Για σχεδόν μισό αιώνα, οι γιατροί συμβούλευαν τους ανθρώπους να αποφεύγουν τα ζωικά προϊόντα με υψηλή περιεκτικότητα σε χοληστερόλη, όπως τα αυγά, το βούτυρο ή την κρέμα γάλακτος, επειδή αυτά τα τρόφιμα πιστεύεται ότι αυξάνουν τα επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα και ως εκ τούτου, τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων.
Αν και αυτό μπορεί να ισχύει για ανθρώπους που πάσχουν από ορισμένες παθήσεις, όπως ο διαβήτης, τα νέα στοιχεία δείχνουν ότι τα κορεσμένα λίπη, η ζάχαρη και το νάτριο είναι οι κύριοι παράγοντες που συμβάλλουν στη συσσώρευση πλάκας στις αρτηρίες και όχι η διατροφική χοληστερόλη. Το πρόβλημα είναι ότι πολλά τρόφιμα πλούσια σε χοληστερόλη περιέχουν επίσης αυξημένες ποσότητες κορεσμένων λιπαρών. Τα αυγά και τα οστρακοειδή είναι οι δύο βασικές εξαιρέσεις, ανάλογα με τον τρόπο μαγειρέματός τους.
Τα αυγά είναι χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά, υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες και πλούσια σε θρεπτικά συστατικά τρόφιμα, που θα μπορούσαν να μειώσουν τα επίπεδα χοληστερόλης, μια επίδραση που φαίνεται να βοηθά στην προστασία από τη γνωστική έκπτωση. Ίσως αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο η κατανάλωση αυγών συνδέθηκε με ελαφρώς βελτιωμένες βαθμολογίες γνωστικών τεστ μεταξύ των γυναικών στην πρόσφατη ανάλυση, αλλά απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να διερευνηθεί αυτή η συσχέτιση.
Οι ερευνήτριες επισημαίνουν στη μελέτη τους ότι τα αυγά είναι πλούσια σε πρωτεΐνες, αμινοξέα και χοληστερόλη και αυτοί οι παράγοντες θα μπορούσαν ενδεχομένως να βοηθήσουν στη διατήρηση της δομής και της λειτουργίας των νευρώνων στον εγκέφαλο. Τα αυγά περιέχουν επίσης καροτενοειδή, τα οποία συνδέονται με βελτιωμένες γνωστικές επιδόσεις και χολίνη, η οποία είναι πρόδρομος ενός κρίσιμου νευροδιαβιβαστή.
Απομένουν ακόμη πολλά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν σχετικά με τα διατροφικά οφέλη των αυγών, αλλά τα πρόσφατα ευρήματα παρέχουν πρόσθετες ενδείξεις ότι εάν ένα τρόφιμο έχει υψηλή περιεκτικότητα σε χοληστερόλη, αυτό δεν σημαίνει πάντα ότι είναι κακό για το οργανισμό μας.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Nutrients»
ΠΗΓΗ: ΕΡΤ μέσω Science Alert