Έχω Θέμα
Ο κύριος Μιχαλάκης είναι ο «μάστρος» των καπνιστομέρρεχων
Ένας από τους ελάχιστους τεχνίτες-αργυροχόους που απέμειναν στα Λεύκαρα να δουλεύουν το ασήμι με τον παραδοσιακό σφυρήλατο τρόπο, δημιουργώντας μικρά έργα τέχνης εμπνευσμένα από την κυπριακή παράδοση.
Κείμενο & Φωτογραφίες: Ιουλιέτα Μιχαήλ
Πριν από δεκαετίες, γύρω στο ’60, στο χωριό των Λευκάρων, ήκμαζε η αργυροχοΐα, η οποία διένυε τότε τη «χρυσή εποχή» της. Οι κάτοικοι του χωριού «πλούμιζαν» με ιδιαίτερη τέχνη τα ασημένια καπνιστήρια, τις μερρέχες, τα κουταλάκια και τα άλλα ασημένια κομψοτεχνήματα.
Παρόλα αυτά, η αργυροχοΐα στα Λεύκαρα άρχισε να φθίνει μετά την Τουρκική Εισβολή τού 1974, αφού όλη σχεδόν η παραγωγή των ασημικών πήγαινε στην Αμμόχωστο, όπου υπήρχε μεγάλη ζήτηση. Ταυτόχρονα, είχε αρχίσει να ανεβαίνει η τιμή του ασημιού, ενώ ξεκίνησαν να αλλάζουν και τα δώρα που έδιναν στα ζευγάρια που παντρεύονταν. Σε παλαιότερες εποχές, στους γάμους συνηθιζόταν να παίρνουν ως δώρο έξι ή δώδεκα κουταλάκια ή πιρουνάκια, ωστόσο, αργότερα αυτό το είδος δώρου αντικαταστάθηκε με λεφτά (σε φάκελο).
Ο μάστρε Μιχάλης
Ο κύριος Μιχαλάκης Γεωργίου, στα 74 του χρόνια, είναι ένας από τους ελάχιστους τεχνίτες-αργυροχόους που απέμειναν στα Λεύκαρα να δουλεύουν το ασήμι με τον παραδοσιακό σφυρήλατο τρόπο.
Φτάσαμε στο χωριό με σκοπό να τον συναντήσουμε και να μάς μιλήσει για την τέχνη του. Περπατήσαμε στην πλατεία των Λευκάρων, ανηφορήσαμε τα στενά σοκάκια και λίγο πριν από το στρίψιμο βρήκαμε τον μάστρε Μιχάλη να κάθεται στον πάγκο εργασίας του.
Χαμογελαστός, ορεξάτος και πολύ φιλόξενος. Πριν αρχίσουμε τη συνέντευξη, μάς «τράτταρε» σπιτική λεμονάδα και μπισκότα.
Η ιστορία αγάπης με τη Νίνα
Ως γνήσιος οικοδεσπότης έκανε αρχικά τις απαραίτητες συστάσεις.
«Απ' εδώ η Νίνα μου», μού είπε χαρακτηριστικά, αναφερόμενος στη σύζυγό του, ενώ στα μάτια του έλαμπε η αγάπη του για εκείνη. Ακολούθως, άρχισαν να μου εξιστορούν την ιστορία αγάπης τους.
Την πρωτοείδε πριν από 56 χρόνια έξω από το καφενείο του πατέρα της, όπου συναντήθηκαν τα βλέμματά τους. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Ο κύριος Μιχαλάκης περνούσε έξω από το καφενείο σχεδόν κάθε μέρα και τής σφύριζε.
«Πήγαινα να μάθω ράψιμο και μου έκοβε τον δρόμο. Ανταλλάζαμε δύο κουβέντες, έτσι ήταν τζείνον τον τζαιρό. Εν τζαι είναι όπως τωρά που βρέθουνται συνέχεια, συζούν και μετά χωρίζουν», μάς είπε χαρακτηριστικά η κυρία Νίνα.
Άρχισαν να ανταλλάζουν γράμματα, τα οποία έχουν μέχρι σήμερα φυλαγμένα στο πατάρι. Στη συνέχεια, ο κ. Μιχαλάκης βρήκε το θάρρος και αποφάσισε να πάει να την «ζητήσει» από τον πατέρα της, ο οποίος έδωσε την έγκρισή του για τον γάμο.
Πέντε δεκαετίες μετά και αφού απέκτησαν τρία παιδιά, παραμένουν το ίδιο ερωτευμένοι. Το μυστικό, σύμφωνα με τους ίδιους, είναι η απλότητα εκείνης της εποχής, την οποία φρόντισαν να κρατήσουν αναλλοίωτη στον χρόνο.
Από 13 χρονών στην τέχνη
Ο κ. Μιχαλάκης έχει ακόμη δύο αδέρφια. Γεννήθηκε σε μια πολύ φτωχή οικογένεια και έτσι αναγκάστηκε να μπει από μικρός στο μεροκάματο, δουλεύοντας στα χωράφια μετά το σχολείο.
