Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, μετέβη το 1992 με δύο συνεργούς του στο σπίτι του άνδρα από τον οποίο αγόραζε ναρκωτικά, στο Χιούστον. Αφού έδεσαν τους έξι ανθρώπους που βρίσκονταν εκεί, τους έριξαν μια σφαίρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
Τέσσερα από τα θύματα, ανάμεσά τους ένας ανήλικος και μία έγκυος, πέθαναν και δύο επέζησαν.
Ο Άρθουρ Μπράουν Τζούνιορ συνελήφθη τέσσερις μήνες αργότερα και καταδικάστηκε το 1994 σε θάνατο, αν και πάντα δήλωνε αθώος.
Οι φερόμενοι συνεργοί του επίσης καταδικάστηκαν για τους φόνους: ο ένας εκτελέστηκε το 2006 και ο άλλος εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης.
Καθώς πλησίαζε η ημερομηνία εκτέλεσης της ποινής του, οι δικηγόροι του Μπράουν είχαν εντείνει τις προσπάθειές τους να τον σώσουν. Εξέφραζαν τις αμφιβολίες τους για την έρευνα, η οποία βασίστηκε σε όχι ιδιαίτερα αξιόπιστες μαρτυρίες και ζητούσαν μάταια να διενεργηθεί νέος έλεγχος DNA.
Επίσης ζήτησαν από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, το οποίο έχει απαγορεύσει την εκτέλεση ατόμων που πάσχουν από νοητική υστέρηση, να ακυρώσει την εκτέλεσή του για τον λόγο αυτό, χωρίς ωστόσο επιτυχία.
Ωστόσο στο πλευρό τους τάχθηκε ο Βρετανός δισεκατομμυριούχος Ρίτσαρντ Μπράνσον, ο οποίος στον ιστότοπο της Virgin ζητούσε να «σταματήσει η εκτέλεση» του Άρθουρ Μπράουν. Σύμφωνα με τον ίδιο, νέα στοιχεία δείχνουν άλλο ύποπτο και «η νοητική του αναπηρία» θα έπρεπε να είναι «επαρκής λόγος για να μην προχωρήσει η εκτέλεση».
Με πληροφορίες από ΑΠΕ