν «μελαγχολικά» στοιχεία που προσπαθούν να ισορροπήσουν σε… «ονειρικά ξεσπάσματα». Είναι το να ονειρεύεσαι… «μελαγχολικό» κατά μία έννοια;
Δεν θα χαρακτήριζα τη μουσική που συνέθεσα ή το να ονειρεύεσαι, μελαγχολικό. Θα έλεγα πως είναι περισσότερο νοσταλγικό. Είναι σαν ένα γλυκόπικρο συναίσθημα, ένα χαμόγελο και ένα δάκρυ μαζί, γι’ αυτήν την ανικανοποίητη λαχτάρα, αυτήν τη μακρινή Ιθάκη που μπορεί ποτέ να μην καταφέρεις να ανταμώσεις, αλλά φαντάζει πάντα όμορφη.
Κλείνοντας και την τελευταία σελίδα της συλλογής, τι θα ήθελες να αποκομίσει ο αναγνώστης;
Βασικά ανοίγοντας την πρώτη σελίδα, θα δεις πως το βιβλίο είναι αφιερωμένο «Σε ‘σένα κι εμένα, σε ‘μας και όλους» και τελειώνει με ένα μικρό τετράστιχο
«Κι έτσι ξαφνικά
Η γη μοσχοβολά
Το όνειρο ονειρεύεται άλλη μια φορά
και μου χαμογελά».
Θα έλεγα πως το βιβλίο είναι εμπνευσμένο από τον κόσμο, τους ανθρώπους και τη φύση, και αφιερωμένο στον κόσμο όλο, με την ελπίδα πως κανείς δεν θα πάψει να ονειρεύεται και να επιδιώκει να αγαπά και να δημιουργεί.
Ποιο είναι το δικό σου επόμενο όνειρο; Ποιο όνειρό σου δεν έπαψε να ονειρεύεται και ποιο έχει πάψει να αποτελεί όνειρο πια;
Σίγουρα το όνειρό μου να εκδώσω και να παρουσιάσω το πρώτο μου βιβλίο είναι ήδη παρελθόν, δεν είναι όμως και το τέλος. Είναι πολλά τα όνειρα και οι σκέψεις που με «βασανίζουν» και το λατρεύω αυτό, γιατί ξέρω ότι θα είμαι πάντοτε ένας ρομαντικός της εποχής, που θα δημιουργεί με οποιοδήποτε μέσο, είτε αυτό είναι η αρχιτεκτονική, η τέχνη, η μουσική, η ποίηση.
Πότε παύει το όνειρο να ονειρεύεται;
Λες ποτέ να παύει ο άνθρωπος να ονειρεύεται; Όπως γράφει και ο Paulo Coelho στον Αλχημιστή «Είναι η δυνατότητα να πραγματοποιήσεις ένα όνειρο, που δίνει ενδιαφέρον στη ζωή»... και για να ‘χει νόημα και να είναι ενδιαφέρουσα η ζωή, εγώ επιλέγω να ονειρεύομαι για πάντα με τα μάτια ανοικτά.
Το να ονειρεύεσαι είναι νοσταλγικό, ένα γλυκόπικρο συναίσθημα. Ένα χαμόγελο και ένα δάκρυ μαζί, γι’ αυτήν την ανικανοποίητη λαχτάρα, αυτήν τη μακρινή Ιθάκη που μπορεί ποτέ να μην καταφέρεις να ανταμώσεις, αλλά φαντάζει πάντα όμορφη.
Θα ήθελα να σταθώ σε κάποιους στίχους που πραγματικά μου έκαναν εντύπωση. Κυριολεκτικά, τι θέλεις να πεις ως ποιητής, στα πιο κάτω:
Στίχος 1
«Αν βάλω μαζί τη δύναμη και τη χαρά του κόσμου όλου, θα φτιάξω ένα λούνα πάρκ με χίλια καρουζέλ. Κι όλα θα γυρνάνε σε μια ανούσια τροχιά».
Είναι η ζωή ανούσια;
Σίγουρα δεν είναι ανούσια, απλά καμιά φορά χρειάζεται η νύχτα για να δεις τ’ αστέρια, χρειάζεται η βροχή και ο αέρας για να ακούσεις τη φύση, χρειάζεται η λύπη για να θυμηθείς πόσο ευχάριστο είναι το να είσαι χαρούμενος, χρειάζεται το σκοτάδι για να δεις το φως, χρειάζεται να μείνεις μόνος για να παρατηρήσεις πραγματικά και να ακούσεις την ομορφιά του κόσμου.
Στίχος 2
«Οι πιο μεγάλοι φόβοι μου, φοβούνται μη χαθούν μες στο σκοτάδι».
Γιατί φοβάσαι να χάσεις τους φόβους σου; Είναι οι φόβοι όνειρα «μεταμφιεσμένα»;
Ίσως είναι και οι φόβοι κάποια όνειρα...Φοβάσαι πολλές φορές για το παρελθόν σου ή το τι θα σου ξημερώσει το μέλλον. Χρειάζεται να φοβάσαι καμιά φορά, για να σου θυμίζει να εστιάζεις περισσότερο στο παρόν και στο τώρα. Αν χαθούν κι οι φόβοι μας μες στο σκοτάδι, τι θα απομείνει να μας δίνει δύναμη και έναυσμα να προχωράμε και να δημιουργούμε;
Στίχος 3
«Κάποτε πολύ λίγο... Μερικές φορές για πάντα» διαρκεί η αγάπη, ο φόβος, το όνειρο.
Είναι και τα τρία, τόσο ανεξέλεγκτα, τόσο «υποταγμένα» στην αβεβαιότητα;
Πιστεύω πως αυτό είναι και που τα κάνει τόσο ωραία όταν τα νιώθεις ή τα γεύεσαι, αυτή η αβεβαιότητα είναι που κάνει τη λαχτάρα και την επιθυμία σου ακόμη πιο έντονη. Είναι σαν ένα αίσθημα ευφορίας, κι όταν νιώθεις αυτή την ευφορία τότε είναι που πραγματικά έρχεσαι σε επαφή με τα πάντα και τα αφήνεις να σε κατευθύνουν και να σε πλάσουν ως άνθρωπο.