«Πήγα γυμνάσιο τρεις μήνες τζαι έφυα. Εδούλευκα μέσα στα χωράφκια αρκατούι, ποτζεί ποδά. Ήμουν που φτωσσιή οικογένεια τζαι έρκουμουν που βάσανα», μάς είπε.
Όταν έκλεισε τα 13 του χρόνια, κάποιος φίλος του τον έπεισε να δουλέψουν μαζί στο μαγαζί με τα καπνιστομέρρεχα που διατηρούσε ο Νίκος Καλοπαίδης, ο οποίος ήταν πολύ γνωστός τεχνίτης στα Λεύκαρα την τότε εποχή.
Μόλις έμαθε καλά την τέχνη, έπιανε δέκα σελίνια την εβδομάδα. «Ήταν όλα ωραία και διαφορετικά», μάς είπε με συγκίνηση στα μάτια.
Ωστόσο, το μεράκι του ήταν να γίνει μάστρος και να ανοίξει το δικό του μαγαζί. Έτσι, αγόρασε σιγά σιγά τα απαραίτητα εργαλεία και μερικά χρόνια μετά κατάφερε να ανοίξει τη δική του επιχείρηση.
«Έπιασα υπαλλήλους και δουλεύαν. Ολόχρονα δουλεύαμε με 10 άτομα. Είχαμε και άλλο όροφο όπου κάναμε τους άμμους, τις μούζες. Ήταν μια ωραία ζωή», ανέφερε ο κ. Μιχαλάκης.
Στο μαγαζί, όπως λέει, δεν προλάβαιναν τη δουλειά, τα τηλέφωνα χτυπούσαν συνεχώς και οι παραγγελίες από κάθε γωνιά της Κύπρου δεν σταματούσαν.
Υπήρχαν, όμως, και γονείς που ήθελαν να παντρέψουν τα παιδιά τους, αλλά δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν καπνιστομέρρεχα, με τον κ. Μιχαλάκη να τους τα παραχωρεί δωρεάν, για να κάνουν τη δουλειά τους.
Η οικονομική κρίση του ’13 διέλυσε τον τομέα
Όλα άλλαξαν άρδην όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση στο νησί μας καθώς ο κόσμος δεν μπορούσε να αγοράσει τα καπνιστομέρρεχα, ενώ την ίδια στιγμή μειώθηκαν και οι γάμοι.
«Ό,τι εκάμναμε την εβδομάδα τον καιρό εκείνο, δεν τα κάμνουμε πλέον στον χρόνο. Δεν έχει δουλειά τίποτε τωρά, μειώσαν τζαι τους μισθούς. Οι μητσιοί τωρά εν σε άλλη κατάσταση, εν θέλουν τούτα τα πράματα», επεσήμανε.
Δύσκολη τέχνη τα καπνιστομέρρεχα
Με την ονομασία καπνιστομέρρεχα εννοούμε τα δύο σκεύη που σε παλαιότερες εποχές, εθεωρούντο από κάθε οικοκυρά απαραίτητα στο σπίτι της, το καπνιστήριν και η μερρέχα. Η μερρέχα έχει πολύ στενό άνοιγμα, χρησιμοποιείται δε για ράντισμα, για να ραίνουν δηλαδή με ευώδη υγρά (συνήθως ροδόστεμμα) τους ανθρώπους. Το ράντισμα το κάνει η οικοκυρά σε διάφορες περιπτώσεις, όπως όταν τελεί γιορτή εκκλησιαστική, σε γάμους κ.λπ.
Όπως μας εξήγησε ο κ. Μιχάλακης πρόκειται για μια δύσκολη και χρονοβόρα δουλειά, αφού, για να γίνουν τα καπνιστομέρρεχα χρειάζονται πέντε ολόκληρες ημέρες και πολλή υπομονή.
«Τούτη η δουλειά, εν μια δουλειά,πολλά ωραία, παράξενη τζαι δύσκολη. Πάεις γιατρός, τελειώνεις, αλλά που την τέχνη τούτη εν τελειώνεις Παλιά τα κάναμε όλα στο χέρι, ενώ τώρα είναι πιο εύκολη η διαδικασία με τα μηχανήματα», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Κάπως έτσι κλείσαμε τη συζήτησή μας με τον κ. Μιχαλάκη, ο οποίος μας αποχαιρέτησε με την ευχή να κάνουμε μια καλύτερη ζωή.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο για να επιστρέψουμε πίσω στην πρωτεύουσα, στους γρήγορους και απαιτητικούς ρυθμούς της καθημερινότητας. Στον δρόμο σκεφτόμουν πόσο λυπηρό είναι που χάνεται η λαϊκή τέχνη και δεν μεταδίδεται από γενιά σε γενιά.
Οι εποχές άλλαξαν. Ακροβατούμε στο μεταίχμιο της ψηφιακής πραγματικότητας και της ανθρώπινης αυθεντίας. Όμως, σε αυτό το δίλημμα έρχεται να δώσει τη δική του απάντηση ο πολιτισμός, ο οποίος κρατιέται από καιρού εις καιρόν. Οφείλουμε να τον διασώσουμε και να κρατήσουμε τις ρίζες μας ζωντανές.